Έτος
1987
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 56 ΚΠΣΣ (ΠΔ 166/2000)
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Γυναίκες – άνδρες / όρια συνταξιοδότησης

 

Δικηγόροι. Ασφαλιστικές παροχές Τ.Π.Δ.Α. Εφάπαξ. `Ενδικα μέσα κατά της αποφάσεως του Διευθυντή του Ταμείου. Ενδικοφανής προσφυγή. Προσφυγή. Προθεσμίες. Χρηστή Διοίκηση. Δικαίωμα εκουσίως αποχωρούντος δικηγόρου σε εφάπαξ παροχή. Διαφορετικές χρονικές προϋποθέσεις για τους άνδρες και τις γυναίκες δικηγόρους. Αντίθεση στην αρχή της ισότητας και στους κοινοτικούς κανόνες. (Μειοψ). Δεν επεκτείνεται και στους άνδρες η ευνοϊκότερη ρύθμιση που ισχύει για τις γυναίκες (μειοψ.).

ΣτΕ 4688/1987 Δικαστές: Μ. Μουζουράκης, Φ. Κατζούρος, Α. Φαρμάκης, Λ. Οικονόμου, Α. Τσαμπάση, Σ. Καραλής, Δ. Πετρούλιας. Δικηγόρος: Δ. Δάμης. Επειδή με την αίτηση αυτή, που συζητείται από το Α` Τμήμα με επταμελή σύνθεση μετά την παραπομπή της υποθέσεως, λόγω της σπουδαιότητάς της, με την 4293/1985 απόφαση του ίδιου Τμήματος με πενταμελή σύνθεση, το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών (ΤΠΔΑ) επιδιώκει παραδεκτώς την αναίρεση της 7084/1984 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο δέχθηκε προσφυγή του αναιρεσίβλητου και ακύρωσε α`) την 4858/19.2.1983 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών (ΔΣΑ) και β`) την 5/10.2.1983 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσείοντος Ταμείου, με τις οποίες είχε απορριφθεί αίτημά του για τη χορήγηση σ` αυτόν εφ` άπαξ παροχής. Επειδή, όπως προκύπτει από αποδεικτικό που υπάρχει στο φάκελλο, κοινοποίηση αντιγράφων της 4293/1985 παραπεμπτικής αποφάσεως του Α` Τμήματος καθώς και της πράξης του Προέδρου αυτού για τον ορισμό δικασίμου έγινε προς τον αναιρεσίβλητο και συνεπώς η μη παράστασή του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο δεν επηρεάζει τη νόμιμη πρόοδο της δίκης. Επειδή το άρθρο 7 του ν. 702/1977, στη μεν παρ. 2 ορίζει ότι οι εκδιδόμενες, κατ` εφαρμογή νομοθεσίας από τις αναφερόμενες στην παρ. 1 του άρθρου αυτού (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η νομοθεσία περί κοινωνικής ασφαλίσεως) εκτελεστές ατομικές πράξεις ή παραλείψεις υπόκεινται σε προσφυγή ενώπιον του κατά τόπον αρμόδιου διοικητικού πρωτοδικείου, που κρίνει κατά το νόμο και την ουσία και έχει εξουσία να ακυρώσει ή τροποποιήσει αυτές, στη δε παρ. 3 ότι "εάν εις την νομοθεσίαν, κατ` εφαρμογήν της οποίας εξεδόθη η πράξις της διοικητικής αρχής, προβλέπεται η δυνατότης ασκήσεως ενδικοφανούς μέσου, συνεπαγομένου έλεγχον της πράξεως νόμω τε και ουσία, ενώπιον της αυτής ή ιεραρχικώς προϊσταμένης αρχής ή ειδικώς κατεστημένου οργάνου, η ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου προσφυγή ασκείται μόνο κατά της εκδιδομένης επί του ενδικοφανούς τούτου μέσου πράξεως". Τέλος, σύμφωνα με την παρ. 2 του άρθρου 33 του ίδιου νόμου, όπως αυτό διαμορφώθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 9 του ν. 733/1977 "Από της ημερομηνίας καθ` ήν, συμφώνως προς το άρθρο 36 παρ. 2 του παρόντος, καθίστανται αρμόδια τα τριμελή διοικητικά πρωτοδικεία προς εκδίκασιν των κατά το άρθρον 7 διαφορών και προσφυγών καταργούνται: α`) αι κατά την κειμένην νομοθεσίαν διατάξεις, διά των οποίων παρέχεται η δυνατότης ασκήσεως και δευτέρας απλής ή ενδικοφανούς διοικητικής προσφυγής και β`) τα υφιστάμενα ειδικά προς εκδίκασιν αποκλειστικώς και μόνον των κατά το προηγούμενον εδάφιον προσφυγών δευτέρου βαθμού όργανα". Επειδή το Καταστατικό του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών (β.