ΙΚΑ. Συντάξεις. Καθιέρωση μειωμένου ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης για τις μητέρες ή χήρες ασφαλισμένες με ανήλικα τέκνα. Η ρύθμιση συνιστά δυσμενή διάκριση κατά των ανδρών ασφαλισμένων οι οποίοι βρίσκονται στην ίδια κατάσταση (χηρεία και ανήλικα παιδιά). Επέκταση εφαρμογής της διάταξης και στους χήρους πατέρες ανηλίκων.
Διοικ. Εφετείου Αθηνών 821/1993 (Τμ. Ε) Πρόεδρος: ΠΕΤΡΟΣ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΣ Εισηγητής: ΧΑΡ. ΛΟΥΛΑΚΗ Δικηόροι Χαρ. Μπρισκόλας, Γρηγ. Πελεκάνος Επειδή με την κρινόμενη έφεση του ΙΚΑ ζητείται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 13447/1990 οριστικής απόφασης του Τριμ. Διοικ. Πρωτοδ. Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή προσφυγή του εφεσιβλήτου, ακυρώθηκε η 486/1989 απόφαση της ΤΔΕ του Υποκαταστήματος ΙΚΑ Συντάξεων Αθηνών και αναγνωρίστηκε στον εφεσίβλητο το δικαίωμα να υπαχθεί τη ρύθμιση του αρθρου 28 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951. Επειδή το ισχύον Σύνταγμα του έτους 1975 προβλέπει στο άρθρο 4 παρ. 2 ότι οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, στο άρθρο 21 παρ. 1 ότι η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντηρήσεως και προαγωγής του Εθνους ως και ο γάμος τελούν υπό στην προστασία του Κράτους, στο δε άρθρο 116 ότι οι υφιστάμενες διατάξεις που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παρ. 2 εξακολουθούν να ισχύουν, ωσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31 Δεκεμβρίου 1982 (παρ. 1) και ότι αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος (παρ. 2). Εξάλλου, κατά το άρθρο 28 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951 (Α` 179) έγγαμη ασφαλισμένη με ανήλικα τέκνα, ή χήρα με ανήλικα τέκνα που έχει συμπληρώσει το 50ο έτος της ηλικίας της και 5.500 τουλάχιστον ημέρες εργασίας δικαιούται συντάξεως γήρατος ελαττωμένης κατά 1/200 της πλήρους μηνιαίας συντάξεως για κάθε μήνα ελλείποντα εκ του 55ου έτους της ηλικίας της, το ποσό της οποίας δεν δύναται να είναι μικρότερο του προβλεπόμενου κατωτάτου ορίου συντάξεως, εφάσον δεν είναι συνταξιούχος του ΙΚΑ, του Δημοσίου, Ν.Π.Δ.Δ., ή αλλου οργανισμού κυρίας ασφαλίσεως. Περαιτέρω σύμφωνα με την οδηγία του Συμβουλίου Ευρωπαίκών Κοινοτητων της 79/7/19 - 12 - 1978 "περί προοδευτικής εφορμογής της αρχής της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως" και η οποία κατ` άρθρο 3 αυ- τής εφαρμόζεται και στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά του κινδύνου γήρατος, η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνεπάγεται την απουσία κάθε διάκρισης που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση. Η χρονική περίοδος μέσα στην οποία τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές κανονιστι- κές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν στην οδηγία αυτη έληξε στις 23 - 12 - 84. ΕιδΙΚόΤΕρα για Την Ελλάδα η ΠΡΟΘΕσμία αυτή, δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 2 εδ. α του ν. 1338/1983, έληξε στις 31 - 12 - 1985. Κατά την έννοια της πιο πάνω διατάξεως του α.ν. 1846/1951, ερμηνευομένη πλέον ενόψει, τόσο των περί ισότητας των φύλων και προστασίας της οικογενείας συνταγματικών διατάξεων, όσο και της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών, το συνταξιοδοτικά δικαίωμα γήρατος λόγω χηρείας θεμελιώνεται και για τον χήρο ασφαλισμένο με ανήλικα τέκνα, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις που τάσσονται από την πιο πάνω διάταξη (πρβλ. ΣΤΕ 2568/1992). Επειδή στην προκείμενη περίτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο εφεσίβλητος με την 10788/17 - 5 - 1988 αιτησή του προς το Υποκατάστημα Συντάξεων ΙΚΑ Αθήνας ζήτησε να του χορηγηθεί σύνταξη γήρατος ως χήρος με ανήλικα τέκνα δηλώνοντας ότι έχει συμπληρώσει το 55ο έτος της ηλικίας του και έχει πραγματοποιήσει 5.500 ημέρες εργασίας. Ο Διευθυντής του Υποκαταστήματος με την 45584/27 - 6 - 1988 απόφασή του απέρριψε το αίτημα με την αιτιολογία ότι οι προϋποθέσεις παροχής σύνταξης γήρατος λόγω χηρείας του άρθρου 28 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951 ισχύουν, μόνο, για χήρες μητέρες με ανήλικο και άγαμο παιδί. Ενσταση του ασφαλισμένου κατά της παραπάνω απόφασης του Διευθυντη απορρίφθηκε με την 486/1989 απόφαση της ΤΔΕ του ιδίου υποκαταστήματος με την ίδια αιτιολογία. Επί ασκήσεως προσφυγής κατά της απόφασης αυτης, το