Έτος
1997
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 8 ΝΔ 95/1973
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Χήροι

 

Συντάξεις. Θάνατος ασφαλισμένης του ΙΚΑ. Η διαφοροποίηση σε βάρος του χήρου έναντι της χήρας δεν δικαιολογείται και αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος το σχετικό άρθρο 28 παρ. 6 του Ν. 4104/1960 (αντίθετη μειοψηφία).

Αριθμός 2435/1997

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α`

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 2 Ιουνίου 1997, με την εξής σύνθεση: Τ. Κούνδουρος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α Τμήματος, Φ. Κατζούρος, Αθ. Τσαμπάση, Γ. Παναγιωτόπουλος, Θ. Παπαευαγγέλου, Σύμβουλοι, Δ. Σκαλτσούνης, Μ. Πικραμένος, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη, Γραμματέας του Α Τμήματος.

Γιά να δικάσει την από 21 Νοεμβρίου 1994 αίτηση: τ ο υ "Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων" (ΙΚΑ), το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Θωμά Ζήγρα (Α.Μ. 2976), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

κατά του ..., κατοίκου ................, ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Δημήτριο Ροϊνιώτη (Α.Μ. 7409), που τον διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ιδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ` αριθ. 228/1994 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγητού, Παρέδρου Δ. Σκαλτσούνη.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση και τον πληρεξούσιο του αναιρεσιβλήτου, που ζήτησε την απόρριψή της.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι,

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

1. Επειδή για την κρινόμενη αίτηση καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (8686036, 8686037/1994 διπλότυπα Δ.Ο.Υ. Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών, 6266982, 2678801/1994 έντυπα παραβόλου).

2. Επειδή με την αίτηση αυτή το Ι.Κ.Α. ζητεί να αναιρεθεί η 228/1994 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης. Με την απόφαση αυτή έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσιβλήτου κατά της 1220/1990 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία είχε γίνει δεκτή προσφυγή του Ι.Κ.Α. κατά της 1280/115/1988 απόφασης της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτή ένσταση του αναιρεσιβλήτου κατά της 2311/1988 απόφασης του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος, με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα του αναιρεσιβλήτου να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω θανάτου της συζύγου του, ασφαλισμένης του Ιδρύματος. Ειδικότερα, με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση εξαφανίστηκε η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση και στη συνέχεια απορρίφθηκε η ως άνω προσφυγή του Ι.Κ.Α.

3. Επειδή το Τμήμα υπό πενταμελή σύνθεση παρέπεμψε με την 6252/1996 απόφαση την υπόθεση στην επταμελή του σύνθεση (άρθρο 14 παρ. 4 εδ. β` π.δ. 18/1989 - Α` 8).

4. Επειδή το Σύνταγμα ορίζει στο μεν άρθρο 4 ότι οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου (παρ. 1) και ότι οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις (παρ. 2), στο δε άρθρο 116 ότι οι υφιστάμενες διατάξεις που είναι αντίθετες στο άρθρο 4 παρ. 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο μέχρι την 31 Δεκεμβρίου 1982 (παρ. 1) και ότι αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος (παρ. 2).

5. Επειδή η προεκτεθείσα παράγραφος 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της γενικής αρχής της ισότητας (παρ. 1 του ίδιου άρθρου). Με τη ρύθμιση της διάταξης αυτής, που αφορά προδήλως και τις σχέσεις κοινωνικής ασφάλισης, αφ` ενός μεν απαγορεύεται η διαφοροποίηση του νομικού καθεστώτος των πολιτών με βάση τη διαφορά του φύλου, αφ` ετέρου δε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα. Αποκλίσεις από την πιο πάνω αρχή επιτρέπονται μόνο εφ` όσον τίθενται ευθέως ή προβλέπονται συγκεκριμένα από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους.