δ. από 6/22.9.1956 Φ. 209), του οποίου σκοπός είναι η χορήγηση εφ` άπαξ χρηματικών παροχών λόγω γήρατος, εκουσίας εξόδου, αναπηρίας και θανάτου στα μέλη του και η ιατρική και υγειονομική περίθαλψη αυτών και των οικογενειών τους, στη μεν παρ. 5 του άρθρου 11 προβλέπει ότι η εφ` άπαξ παροχή καταβάλλεται στο δικαιούχο ευθύς μετά την έκδοση της σχετικής αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, στη δε παρ. 6 του άρθρου 20 ότι κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου επιτρέπεται και στον ενδιαφερόμενο η άσκηση προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κοινοποίηση της αποφάσεως. Βάσει όμως της Β2/7/407/22.2.1979 (Φ. 207 Β`) αποφάσεως του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 861/ 1979 "Περί απλουστεύσεως της διαδικασίας αναγνωρίσεως χρόνου προϋπηρεσίας και απονομής πάσης φύσεως παροχών εις τους ασφαλισμένους του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών..." (Φ 2) του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών υπήχθη στις διατάξεις του άρθρου 1 του νόμου αυτού, οι οποίες προβλέπουν ότι η αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσιών και η απονομή των πάσης φύσεως παροχών των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ενεργείται με απόφαση του προϊσταμένου των υπηρεσιών του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού και ότι η απόφαση αυτή υπόκειται σε ένσταση, που ασκείται από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, ενώπιον του διοικητικού συμβουλίου του ασφαλιστικού οργανισμού, μέσα σε προθεσμία τριών μηνών από την κοινοποίηση της αποφάσεως. Επειδή, κατά την έννοια των προηγουμένων διατάξεων, μετά την υπαγωγή του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 861/1979, η διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 20 του Καταστατικού του Ταμείου, που προβλέπει τη δυνατότητα ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, έπαυσε να έχει εφαρμογή ως προς τα θέματα της παρ. 1 του άρθρου 1 του ν. 861/1979, δηλαδή την αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας και την απονομή παροχών. Και τούτο διότι ο ν. 861/1979, ο οποίος απέβλεψε στην απλούστευση και επιτάχυνση της διαδικασίας αναγνώρισης χρόνου προϋπηρεσίας και απονομής ασφαλιστικών παροχών, θεσπίζοντας ένα ολοκληρωμένο σύστημα ενδικοφανούς διοικητικής διαδικασίας επιλύσεως των σχετικών διαφορών, μέσα στους κόλπους του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού, προφανώς θέλησε να αποκλείσει τη διατήρηση άλλης ενδικοφανούς προσφυγής, προβλεπόμενης από τη νομοθεσία του ασφαλιστικού οργανισμού για τα ίδια αντικείμενα. Η ερμηνεία αυτή συμπορεύεται άλλωστε και με τη ρύθμιση της διατάξεως της παρ. 2 του άρθρου 33 του ν. 702/1977. Επειδή, εξ άλλου, ναι μεν η θέσπιση της προηγούμενης ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής ως προϋποθέσεως του παραδεκτού του ενδίκου μέσου της προσφυγής, από τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 3 του ν. 702/1977 και άρθρου 19 παρ. 3 του π.