Συνταξιοδότηση διαζευγμένων θυγατέρων ασφαλισμένων και συνταξιούχων του ΤΣΑΥ. Το άρθρο 6 παρ. 4 του Ν. 982/82 δεν καταργήθηκε δικά του Ν. 997/1979. Η θέσπιση της διατάξεως του άρθρου αυτού κτά τη μεταβατική περίοδο του άρθρου 116 του Συντάγματος είναι θεμιτή, και δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας των φύλων. Αντίθετα η γνώμη μέλους. Η ως άνω διάταξη εφαρμόζεται και όταν η σύνταξη που είχε απονεμηθεί στην κατά το χρόνο του θανάτου του κυρίως ασφαλισμένου ή συνταξιούχου άγαμη θυγατέρα διεκόπη, λόγω της συνάψεως υπ`αυτής γάμου, ο οποίος ακολούθως ελύθη διά διαζυγίου, εντός της μεταβατικής περιόδου του άρθρου 116 του Συντάγματος.
ΣτΕ 4378/1995 (Τμ.Α`) Πρόεδρος : Φ. ΚΑΤΖΟΥΡΟΣ Εισηγητής: Ι. ΚΑΠΕΛΟΥΖΟΣ Δικηγόροι: Ν. Καρατζαφέρης, Μ. Παπασωτηρόπουλος 2. Επειδή, δια της υπό κρίσιν αιτήσεως το Τ.Σ.Α.Υ. διώκει τύποις παραδεκτώς, την αναίρεσιν της υπ` αριθμ. 3768/1986 αποφάσεως του Διοικ. Πρωτοδ. Αθηνών, δια της οποίας ηκυρώθη η υπ` αριθμ. 491 από 5ης Ιουλίου 1984 απόφασιν του Δ.Σ. του αιτούντος Ταμείου, απορρίψαντος αίτησιν θεραπείας της αναιρεσιβλήτου, διαζευγμένης θυγατρός αποβιώσαντος ησφαλισμένου του Ταμείου τούτου κατά της υπ` αριθμ. 1394 από 22ας Δεκεμβρίου 1983 αποφάσεως του Διευθυντού Διοικήσεως του αυτού Ταμείου, διά της οποίας είχαν απορριφθή το αίτημα της αναιρεσιβλήτου περί συνταξιοδοτήσεώς της υπό την προεκτεθείσαν ιδιότητα αυτής.
3. Επειδή, κατά την διάταξιν του άρθρου 26 του Ν. 5945/1933 (άρθρον 71 του Π.Δ. της 16/23ης Μαρτίου 1934, ΦΕΚ Α` 113, περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον των διατάξεων του Ν.Δ. 8/14 Αυγούστου 1925 "περί Ταμείου Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Ιατρών εν Ελλάδι"), σύνταξις λόγω θανάτου του μετόχου χορηγείται εις τον επιβιούντα των συζύγων, εφ` όσον παραμένει εν χηρεία, ως και εις τα τέκνα, τα άρρενα μεν μέχρι της συμπληρώσεως του 18ου έτους της ηλικίας αυτών, ανεξαρτήτως δε ηλικίας, εάν ευρίσκωνται εν ενδεία και είναι ανίκανα προς εργασίαν ένεκα σωματικού ή διανοητικού ελαττώματος, εις δε τα θήλεα, εάν έχουσι έλθει εις γάμον, μέχρι της αποκαταστάσεως αυτών, ενώ κατά την διάταξιν του άρθρου 8 παρ. 1 του Ν. 38/1975 (Α` 83), αφορώσαν εις όλους τους οργανισμούς κοινωνικών ασφαλίσεων, συντάξεως τέκνου λόγω θανάτου δικαιούντα και η διαζευχθείσα υπαιτιότητι του συζύγου αυτής ή κοινή υπαιτιότητι θυγάτηρ αποβιώσαντος ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, ως και εκείνη δι` ην η περί διαζυγίου δίκη διεκόπη βιαίως συνεπεία θανάτου του ανδρός.
