Συντάξεις λόγω θανάτου. Αντισυνταγματικότητα του άρθρου 28 παρ. 6 του ΑΝ 1846/1951 που προβλέπει την εφαρμογή δύο διαφορετικών συστημάτων συντάξεων επιζώντων, ανάλογα αν ο αποβιώσας ασφαλισμένος του ΙΚΑ ήταν ανδρικού ή γυναικείου φύλου. Αντίθετη μειοψηφία. Παραπομπή της υποθέσεως στην επταμελή σύνθεση του τμήματος.
Αριθμός 6252/1996
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 11 Νοεμβρίου 1996 με την εξής σύνθεση: Τ. Κούνδουρος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α Τμήματος, Π. Ζ. Φλώρος, Γ. Παναγιωτόπουλος, Σύμβουλοι, Γ. Παπαγεωργίου, Δ. Σκαλτσούνης, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη, Γραμματέας του Α Τμήματος. Γ ι α να δικάσει την από 21 Νοεμβρίου 1994 αίτηση : τ ο υ Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Ι.Κ.Α.), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Θ. Ζήγρα (Α.Μ. 2976), που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κ α τ ά του ....................., κατοίκου Θεσσαλονίκης (..........), ο οποίος δεν παρέστη. Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ιδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η 228/1994 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως του Εισηγητή, Παρέδρου Δ. Σκαλτσούνη. Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση. Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, σε αίθουσα του Δικαστηρίου, κ α ι Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο 1. Επειδή για την κρινόμενη αίτηση καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (8686036, 8686037/1994 διπλότυπα Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, 6266982, 2678801/1994 έντυπα παραβόλου). 2. Επειδή η υπόθεση συζητήθηκε νόμιμα παρ` ότι ο αναιρεσίβλητος δεν παρέστη κατά τη συζήτηση. Τούτο διότι αντίγραφα του αναιρετηρίου και της 8726/13.6.1996 πράξης του Προέδρου του Α Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας περί ορισμού εισηγητή και δικασίμου επιδόθηκαν νόμιμα στον αναιρεσίβλητο, όπως τούτο προκύπτει από τις 2434, 2435/15.7.1996 εκθέσεις επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης Χ. Παπαντωνίου-Κούρτογλου (άρθρο 21 παρ. 4 του π.δ. 18/1989 - Α 8, όπως η τελευ ταία περίοδος αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 παρ. 11 του ν. 1968/1991 - Α 150). 3. Επειδή με την αίτηση αυτή το Ι.Κ.Α. ζητεί να αναιρεθεί η 228/1994 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της 1220/1990 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε γίνει δεκτή προσφυγή του Ι.Κ.Α. κατά της 1280/115/1988 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτή ένσταση του αναιρεσιβλήτου κατά της 23 11/1988 απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος, με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα του αναιρεσιβλήτου να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω θανάτου της συζύγου του, ασφαλισμένης του Ιδρύματος. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εξαφανίστηκε η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση και στη συνέχεια απορρίφθηκε η ως άνω προσφυγή του Ι.Κ.Α. 4. Επειδή με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951 (Α 179), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν.δ. 4104/1960 (Α 147), ορίζονται τα ακόλουθα: "Εν περιπτώσει θανάτου συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος ή επιδοματούχου λόγω αναπροσαρμογής ή ησφαλισμένου έχοντος πραγματοποιήσει τουλάχιστον 1500 ημέρας εργασίας εξ ων 300 τουλάχιστον εντός των 5 ετών των αμέσως προηγουμένων εκείνου καθ` ο επήλθεν ο θάνατος . . . δικαιούνται συντάξεως κατά τας επομένας παραγράφους α) η χήρα ή ο άπορος και ανάπηρος χήρος, ου η συντήρησις εβάρυνε κυρίως την θανούσαν . . . ". Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι για τη συνταξιοδότηση του χήρου λόγω θανάτου της συζύγου του, συνταξιούχου ή ασφαλισμένης του Ι.Κ.Α., θεσπίζονται πρόσθετες προϋποθέσεις εκτός από εκείνες που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση της χήρας συνταξιούχου ή ασφαλισμένου του Ιδρύματος. Απαιτείται δηλαδή ο χήρος που ζητεί τη σύνταξη να είναι άπορος και ανάπηρος, η δε συντήρησή του να εβάρυνε κυρίως τη σύζυγό του που πέθανε (Σ .τ.Ε. 1728/1994, 3256/1996 κ.λ.π.). 5. Επειδή, εξ άλλου, το Σύνταγμα ορίζει στο μεν άρθρο 4 ότι οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου (παρ. 1) και ότι οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις (παρ. 2), στο δε άρθρο 116 ότι οι υφιστάμενες διατάξεις που είναι αντίθετες στο άρθρο 4 παρ. 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1982 (παρ. 1) και ότι αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους στις περιπτώσεις πο υ ορίζει ειδικά ο νόμος (παρ. 2). 6. Επειδή η προεκτεθείσα παράγραφος 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της γενικής αρχής της ισότητας (παρ. 1 του ίδιου άρθρου) στον τομέα της κοινωνικής θέσης και της νομικής αντιμετώπισης των σχέσεων των δύο φύλων. Με τη διάταξη αυτή αφ` ενός μεν απαγορεύεται η δημιουργία ανίσων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των επί μέρους δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ τους όσο και έναντι της Πολιτείας, με βάση τη διαφορά του φύλου, αφ` ετέρου δ ε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα. Και επιτρέπονται μεν αποκλίσεις από την πιο πάνω αρχή, αλλά μόνο εφ` όσον τίθενται ευθέως ή προβλέπονται συγκεκριμένα από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους. Οι λόγοι αυτοί αναφέρονται είτε στην ανάγκη για μεγαλύτερη προστασία της γυναίκας και μάλιστα στα θέματα της μητρότητας, του γάμου και της οικογένειας, είτε σε βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαιτέρων μέτρων ή διαφορετική μεταχείριση, εν όψει του αντικειμένου της υπό ρύθμιση σχέσεως, πάντοτε δε μέσα στα ακραία όρια, πέραν των οποίων η ρύθμιση αντίκειται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1728/1994 κ.λ.π.). 7. Επειδή από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσίβλητος με την από 15.5.1986 αίτησή του προς το Ι.Κ.Α. ζήτησε να συνταξιοδοτηθεί λόγω θανάτου, στις 30.9.1983, της συζύγου του, ασφαλισμένης του Ιδρύματος. Ο Διευθυντής του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης με απόφασή του (2311/4.2.1988) απέρριψε την αίτηση. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε ένσταση ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ίδιου Υποκαταστήματος, η οποία με απόφασή της (1280/1988) την έκανε δεκτή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε το Ι.Κ.Α. ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο με την 1220/1990 απόφασή του δέχτηκε την προσφυγή για το λόγο ότι ο αναιρεσίβλητος δεν συγκέντρωνε τις απαιτούμενες από το άρθρο 28 παρ. 6 εδ. α του α.