δ. 341/1978, δεν αντίκειται κατ` αρχήν στο Σύνταγμα. Ωστόσο ειδικά στο πεδίο των διαφορών, που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας της κοινωνικής ασφαλίσεως, λαμβανομένων υπόψη, αφ` ενός μεν της πολυμορφίας των προβλεπομένων στους ασφαλιστικούς οργανισμούς διαδικασιών διοικητικής επιλύσεως των διαφορών αυτών και της εξ αιτίας αυτής εύλογης δυσχέρειας, που εμφανίζει η ακριβής γνώση εκ μέρους των ασφαλισμένων της διαδικασίας που πρέπει να τηρήσουν για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων τους, αφ` ετέρου δε του γεγονότος ότι η παράλειψη ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής, όπου αυτή προβλέπεται, έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια του κατοχυρουμένου από το άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, δεδομένου ότι μοναδικό μέσο για την προστασία αυτή των ασφαλισμένων αποτελεί ουσιαστικά πλέον, προκειμένου για τις παραπάνω διαφορές, που μεταβιβάστηκαν στα διοικητικά δικαστήρια με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 702/1977, η ενώπιον των δικαστηρίων αυτών προσφυγή, γεννάται από τις αρχές της χρηστής διοικήσεως υποχρέωση των ασφαλιστικών οργανισμών να προβαίνουν είτε με το ίδιο το έγγραφο, στο οποίο είναι διατυπωμένη η διοικητική πράξη που υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή, είτε με άλλο κοινοποιητικό της πράξης αυτής έγγραφο, σε ενημέρωση των ενδιαφερομένων τόσο για τη δυνατότητα ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής, προσδιορίζοντας ειδικότερα την τασσόμενη προθεσμία και το αρμόδιο όργανο, στο οποίο πρέπει να απευθυνθούν, όσο και για τις συνέπειες της τυχόν παραλείψεώς της. Επειδή συνεπώς, στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος εξαιτίας της μη ενημερώσεώς του ασκήσει εμπροθέσμως κατά της πράξης, που υπόκειται σε ενδικοφανή προσφυγή, το ένδικο μέσο της προσφυγής του άρθρου 7 παρ. 2 του ν. 702/1977, το αρμόδιο διοικητικό πρωτοδικείο απορρίπτει μεν ως απαράδεκτη την προσφυγή, οφείλει όμως, ελέγχοντας και αυτεπαγγέλτως την παράλειψη ενημερώσεως του ενδιαφερομένου, να του παράσχει τη δυνατότητα ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής μέσα στη νόμιμη προθεσμία, με αφετηρία αυτής την κοινοποίηση της πρωτοδικειακής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 114 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας (όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν.δ. 4600/ 1966), σε συνδυασμό με το άρθρο 55 του π.δ. 341/1978. Επειδή, για τον ίδιο λόγο, δηλαδή να μην αποστερηθεί ο ασφαλισμένος της δικαστικής προστασίας, εάν αυτός, θεωρώντας δικαιολογημένα εν όψει της μη ενημερέσεώς του και της πλοκής της νομοθεσίας, ότι είχε τη δυνατότητα ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής, προβλεπόμενης όμως είτε από προϊσχύουσες διατάξεις είτε από διατάξεις μη εφαρμοστέες στην περίπτωσή του, και άσκησε αυτήν εμπροθέσμως, στη συνέχεια δε άσκησε παραδεκτώς προσφυγή ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού Πρωτοδικείου κατά της απορριπτικής της ενδικοφανούς προσωρινής πράξης, το διοικητικό Πρωτοδικείο οφείλει να θεωρήσει την προσφυγή του ως στρεφόμενη παραδεκτώς κατά της εκτελεστής διοικητικής πράξης κατά της οποίας, παρά τις κείμενες διατάξεις, ασκήθηκε η ενδικοφανής προσφυγή από αυτόν. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως δέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ο αναιρεσίβλητος κατά την αποχώρησή του λόγω παραιτήσεως από τη δικηγορία στις 25.11.1982, ζήτησε, με την 279/8.2.1983 αίτησή του προς το Ταμείο Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών τη χορήγηση της εφ` άπαξ παροχής. Ο Διευθυντής του Ταμείου, στο οποίο είχε ήδη περιέλθει η σχετική αρμοδιότητα μετά την υπαγωγή του Ταμείου στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 861/1979, απέρριψε το αίτημα με την από 9.2.1983 απόφασή του, με την αιτιολογία ότι ο ενδιαφερόμενος δεν είχε την απαιτούμενη από το β.