Διά του άρθρου 6 παρ. 4 του επακολουθήσαντος Ν. 982/1979 "περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως της περί Ταμείου Συντάξεως και Αυτασφαλίσεως Υγειονομικών Νομοθεσίας και ετέρων τινών διατάξεων" (Α` 239), ο οποίος ισχύει κατά το άρθρον 20 αυτού, από 1ης Ιανουαρίου 1980, ωρίσθη ότι συντάξεως δικαιούται και η διαζευχθείσα υπαιτιότητι του συζύγου ή κοινή υπαιτιότητι θυγατήρ αποβιώσαντος ησφαλισμένου ή συνταξιούχου, ως και εκείνη δι` ην η περί διαζυγίου δίκη διεκόπη βιαίως συνεπεία θανάτου του ανδρός, εφ` όσον ευρίσκεται εν ενδεία και κρίνεται ανίκανος προς εργασίαν παρά της Υγειονομικής Επιτροπής του Ταμείου. Εξ ετέρου, διά του άρθρου 19 του Ν. 997/1979 (Α` 287) ωρίσθη ότι η κατά τας διατάξεις της νομοθεσίας των ασφαλιστικών οργανισμών, αρμοδιότητος Υπ.Κοινων.Υπηρεσιών, πλην του Ο.Γ.Α. και του Ι.Κ.Α., προβλεπόμενη σύνταξις των αγάμων τέκνων θανόντων ησφαλισμένων ή συνταξιούχων διακόπτεται από της συμπληρώσεως του 18ου έτους της ηλικίας των, ή, εν περιπτώσει συνεχίσεως των σπουδών των, από της συμπληρώσεως του 24ου έτους της ηλικίας των, ότι τα ανωτέρω όρια ηλικίας δεν ισχύουν προκειμένου περί τέκνων ανικάνων προς πάσαν βιοποριστικήν εργασίαν, εφ` όσον η ανικανότης επήλθεν προ της συμπληρώσεως των ορίων τούτων ηλικίας (παρ. 1), ότι ειδικώς δια τας αγάμους ή διεζευγμένας θυγατέρας η σύνταξις επαναχορηγείται, ή, συντρεχούσης περιπτώσεως, το πρώτον χορηγείται μετά την συμπλήρωσιν του 55ου έτους της ηλικίας των και εφ` όσον δεν εργάζονται ή δεν λαμβάνουν σύνταξιν εξ ετέρας πηγής, ότι το όριον τούτο προσαυξάνεται εις το 60ον έτους από 1ης Ιανουαρίου 1982 και εις το 65ον από 1ης Ιανουαρίου 1965 (παρ. 2), και ότι πάσα αντίθετος διάταξις καταργείται από 1ης Ιανουαρίου 1980 (παρ. 3).
Η διάταξις αύτη αντικατεστάθη ακολούθως δια του άρθρου 51 του Ν. 1140/1981 (Α` 68), τροποποιηθείσα και επεκταθείσα επί των αδελφών των θανόντων ησφαλισμένων και συνταξιούχων, ενώ διά του επακολουθήσαντος Ν. 1276/1982 (Α` 100) ωρίσθη εν άρθρω 24 αυτού ότι: "οι διατάξεις του άρθρου 19 του Ν. 997/1979 όπως αυτές τροποποιήθησαν με το άρθρο 51 του Ν. 1140/1981, δεν εφαρμόζονται σε ασφαλιστικούς οργανισμούς που διέπονται από δικές τους καταστατικές διατάξεις, οι οποίες ισχυαν πριν από τις πιο πάνω μεταβολές, επαναφέρονται δε σε ισχύ οι καταστατικές αυτές διατάξεις".
4. Επειδή το Σύνταγμα του έτους 1975, το οποίον διά του άρθρου 4 παρ. 2 αυτού εθέσπισε την ισότητα των δύο φύλων εις τρόπον ώστε εφεξής να μην υφίσταται εις την νομοθεσίαν διακρίσεις αναλόγως του φύλου, περιέλαβε εν άρθρω 116 παρ. 1 και 2 αυτού διάταξιν, κατά την έννοιαν της οποίας διατάξεις επαγόμεναι διακρίσεις εξ απόψεως δικαιωμάτων και υποχρεώσεως μεταξύ των δύο φύλων ήσαν ανεκταί μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1982 και μόνον εφ` όσον είχον θεσπισθή προ του Συντάγματος του έτους 1975, εάν δε κατά το ενδιάμεσον χρονικόν διάστημα καταργήθησαν ή περιωρίσθηκαν διά νόμου, δεν είναι επιτρεπτή η επαναφορά εν ισχύι των διατάξεων τούτων και κατ` αυτό έτι το υπολειπόμενον μέχρι της 31ης Δεκεμβρίου 1982 χρονικόν διάστημα, επιτρέπεται δε μόνον η δια νόμου θέσπισις ή διατήρησις ή επαναφορά εν