Ανίσχυρη και αντισυνταγματική η διάταξη του άρθρου 9 του Ν. 4491/1966 που προβλέπει διαφορετικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του χήρου έναντι της χήρας σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου της ΔΕΗ. Εφαρμογή της ευνοϊκής ρύθμισης και υπέρ εκείνου ο οποίος έχει αποκλεισθεί απ` αυτήν.
Τριμ. Διοικ. Πρωτ. Αθήνας 3151/1992 Πρόεδρος-Εισηγήτρια: Ευστ. Παπαγεωργίου - Φιλιππίδη. Επειδή, το άρθρο 9 του Ν. 4491/1966 "περί ασφαλίσεως προσωπικού της ΔΕΗ" ορίζει στην παρ 1, εδ. α`, ότι: "Σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου ή συνταξιούχου δικαιούνται συντάξεως η χήρα ή ο άπορος και ολικώς ανίκανος προς εργασία χήρος του οποίου η συντήρηση εβάρυνε την θανούσα καθ` όλην την τελευταίαν προ του θανάτου πενταετίαν". Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 4 του Συντάγματος που ισχύει, ορίζεται ότι "οι `Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου (παρ.1) και ότι "οι `Ελληνες και `Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις" (παρ.2), και στο άρθρο 116 ότι "διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παρ 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31 Δεκεμβρίου 1982" (παρ.1) και ότι "αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος" (παρ 2). Επειδή, με την προαναφερόμενη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του Συν/τος, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της, σύμφωνα με την παρ 1 του ίδιου άρθρου, γενικής αρχής της ισότητας, στον τομέα της κοινωνικής θέσεως και της νομικής αντιμετωπίσεως των σχέσεων των δύο φύλων, αφενός απαγορεύεται η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των επί μέρους δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων των πολιτών, τόσον μεταξύ τους όσο και απέναντι στην Πολιτεία, με βάση τη διαφορά του φύλλου, και αφετέρου επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα. Και ναι μεν επιτρέπονται αποκλίσεις από την παραπάνω αρχή, αλλά μόνο εφόσον τίθενται ευθέως ή προβλέπονται συγκεκριμένα από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται "εξ αποχρώντων λόγων" που αναφέρονται είτε στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας της γυναίκας και μάλιστα στα θέματα της μητρότητας, του γάμου και της οικογένειας είτε στις βιολογικές διαφορές, που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή διαφορετική μεταχείρηση ενόψει του αντικειμένου της σχέσεως που ρυθμίζουν, πάντοτε, όμως, εντός των ακραίων ορίων, πέραν των οποίων η ρύθμιση αντίκειται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα (ΣτΕ 1328/1984, 62/1986, 4688/87, 4325/88 κ.α.). Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα στοιχεία της δικογραφίας της κρινομένης υποθέσεως, διαπιστώθηκαν τα ακόλουθα: Ο προσφεύγων ζήτησε, με την από 23.1.1989 αίτησή του, απευθυνόμενη στον Δ/ντή Ασφάλισης Προσωπικού της ΔΕΗ, την χορήγηση σ` αυτόν σύνταξης, λόγω θανάτου της συζύγου του, συνταξιούχου της ΔΕΗ. Το αίτημα του αυτό απορρίφθηκε με την 001807/21.9.1989 απόφαση του πιο πάνω Δ/ντή, με την αιτιολογία ότι οι προϋποθέσεις που ορίζει η διάταξη της παρ 1, εδ. α` του άρθρου 9 του Ν. 4491/66, για τη χορήγηση σύνταξης στο χήρο σύζυγο, δεν συντρέχουν στο πρόσωπό του και ότι η αντισυνταγματικότητα της διάταξης αυτής δεν μπορεί να κριθεί από το όργανο αυτό. Κατά της απόφασης αυτής, ο προσφεύγων άσκησε ένσταση ενώπιον του Συμβουλίου ασφάλισης της ΔΕΗ, η οποία απορρίφθηκε τελκά με την 56/12/26.3.1991 απόφασή του με την ίδια πιο πάνω παρατιθέμενη αιτιολογία. `Ηδη, ο προσφέυγων, στρεφόμενος με την προσφυγή του, όπως αυτή παραδεκτώς συμπληρώθηκε με το από 23.1.92 υπόμνημά του, κατά της παραπάνω απόφασης, ισχυρίζεται ότι η παραπάνω διάταξη, κατά το μέρος που θέτει ειδικές, μη τασσόμενες για τις χήρες, προϋποθέσεις για τη χορήγηση σύνταξης στους χήρους, αντίκειται στην αρχή της ίσης μεταχείρησης των δύο φύλων, που αποτελεί θεμελιώδη αρχή του Ελληνικού και του Κοινοτικού Δικαίου, έχει θεσπιστεί με το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος και αναγνωρίζεται και εφαρμόζεται και από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και ζητεί να αναγνωριστεί το δικαίωμά του, να του χορηγηθεί σύνταξη επιζώντος συζύγου, κατ` εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν στη σύνταξη χήρας. Η ΔΕΗ, εξάλλου, προβάλλει παραδεκτώς με το από 23.1.1992 υπόμνημά της, ότι η εισαγόμενη με τη διάταξη του άρθρου 9 παρ 1 εδ. α`, απόκλιση από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων είναι δικαιολογημένη με βάση το άρθρο 116 παρ 1 του Συντάγματος, αλλά και ότι, στην περίπτωση ακόμη που ήθελε αυτή κριθεί ως αδικαιολόγητη, δεν είναι δυνατόν να επεκταθεί η ευμενής ρύθμιση που προβλέπεται για τις χήρες και στους χήρους, διότι αυτό θα αποτελούσε ανεπιτρεπτή επέμβαση της δικαστικής αρχής στο έργο της νομοθετικής εξουσίας. Επειδή, η διάταξις της παρ. 1 εδ. α` του άρθρου 9 του Ν. 4491/1966, με την οποία γενικά και απόλυτα, χωρίς κανένα περαιτέρω κριτήριο, η χήρα συνταξιούχου της ΔΕΗ τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του χήρου, βρίσκεται πράγματι σε αντίθεση προς τη συνταγματική επιταγή της ισότητας των δύο φύλων, η οποία αποτελεί θεμελιώδες ατομικό δικαίωμα και γενική αρχή του Κράτους Δικαίου και δεν μπορεί να βρει έρεισμα στην παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντ/τος. Συνεπώς είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική, από 1.1.1983, σύμφωνα με την παράγραφο 1 του ίδιου άρθρου 116 του Συντάγματος (πρβλ. ΣΕ 4688/87, ΕΔΚΑ 1988 σ. 187). Η ερμηνεία αυτή εναρμονίζεται και προς τα κρατούντα στη νομολογία του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκων Κοινοτήτων, το οποίο, ερμηνεύοντας διατάξεις του κοινοτικού Δικαίου που αφορούν τόσο σε ζητήματα εργασιακών σχέσεων όσο και σε ζητήματα κοινωνικής ασφάλισης και ειδικότερα διατάξεις που αφορούν στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα επιζώντων συζύγων, έχει δεχθεί, με σειρά αποφάσεων του (απόφαση της 7ης Ιουνίου 1972 SAABBBATINI - BERTONI 20/71, RECUEIL σ. 345 απόφαση της 20ης Φεβ/ρίου 1975 AIROLA, 21/74, RECUEIL σ. 221, απόφαση της 15ης Ιουνίου 1978 DEFERENNE, 