δ. 335/1983 χρονική προϋπόθεση, δηλαδή άσκηση ενεργού και πραγματικής δικηγορίας 25 ετών. Ενσταση του αναιρεσίβλητου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ν. 861/1979, ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου δεν έγινε δεκτή με την 5/10.2.1983 απόφασή του για τον ίδιο λόγο. Στη συνέχεια, με την 4858/19.2.1983 απόφασή του το Διοικητικό Συμβούλιο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών απέρριψε, με την ίδια αιτιολογία, την προβλεπόμενη από την παρ. 6 του άρθρου 20 του Καταστατικού του Ταμείου ενδικοφανή προσφυγή του αναιρεσίβλητου κατά της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου. Κατά των αποφάσεων αυτών, του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, ο αναιρεσίβλητος άσκησε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, το οποίο με την προσβαλλόμενη, με την υπό κρίση αίτηση, απόφασή του, αφού δέχθηκε, ότι μετά την υπαγωγή του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών στις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 861/1979, η προβλεπόμενη από την παρ. 6 του άρθρου 20 του Καταστατικού του Ταμείου ενδικοφανής προσφυγή κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών καταργήθηκε, έκρινε μη νόμιμη λόγω αναρμοδιότητας και ακύρωσε την 4858/19.2.1983 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών καταργήθηκε, έκρινε μη νόμιμη λόγω αναρμοδιότητας και ακύρωσε την 4858/19.2.1983 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, με την οποία τούτο είχε απορρίψει την ενδικοφανή προσφυγή του αναιρεσίβλητου κατά της 5/ 10.2.1983 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου. Στη συνέχεια δε θεώρησε ότι εμπροθέσμως η προσφυγή στρέφεται κατά της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, με τη σκέψη ότι όταν, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, κατά της αποφάσεως η οποία υπόκειται στο ένδικο μέσο της προσφυγής ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου ασκήθηκε από τον ενδιαφερόμενο ενδικοφανής προσφυγή, με την εσφαλμένη εκδοχή ότι προβλέπεται από την οικείο νομοθεσία και το όργανο ενώπιον του οποίου αυτή ασκήθηκε επελήφθη της υποθέσεως, δημιουργώντας κατ` αυτόν τον τρόπο την εντύπωση ότι δεν τρέχει η προθεσμία προσβολής της αποφάσεως ενώπιον του διοικητικού πρωτοδικείου, τότε η προθεσμία ασκήσεως του ενδίκου μέσου της προσφυγής κατά της αποφάσεως, κατά της οποίας παρά το νόμο ασκήθηκε ενδικοφανής προσφυγή, αρχίζει από την κοινοποίηση της πράξης του οργάνου που αναρμοδίως απέρριψε την ενδικοφανή προσφυγή. Η κρίση αυτή του Διοικητικού Πρωτοδικείου τόσον ως προς την κατάργηση της ενδικοφανούς προσφυγής της παρ. 6 του άρθρου 20 του Καταστατικού του Ταμείου κατά των αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού, που αφορούν αναγνώριση χρόνου προϋπηρεσίας και απονομή παροχών, όσο και ως προς το εμπρόθεσμο της προσφυγής του ήδη αναιρεσίβλητου κατά της 5/ 10.2.1987 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου είναι σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις ορθή, αν και με διάφορη αιτιολογία ως προς το δεύτερο θέμα, εφ` όσον, όπως συνάγεται από την προσβαλλόμενη απόφασή του, το Διοικητικό Πρωτοδικείο δέχεται ότι η υπέρβαση της προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου της προσφυγής συγχωρείται εκ του λόγου ότι ο