ν. 1846/1951 προϋποθέσεις, συγκεκριμένα δε, δεν είχε αποδειχθεί ότι κατά το χρόνο θανάτου της συζύγου του ήταν ανάπηρος. Την απόφαση αυτή εξεκάλεσε ο αναιρεσίβλητος. Το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχτηκε με την αναιρεσιβαλλομέν η απόφαση ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 εδ. α του α.ν. 1846/1951, με την οποία, γενικά και απόλυτα, χωρίς κανένα περαιτέρω κριτήριο, η χήρα συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του χήρου, βρίσκεται σε αντίθεση προς τη συνταγματική επιταγή της ισότητας των δύο φύλων και δεν μπορεί να βρει έρεισμα στο άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, έκρινε περαιτέρω το διοικητικό εφετείο, η ως άνω διάταξη είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική από 1.1.1983, σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ . 1 του Συντάγματος. Περαιτέρω, το δικαστήριο έκρινε ότι η ισότητα των δύο φύλων, που καθιερώνεται από τα άρθρα 4 και 116 του Συντάγματος αλλά και από το κοινοτικό δίκαιο είναι ισότητα δημιουργική, υπό την έννοια ότι δεν υποχρεώνει απλά το νομοθέτη σε ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, αλλά ότι δημιουργεί αντίστοιχα, κατά τρόπο θετικό, για τα πρόσωπα καθενός από τα δύο φύλα το δικαίωμα να αξιώνουν δικαστικώς την επέκταση και σ` αυτά των τυχόν αδικαιολόγητα ευνοϊκότερων διατάξεων που ισχύουν για το άλλο φ ύλο. Κατ` ακολουθία τούτων, το διοικητικό εφετείο, λαμβάνοντας υπ` όψη ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 εδ. α του α.ν. 1846/1951, προβλέπουσα την εφαρμογή δύο διαφορετικών συστημάτων συντάξεων επιζώντων, αναλόγως του αν ο αποβιώσας ασφαλισμένος του Ι.Κ.Α. ήταν ανδρικού ή γυναικείου φύλου, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των φύλων, την έκρινε ανίσχυρη ως αντισυνταγματική και επομένως ανεφάρμοστη. Περαιτέρω, το αυτό δικαστήριο, προκειμένου να διασφαλίσει την ισότητα των φύλων, όσον αφορά το συνταξιοδοτικό σύστημα, δέχτηκε ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση, η διάταξη του α.ν. 1846/1951 που αφορά τη συνταξιοδότηση της χήρας. Κατά συνέπεια, έκρινε το δικαστήριο, η πρωτόδικη κρίση ήταν εσφαλμένη και, για το λόγο τούτο, έπρεπε να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση, περαιτέρω δε να εκδικασθεί η προσφυγή του Ι.Κ.Α. και να απορριφθεί. 8. Επειδή, κατά τη γνώμη που επικράτησε στο Τμήμα, δεν είναι νόμιμη η κρίση του διοικητικού εφετείου, κατά το μέρος που με αυτή γίνεται δεκτό ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, θεσπίζουσα κατά παράβαση του Συντάγματος ευνοϊκότερες προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως για τις γυναίκες, εφαρμόζεται και για τους άνδρες χήρους ασφαλισμένων ή συνταξιούχων του Ι.Κ.Α. Τούτο διότι, ναι μεν η διάταξη αυτή, με την οποία, γενικά και απόλυτα, χωρίς κανένα περαιτέρω κριτήριο, η χήρα ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του χήρου, βρίσκεται σε αντίθεση προς τη συνταγματική επιταγή της ισότητας των δύο φύλων και δεν μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος, ούσα κατά συνέπεια, ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική από 1.1.1983. Η επίκληση όμως της αντισυνταγματικότητας της διάταξης αυτής αποκλείει την εφαρμογή της στις χήρες και δεν μπορεί να οδηγήσει στην επέκτασή της στους χήρους γυναικών ασφαλισμένων ή συνταξιούχων του Ι.Κ.Α., επειδή τούτο θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη επέμβαση του δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 4688/1987, 4325/1988, 1728/1994, 3256/1996 κ.