149/77, RECUEIL σ. 1365 και απόφαση της 20ης Μαρτίου 1984, CRAZZOUC και A. BEYDOUM 75 και 117/8) ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης των φύλων περιλαμβάνεται στα θεμελιώδη δικαιώματα των οποίων το Δικαστήριο έχει ως αποστολή να εξασφαλίσει την τήρηση. Περαιτέρω η καθιερούμενη ισότητα των δύο φύλων, τόσο από τα άρθρα 4 και 116 του Συντάγματος, όσο και από το κοινοτικό δίκαιο (ειδικότερα στις σχέσεις εργασίας και κοινωνικής ασφαλίσεως), οι διατάξεις του οποίου έχουν άμεση και υπερέχουσα ισχύ στο εσωτερικό δίκαιο των κρατών μελών, είναι ισότητα δημιουργική, με την έννοια ότι δεν υποχρεώνει απλά το νομοθέτη σε ίση μεταχείρηση ανδρών και γυναικών, αλλά ότι δημιουργεί αντίστοιχα, κατά τρόπο θετικό, για τα πρόσωπα καθενός από τα δύο φύλα το δικαίωμα να αξιώνουν δικαστικώς την επέκταση και σ` αυτά των τυχόν αδικαιολόγητα ευνοϊκότερων διατάξεων που ισχύουν για το άλλο φύλο. Η δημιουργική αυτή λειτουργία της αρχής της ισότητας η οποία πάγια γίνεται δεκτή από τα Πολιτικά Δικαστήρια (πρβλ. Α.Π. 53/1983, 1771, 206, 520/1981, ΕφΑθ 1666/1983 κ.α.), αλλά και από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (πρβλ. απόφαση ΔΕΚ της 20.3.1984, υποθέσεις 75 και 117/82, C.RAZZOUK και A. BEYDOUN, ΕΔΚΑ 1985, σελ. 263), επιβάλλεται πρωτίστως λόγω και προέχουσας θέσης του κοινοτικού δικαίου, καθίσταται δε περισσότερο επιτακτική και επιβεβλημένη υπό το καθεστώς ουσιαστικοποιήσεως των διοικητικών διαφορών. Και τούτο γιατί ενώπιον του ουσιαστικού δικαστηρίου η αρχή της ισότητας με μόνη την αρνητική λειτουργία της θα κατέληγε γράμμα κενό, αφού επί προσφυγής ούτε ζητείται αλλά ούτε και έχει νόημα η μη εφαρμογή της αδικαιολόγητης ευνοϊκής ρυθμίσεως στην ευνοούμενη κατηγορία προσώπων, αλλά αντίθετα επιδιώκεται η εφαρμογή του νόμου προς διάπλαση ιδίου εξ υποκειμένου δικαιώματος του ευρισκομένου σε αδικαιολόγητα δυσμενή άνισα μοίρα προσώπου (πρβλ. Α.Π. 1106/1986. ΣτΕ 4688/87, μειοψ. στην ΕΔΚΑ 1988 σ. 187, ΔΕφΘεσ 193/89). Επειδή, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η διάταξη του άρθρου 9 (παρ.1, εδ. α`) του Ν. 4491/66, προβλέπουσα την εφαρμογή δύο συστημάτων συντάξεων επιζώντων, βασικά διαφορετικών, αναλόγως του αν ο αποβιώσας υπάλληλος είναι ανδρικού ή γυναικείου φύλου, παραβιάζει, όπως προαναφέρθηκε σε προηγούμενη σκέψη, την αρχή της ίσης μεταχείρισης των φύλων, κρίνει αυτήν ανίσχυρη ως αντισυνταγματική και επομένως ανεφάρμοστη. Περαιτέρω δε, το Δικαστήριο, προκειμένου να διασφαλίσει την ισότητα των φύλων όσον αφορά στο συνταξιοδοτικό σύστημα, κρίνει ότι πρέπει να εφαρμοστεί στην προκειμένη περίπτωση η διάταξη του νόμου 4491/66 "περί ασφαλίσεως προσωπικού της ΔΕΗ" που αφορά στη σύνταξη χήρας, η οποία παραμένει, προς το παρόν, ως το μόνο έγκυρο σύστημα αναφοράς και ν` απορριφθούν ως αβάσιμα όσα αντίθετα υποστηρίζει η διάδικη δημόσια επιχείρηση. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η προσφυγή και ν` ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες σιωπηρή (τεκμαιρόμενη) και ρητή αρνητική απάντηση του Συμβουλίου Ασφαλίσεως Προσωπικού της ΔΕΗ.