αναιρεσίβλητος, θεωρώντας δικαιολογημένα εξ αιτίας της μη ενημερώσεώς του από το Ταμείο και της πλοκής της νομοθεσίας ότι είχε τη δυνατότητα ασκήσεως της ενδικοφανούς προσφυγής της παρ. 6 του άρθρου 20 του Καταστατικού του Ταμείου και κατά της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου αυτού που αφορούσε το αίτημά του για τη χορήγηση εφ` άπαξ παροχής, άσκησε αυτήν εμπροθέσμως, στη συνέχεια δε εμπροθέσμως επίσης άσκησε και το ένδικο μέσο της προσφυγής κατά της αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, που απέρριψε την εν λόγω ενδικοφανή προσφυγή. Κατά συνέπεια, οι προβαλλόμενοι με το δικόγραφο της υπό κρίση αιτήσεως αντίθετοι λόγοι αναιρέσεως είναι απορριπτέοι, ως αβάσιμοι. Επειδή, με την παρ. 6 του άρθρου μόνου του β.δ. 335/1973 "περί κυρώσεως τροποιποιήσεως των άρθρων 11, 12, 13, 14 του Καταστατικού του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών" (Φ. 100) ορίσθηκε ότι ως προϋπόθεση για την απόληψη μειωμένης εφ` άπαξ παροχής, θεσπίζεται η επί 20ετία τουλάχιστον άσκηση ενεργού και πραγματικής δικηγορίας στην Αθήνα, ή αναγνωρισμένης δικηγορίας σε άλλο Πρωτοδικείο για όσους έχουν συμπληρώσει το εξηκοστό έτος της ηλικίας τους ή 25ετία ανεξάρτητα από ηλικία. Στη συνέχεια, με την παρ. γ` του άρθρου μόνου του π.δ. 708/ 1978 "περί τροποποιήσεως διατάξεων του καταστατικού του Ταμείου Προνοίας Δικηγόρων Αθηνών" (Φ. 160 Α`) προστέθηκε στο τέλος της παρ. 6 του άρθρου μόνου του β.δ. 335/1973 εδάφιο κατά το οποίο για τις γυναίκες δικηγόρους, μέλη του Ταμείου, αρκεί (για την απόληψη της εφ` άπαξ παροχής) 20ετία, ανεξάρτητα από ηλικία, εφ` όσον με βάση την υπηρεσία αυτή συνταξιοδοτούνται από το Ταμείο Νομικών. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, το Διοικητικό Πρωτοδικείο, που έκρινε ότι η θέσπιση από το π.δ. 708/1978, με μόνο κριτήριο το φύλο, μειωμένων για τις γυναίκες δικηγόρους χρονικών προϋποθέσεων, εν σχέσει προς τους άνδρες συναδέλφους τους για την απόληψη εφ` άπαξ παροχής συνιστά παραβίαση της κατοχυρωμένης από τα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος αρχής της ισότητας των δύο φύλων, δέχθηκε στη συνέχεια ότι, κατά την αληθή βούληση του νομοθέτη, οι ευνοϊκές για τις γυναίκες δικηγόρους χρονικές προϋποθέσεις ισχύουν και για τους άνδρες δικηγόρους. Κατόπιν δε αυτού και κατά παραδοχή σχετικού λόγου της προσφυγής ακύρωσε ως μη νόμιμη την απόρριψη, λόγω ελλείψεως χρονικών προϋποθέσεων, από το Διοικητικό Συμβούλιο του Ταμείου του αιτήματος του αναιρεσίβλητου για την απόληψη εφ` άπαξ παροχής, με την αιτιολογία ότι συγκέντρωνε τις προϋποθέσεις, που θεσπίζει το π.δ. 708/1978, εφ` όσον έχει συμπληρώσει 20 έτη ενεργού και πραγματικής δικηγορίας και συνταξιοδοτείται από το Ταμείο Νομικών, και αναγνώρισε σ` αυτόν δικαίωμα εφ` άπαξ παροχής. Η κρίση όμως του Διοικητικού Πρωτοδικείου, κατά το μέρος που με αυτή γίνεται δεκτό ότι η διάταξη της παρ. γ` του άρθρου μόνου του π.δ. 708/1978, η οποία κατά παράβαση του Συντάγματος θέσπισε ευνοϊκότερες για τις γυναίκες δικηγόρους, εν σχέσει προς τους άνδρες συναδέλφους τους, χρονικές προϋποθέσεις, εφαρμόζεται και στους άνδρες δικηγόρους, είναι εσφαλμένη, διότι η τυχόν αντισυνταγματικότητα της διατάξεως αυτής, εκ του λόγου ότι καθιερώνει προνομιακή υπέρ των γυναικών δικηγόρων μεταχείρηση, θα καθιστούσε αυτήν ανίσχυρη και συνεπώς μη εφαρμοστέα στις γυναίκες δικηγόρους, αλλά δεν μπορεί πάντως να οδηγήσει στην επέκταση της εφαρμογής της και στους άνδρες δικηγόρους, δεδομένου ότι τούτο αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση του δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας (πρβλ. ΣτΕ 3562/1986, 1742/ 1983, 2410/1982, 87/1981, 2324/1979, 2336/1967, 2495/1964 κ.