λ.π.). Ο Πρόεδρος όμως του Τμήματος Τ. Κούνδουρος και οι Πάρεδροι Γ. Παπαγεωργίου και Δ. Σκαλτσούνης διατύπωσαν την ακόλουθη άποψη: Ο κανόνας της ισότητας που θεσπίζεται από τα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος είναι κανόνας απευθυνόμενος σε αμφότερα τα φύλα, υπό την έννοια ότι αποκλείει τη διατήρηση δυσμενών διακρίσεων σε βάρος τόσο των γυναικών, όσο και των ανδ ρών μετά τη λήξη της μεταβατικής περιόδου. Κατά συνέπεια, η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, όπως τροποποιήθηκε, που προβλέπει τη συνταξιοδότηση χήρας ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. χωρίς τη συνδρομή των προσθέτων προϋποθέσεων που θεσπίζονται για τη συνταξιοδότηση χήρου ασφαλισμένης ή συνταξιούχου του Ιδρύματος, είναι αντισυνταγματική και συνεπώς μη εφαρμοστέα, όχι κατά το μέρος που αφορά τη μη θέσπιση των προσθέτων τούτων προϋποθέσεων και για τις χήρες, αλλά κατά το μέρος που εξα ιρεί από τη ρύθμιση για τις χήρες τους χήρους, οι οποίοι βρίσκονται κάτω από τις ίδιες με αυτές συνθήκες. Με την έννοια αυτή αντιλαμβανόταν και εφάρμοζε την αρχή της ισότητας των φύλων στα θέματα κοινωνικής ασφάλισης η παλαιότερη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3217/1977, 1724/1978, 520/1983, 4117/1983), καθώς και ορισμένες πρόσφατες αποφάσεις του Δικαστηρίου (πρβλ. Σ.τ.Ε. 1261/1994, 5367/1996). Εξ άλλου, η ερμηνεία αυτή που γίνεται δεκτή και από τη νομολογία του Αρείου Πάγου, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, είναι η μόνη νοητή επί των διαφορών ουσίας στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης. Τούτο διότι, υπό μόνη την αρνητική λειτουργία η αρχή της ισότητας θα κατέληγε κενό γράμμα, αφού επί των διαφορών ουσίας, ο ασκών την προσφυγή δικαιούχος νομιμοποιείται μόνο να διεκδικεί δικό του ασφαλιστικό δικαίωμα και όχι να καταλύει αντίστοιχα δικαιώματα άλλων προσώπων. 9. Επειδή, σύμφωνα με τη γνώμη που επικράτησε, το διοικητικό εφετείο εσφαλμένα ερμήνευσε και πλημμελώς εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 4 και 116 του Συντάγματος και 28 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν.δ. 4104/1960. Για το λόγο τούτο, αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο, επειδή συνάπτεται προς την έκταση της εξουσίας του δικάσαντος δικαστηρίου θα έπρεπε η κρινόμενη αίτηση να γίνει δεκτή, η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί και η υπόθεση, που χρειάζεται διευκρί νιση κατά το πραγματικό, να παραπεμφθεί στο ίδιο διοικητικό εφετείο για να κριθεί εκ νέου. Λαμβανομένου όμως υπόψει ότι όπως εκτέθηκε στην προηγούμενη σκέψη, η νομολογία του Δικαστηρίου παρουσιάζεται κυμαινόμενη όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των φύλων στα θέματα κοινωνικής ασφάλισης, το Τμήμα κρίνει ότι πρέπει να παραπέμψει λόγω της σπουδαιότητάς της την υπόθεση στην επταμελή του σύνθεση, σύμφωνα με το άρθρο 14 παρ. 5 του π.δ. 18/1989 (Α 8). Δικάσιμος ορίζεται η 2α Ιουνίου 1997 και εισηγ ητής ο Πάρεδρος Δ. Σκαλτσούνης. Δ ι ά τ α ύ τ α Παραπέμπει την υπόθεση στην επταμελή σύνθεση του Τμήματος και. Ορίζει δικάσιμο την 2α Ιουνίου 1997 και εισηγητή τον Πάρεδρο Δ. Σκαλτσούνη. Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 11 Νοεμβρίου 1996 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 27ης Δεκεμβρίου 1996. Ο Πρόεδρος του Α Τμήματος Η Γραμματέας του Α Τμήματος Τ. Κούνδουρος Ε. Κουμεντέρη.