ισχύι τοιούτων ρυθμίσεων, εφ` όσον υφίστανται προς τούτο αποχρώντες λόγοι. Εξ ετέρου, κατά την έννοιαν των ως άνω διατάξεων του άρθρου 19 του Ν. 997/1979, μεταξύ των καταργηθεισών δι` αυτών από 1ης Ιανουαρίου 1980 διατάξεων των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητος του Υπ. Κοιν. Υπηρεσιών δεν περιλαμβάνονται αι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 4 του Ν. 982/1979, εφ` όσον αύται ήρξαντο ισχύουσαι από της αυτής ως άνω ημερομηνίας, ήτοι από της 1ης Ιανουαρίου 1980. Ως εκ τούτου, το περί επαναφοράς εν ισχύι των καταργηθεισών διά του εν λόγω άρθρου 19 του Ν. 997/1979 διατάξεων άρθρου 24 του Ν. 1276/1982 δεν αφορά εις τας διατάξεις ταύτας του άρθρου 6 παρ. 4 του Ν. 982/1982. Αι διατάξεις αύται μη καταργηθείσαι, ως προεξετέθη, θέτουν προσθέτους προυποθέσεις δια την συνταξιοδότησιν των διαζευγμένων θυγατέρων ησφαλισμένων και συνταξιούχων του Τ.Σ.Α.Υ. έναντι του Ν. 38/1975, θεσπισθεισών προ του Συντάγματος του έτους 1975 ήτοι τας προυποθέσεις της ενδείας και της ανικανότητος προς εργασίαν, και συνεπώς είναι περιοριστικαί των τελευταίων τούτων διατάξεων του Ν. 38/1975, ως εκ τούτου δε η κατά την μεταβατικήν περίοδον του άρθρου 116 του Συντάγματος θέσπισις αυτών δεν αντίκειται εις την αρχήν της ισότητος των δύο φύλων. Αν και κατά την γνώμην ενός μετ` αποφασιστικής ψήφου μέλους του Τμήματος, η διάταξις του άρθρου 6 παρ. 4 του Ν. 982/1979, θεσπισθείσα προ του Ν. 997/1979, πρέπει να θεωρηθή ως καταργηθείσα υπό του τελευταίου τούτου νόμου ασχέτως του εάν η ουσιαστική ισχύς των δύο τούτων διατάξεων άρξατο από της αυτής ημέρας. Και, ναι μεν το άρθρον 6 παρ. 4 του Ν. 982/1979 επανεφέρθη εν ισχύι διά του άρθρου 24 του Ν. 1276/1982, πλην η τοιαύτη επαναφορά εν ισχύι της διατάξεως ταύτης, συνιστώσα νέαν θέσπισιν αυτής, αντίκειται εις τα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος ως θίγουσα την ισότητα των φύλων, χωρίς να είναι δυνατόν να θεωρηθή ότι συντρέχει, προκειμένου περί διαζευγμένων θυγατέρων αι οποίαι διά του γάμου των είχον εξέλθει της οικογενείας των γονέων των, συνταγματικώς θεμιτός προς τούτο λόγος.
5. Επειδή κατά την έννοιαν του ως άνω άρθρου 6 παρ. 4 του Ν. 982/ 1979, συντρέχει περίπτωσις παροχής συντάξεως επί τη βάσει ταύτης, ουχί μόνον όταν η λόγω διαζυγίου λύσις του γάμου επήλθε προ του θανάτου του κυρίως ησφαλισμένου ή του συνταξιούχου του Ταμείου, αλλά και όταν η σύνταξις η οποία είχεν απονεμηθή εις την κατά τον χρόνον του θανάτου του κυρίως ησφαλισμένου ή συνταξιούχου άγαμον θυγατέρα διεκόπη λόγω συνάψεως υπό ταύτης γάμου, ο οποίος ακολούθως ελύθη διά διαζυγίου, κατά τα ειδικώτερον εις την διάταξιν οριζόμενα. Εξ ετέρου η διάταξις αύτη είχε εφαρμογήν και όταν ο θάνατος του κυρίως ησφαλισμένου ή συνταξιούχου επήλθε προ της ενάρξεως της ισχύος της διατάξεως ταύτης, δεδομένου ότι, προκειμένου περί διαζευγμένης θυγατρός τελούσης υπό τας ανωτέρω συνθήκας, κρίσιμος από της απόψεως του εφαρμοστέου νομοθετικού καθεστώτος είναι ο χρόνος λύσεως του γάμου, εφ` όσον το διαζύγιον αποτελεί εις την περίπτωσιν ταύτην τον λόγον της άρσεως της διακοπής της προ της συνάψεως του λυθέντος γάμου συνταξιοδοτήσεως της θυγατρός.