ά.). Για το λόγο δε αυτό, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως, γιατί συνάπτεται με την έκταση της εξουσίας του Πρωτοδικείου, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών για περαιτέρω κρίση επί της προσφυγής. Αν και, κατά τη γνώμη δύο μελών του Δικαστηρίου με αποφασιστική ψήφο, η καθιερούμενη ισότητα των δύο φύλων, τόσο από τα άρθρα 4 και 116 του Συντάγματος όσο και από το κοινοτικό δίκαιο (ειδικότερα στις σχέσεις εργασίας και κοινωνικής ασφαλίσεως), οι διατάξεις του οποίου έχουν άμεση και υπερέχουσα ισχύ στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών (άρθρ. 119 Συνθ. ΕΟΚ, Οδηγίες 75/117, 76/207, 79/7/ΕΟΚ) είναι ισότητα δημιουργική, υπό την έννοια ότι δεν υποχρεώνει απλώς τον νομοθέτη σε ίση μεταχείρηση ανδρών και γυναικών αλλά ότι δημιουργεί αντίστοιχα, κατά τρόπο θετικό, για τα πρόσωπα καθενός από τα δύο φύλα, το δικαίωμα να αξιώνουν δικαστικώς την επέκταση και σ` αυτά των τυχόν αδικαιολόγητα ευνοϊκότερων διατάξεων που ισχύουν για το άλλο φύλο. Από αυτό έπεται ότι το δικαστήριο της ουσίας, όταν, όπως στην προκείμενη περίπτωση, διαπιστώνει αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, δεν περιορίζεται να κηρύξει ανίσχυρη την ευνοϊκή ρύθμιση -ούτε άλλωστε θα ήταν τούτο νοητό επί προσφυγής με την οποία επιδιώκεται η αναγνώριση δικαιωμάτων- αλλά οφείλει να αποκαθιστά, κατά τρόπο θετικό, τη θιγόμενη ισότητα, επεκτείνοντας την ευνοϊκότερη διάταξη σε κάθε πρόσωπο που αξιώνει την εφαρμογή της με σκοπό τη θεμελίωση συγκεκριμένου δικαιώματος. Η δημιουργική αυτή λειτουργία της αρχής της ισότητας, η οποία πάγια γίνεται δεκτή από τα Πολιτικά Δικαστήρια (πρβλ. ΑΠ 53/1983, 1771, 206, 520/1981, 1470-71/1977 και ΕφΑθ 1666/1983 κ.α.) αλλά και από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, επιβάλλεται πρωτίστως λόγω της προέχουσας θέσης του κοινοτικού δικαίου, καθίσταται δε πλέον επιτακτική και επιβεβλημένη υπό καθεστώς ουσιαστικοποιήσεως των διοικητικών διαφορών. Και τούτο διότι ενώπιον του ουσιαστικού δικαστηρίου η αρχή της ισότητας με μόνη την αρνητική λειτουργία της θα κατέληγε γράμμα κενό, αφού επί προσφυγής ούτε ζητείται αλλά ούτε και έχει νόημα η μη εφαρμογή της αδικαιολόγητης ευνοϊκής ρυθμίσεως στην ευνοούμενη κατηγορία προσώπων, αλλά αντίθετα επιδιώκεται η εφαρμογή του νόμου προς διάπλαση ιδίου εξ υποκειμένου δικαιώματος του ευρισκομένου σε αδικαιολόγητα δυσμενή άνιση μοίρα προσώπου (πρβλ. ΑΠ 1106/1986). Συνεπώς, κατά την άποψη αυτή της μειοψηφίας, ορθά το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, προέβη στην επέκταση της εφαρμογής της αδικαιολόγητα ευνοϊκής για τις γυναίκες δικηγόρους διατάξεως της παρ. γ` του άρθρου μόνου του π.δ. 708/1978 και στους άνδρες δικηγόρους και αναγνώρισε στον αναιρεσίβλητο, με τη συνδρομή και των λοιπών προϋποθέσεων, δικαίωμα σε εφ` άπαξ παροχή. Επειδή το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, κρίνει ότι η δικαστική δαπάνη σε βάρος του αναιρεσίβλητου πρέπει αν μειωθεί κατά το ήμισυ. Με τις σκέψεις αυτές: Δέχεται την υπό κρίση αίτηση. Αναιρεί την 7084/1984 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, προς το οποίο παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση, σύμφωνα με το αιτιολογικό.