Δικαστήριο που δίκασε πρωτοδίκως, με την εκκαλουμένη απόφασή του, αναγνώρισε στον εφεσίβλητο το δικαίωμα να υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 28 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951 και ονέπεμψε την υπόθεση στο ΙΚΑ για να ερμηνευθεί εάν συντρέχουν και οι λοιπές προϋποθέσεις. Την εξαφάνιση της απόφασης ουτης ζητεί το εκκαλούν ΙΚΑ, με την κρινόμενη έφεση του, ως εσφαλμένης. Επειδή ο λόγος της έφεσης με τον οποίο προβάλλεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951 είναι αντισυνταγματική και επομένως ανίσχυρη, κατά το μέρος που δεν οναγνωρίζεται μ` αυτη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος του χήρου ασφαλισμένου με ανήλικα τέκνα, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Και τούτο γιατί, η πιο πάνω διάταξη καθιερώνει ανεπίτρεπτη δυσμενή διάκριση σε βάρος των ανδρών, σε σχέση με τις γυναίκες ασφαλισμένες στο ΙΚΑ, χωρίς να δικαιολογείται απά λόγους αναγόμενους στη βιολογική διαφορά των δύο φύλων ή σε άλλους σοβαρούς λάγους, δεδομένου ότι την γονική μέριμνα των ορφανών, μετά τον θάνατο του ενός, ασκεί αδιακρίτως ο εναπομείνας γονέας. Ομοίως, η διάκριση αυτή προσκρούει και στην αρχή της προστασίας της οικογένειας του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος, δεδομένου ότι με τη ρύθμιση αυτή σκοπείται η "επιστροφή" της χήρας μητέρας, προκειμένου να επιμελείται τα ανήλικα τέκνα της, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να εργάζεται, αποκλείεται ο χήρος πατέρας που βρίσκεται κάτω από τις ίδιες συνθήκες, δημιουργώντας έτσι δύο κατηγορίες ορφανών ανηλίκων για κάθε μια από τις οποίες η διάταξη επιφυλάσσει αδικαιολόγητα άλλη μεταχείριση. Περαιτέρω, με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι και γενομένης δεκτής της απόψεως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, τούτο όφειλε, με την εκκαλουμένη απόφασή του, να περιορισθεί στη κήρυξη της διάταξης αυτής ως ανίσχυρης και μη εφαρμοστέας και όχι και να την επεκτείνει και στους άνδρες ασφαλισμένους, καθόσον η ενέργεια αυτή συνιστά ανεπίτρεπτη παρέμβαση στο έργο και τις αρμοδιότητες της νομοθετικής εξουσίας. Ομως και ο λόγος αυτός της έφεσης είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, καθόσον το Δικαστήριο της ουσίας, όταν διαπιστώνει αδικαιολόγητη άνιση μεταχείριση, οφείλει ν` αποκαθιστά με τράίτο θετικό τη θιγόμενη ισότητα επεκτείνοντας την ευνοϊκότερη διάταξη σε κάθε πρόσωπο που αξιώνει την εφαρμογή της με σκοπό την θεμελίωση συγκεκριμένου δικαιώματος (πρβλ. ΣΤΕ 4325/88 άποψη μειοψηφίας). Επειδή με βάση τα πιο πάνω πραγματικά περιστατικά και όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, καθ` ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 28 παρ. 5 α.ν. 1846/1951, σύμφωνα με τα οποία το συνταξιοδοτικά δικαίωμα γήρατος λόγω χηρείας θεμελιώνεται και για το χήρο ασφαλισμένο με ανήλικα παιδιά, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο εφεσίβλητος έχει δικαίωμα να υπαχθεί στη ρύθμιση του άρθρου 28 παρ. 5 του α.ν. 1846/1951, όπως ακριβώς και οι χήρες ασφαλισμένες. Περαιτέρω, όμως, σύμφωνα με τα άρθρα 53 παρ. 1 και 54 του π.δ. 341/1978, το Δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να εξετάσει, πριν κριθεί από τη διοίκηση, την συνδρομή των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων, για την απονομή της σύνταξης, αλλά οφείλει να ακυρώσει την απόφαση της ΤΔΕ και να αναπέμψει την υπόθεση στο ΙΚΑ, προκειμένου να κρίνει εκείνο τηρώντας τη σχετική διοικητική διαδικασία, αν συντρέχουν ή όχι οι λοιπές προϋποθέσεις (ημέρες εργασίας κ.λπ.) (ΣΤΕ 2049/86). Επομένως το Πρωτόδικο δικαστήριο που κατέληξε στην ίδια κρίση και αφού ακύρωσε την 486/1989 απόφαση της ΤΔΕ του Υποκαταστηματος ΙΚΑ Συντάξεων Αθήνας, ανάπεμψε την υπόθεση στο ΙΚΑ για να ερμηνευθεί αν συντρέχουν και οι λοιπές προύποθέσεις, ορθώς ερμήνευσε και εφήρμοσε τις διατάξεις του νόμου και εκτίμησε τα αποδεικτικά στοιχεία της δικο- γραφίας, γι` αυτό και τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με την έφεση παράπονα είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Επειδή, μετά από αυτά, πρέπει ν` απορριφθεί ως αβάσιμη η ένδικη έφεση, και να καταπέσει το παράβολο, ενώ, εξάλλου πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα, λόγω της εύλογης αμφιβολίας του εκκαλούντος Ιδρύματος για την έκβαση της δίκης (άρθρο 82 παρ. 3 π.δ. 341/1978).