6. Επειδή, κατά τα γενόμενα δεκτά διά της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, η ήδη αναιρεσίβλητος, θυγατήρ αποβιώσαντος την 1ην Μαίου 1970 ιατρού, αμέσως ησφαλισμένου εις το αιτούν Ταμείον, ούσα αγαμος κατά την ημερομηνίαν ταύτην, εσυνταξιοδοτήθη επί τη βάσει των διατάξεων του άρθρου 71 του Κωδ. Διατάγματος 16/23ης Μαρτίου 1934, η συνταξιοδότησις της όμως διεκόπη την 10ην Ιουλίου 1980 λόγω γάμου της, ο οποίος ακολούθως ελύθη την 20ην Δεκεμβρίου 1982, υπαιτιότητι αμφοτέρων των συζύγων. Μετά ταύτα η αναιρεσίβλητος διά της από 22ας Μαρτίου 1983 αιτήσεώς της ητήσατο παρά του Ταμείου την επαναχορήγησιν της συντάξεως της δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6 του Ν. 982/1979, το αίτημά της όμως τούτο απερρίφθη, δια της υπ` αριθμ. 1394 από 22ας Δεκεμβρίου 1983 αποφάσεως του Διευθυντού Διοικήσεως του Ταμείου, διά τον λόγον ότι δια την συνταξιοδότησίν της ως διαζευγμένης θυγατρός ησφαλισμένου κατά τας μνησθείσας διατάξεις έδει ο γάμος της να είχε λυθή μέχρι του χρόνου του θανάτου του πατρός της, επί τη αυτή δε αιτιολογία απερρίφθη υπό του Διοικητικού Συμβουλίου του αιτούντος Ταμείου η ασκηθείσα υπό της αναιρεσιβλήτου αίτησις θεραπείας. Το έκδον την αναιρεσιβαλλομένην απόφασιν Διοικητικόν Πρωτοδικείον, δεχθέν ότι υπό των διατάξεων του άρθρου 6 παρ. 4 του Ν. 982/1979 προβλέπεται η συνταξιοδότησις διαζευγμένων θήλεων τέκνων αποβιωσάντων συνταξιούχων ή ησφαλισμένων του αιτούντος Ταμείου, χωρίς να τίθεται ως προυπόθεσις η λύσις του γάμου κατά τον χρόνον του θανάτου του πατρός, έκρινεν ότι το συνταξιοδοτικόν δικαίωμα της ήδη αναιρεσιβλήτου, το οποίον εγεννήθη κατά τον χρόνον του θανάτου του πατρός της υπό την ιδιότητά της ως άγαμου θήλεως τέκνου αυτού και διεκόπη λόγω του γάμου της, ανεβίωσε, δυνάμει των εν λόγω διατάξεων, μετά την λύσιν του γάμου αυτής, κατόπιν δε τούτου, δεχθέν την προσφυγήν της αναιρεσιβλήτου, ηκύρωσε την ως άνω απόφασιν του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου και ανέπεμψε την υπόθεσιν ενώπιον της αρμοδίας υπηρεσίας του Ταμείου τούτου προς κρίσιν περί της συνδρομής ή μη των λοιπών νομίμων προυποθέσεων, περί ων όργανα του Ταμείου δεν είχον κρίνει. Η κρίσις αύτη του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών είναι νομίμως και επαρκώς ητιολογημένη, εφ` όσον συμφώνως προς τα προεκτεθέντα, κατά τον εν προκειμένω κρίσιμον χρόνον της λύσεως του γάμου της αναιρεσιβλήτου, ήτοι την 20ην Δεκεμβρίου 1982, κείμενον εντός της μεταβατικής περιόδου του άρθρου 116 του Συντάγματος, ίσχυον αι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 4 του Ν. 982/1979, επί τη βάσει των οποίων εζήτει αύτη να τύχη συντάξεως. Κατ` ακολουθίαν τούτων τα υπό του αιτούντος Ταμείου προβαλλόμενα ότι η αναιρεσίβλητος δεν εδικαιούτο συντάξεως επί τη βάσει της ως άνω διατάξεως διά τον λόγον ότι κρίσιμος εξ απόψεως εφαρμοστέου νομοθετικού καθεστώτος ήτον εν προκειμένω ο χρόνος θανάτου του πατρός της αναιρεσιβλήτου, το δε υπό ταύτης ασκηθέν κατά τον χρόνον εκείνον συνταξιοδοτικόν δικαίωμα, δεν ανεβίωσε μετά την λύσιν του γάμου της, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα, κατόπιν δε τούτων, η υπό κρίσιν αίτησις αποβαίνει απορριπτέα εν τω συνόλω της.