6. Επειδή εξ άλλου, με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951 (Α` 179), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν.δ. 4104/1960 (Α` 147), ορίζονται τα ακόλουθα: "Εν περιπτώσει θανάτου συνταξιούχου λόγω αναπηρίας ή γήρατος ή επιδοματούχου λόγω αναπροσαρμογής ή ησφαλισμένου έχοντος πραγματοποιήσει τουλάχιστον 1500 ημέρας εργασίας εξ ων 300 τουλάχιστον εντός των 5 ετών των αμέσως προηγουμένων εκείνου καθ` ο επήλθεν ο θάνατος ...... δικαιούνται συντάξεως κατά τας επομένας παραγράφους α) η χήρα ή ο άπορος και ανάπηρος χήρος, ου η συντήρησις εβάρυνε κυρίως την θανούσαν ......". Η διάταξη αυτή προβλέπει διαφορετική μεταχείριση του χήρου ασφαλισμένης ή συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. σε σχέση με τη χήρα ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος, με τη θέσπιση για το χήρο προσθέτων προϋποθέσεων συνταξιοδότησης. Η διαφοροποίηση όμως αυτή σε βάρος του χήρου έναντι της χήρας δεν δικαιολογείται, εν όψει και των συγχρόνων κοινωνικοοικονομικών δεδομένων και αντιλήψεων, από αποχρώντες λόγους αναφερόμενους στη διαφορά του φύλου. Η διάταξη άρα αυτή είναι ανίσχυρη, ως αντικείμενη στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος, κατά το μέρος που θεσπίζει ως πρόσθετες προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση του χήρου ασφαλισμένης ή συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. να είναι άπορος και ανάπηρος και η συντήρησή του να εβάρυνε κυρίως τη θανούσα. Συνεπώς, και προς αποκατάσταση της επιβαλλόμενης εν προκειμένω ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων, εφαρμοστέο είναι, από την εξεταζόμενη άποψη, για το χήρο ασφαλισμένης ή συνταξιούχου του Ι.Κ.Α., το συνταξιοδοτικό καθεστώς που ισχύει για τη χήρα ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος. Ο Σύμβουλος όμως Φ. ......... διατύπωσε την ακόλουθη άποψη : Η συνταξιοδότηση των χηρών των ασφαλισμένων ή συνταξιούχων του Ι.Κ.Α. αποβλέπει στην έμμεση ασφαλιστική κάλυψη των εγγάμων γυναικών, οι οποίες δεν άσκησαν ασφαλιστέο επάγγελμα διότι αφιερώθηκαν στη γέννηση και ανατροφή παιδιών και την προσφορά της προσωπικής τους εργασίας για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, κατά το άρθρο 1389 του Αστικού Κώδικα, όπως αυτό ήδη ισχύει. Οι συνθήκες αυτές δεν συντρέχουν για τους άνδρες και, συνεπώς, υφίστανται αποχρώντες λόγοι κατά το άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος, για τη διαφορετική μεταχείριση των γυναικών με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 του α.ν. 1846/1951, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 παρ. 3 του ν.δ. 4104/1960. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, η εφαρμογή της πιο πάνω διάταξης δεν μπορεί να επεκταθεί και στην περίπτωση των χήρων ασφαλισμένων ή συνταξιούχων του Ι.Κ.Α.

7. Επειδή από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο αναιρεσίβλητος με την από 15.5.1986 αίτησή του προς το Ι.Κ.Α. ζήτησε να συνταξιοδοτηθεί λόγω θανάτου στις 30.9.1983 της συζύγου του, ασφαλισμένης του Ιδρύματος. Ο Διευθυντής του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης με απόφασή του (2311/4.2.1988) απέρριψε την αίτηση για το λόγο ότι ο αναιρεσίβλητος, αν και άπορος και συντηρούμενος από τη σύζυγό του, δεν ήταν ανάπηρος. Κατά της απόφασης αυτής ο αναιρεσίβλητος άσκησε ένσταση ενώπιον της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ιδίου Υποκαταστήματος, η οποία με απόφασή της (1280/1988) την έκανε δεκτή, με το σκεπτικό ότι αυτός ήταν και ανάπηρος. Την απόφαση αυτή προσέβαλε το Ι.Κ.Α. ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, το οποίο με την 1220/1990 απόφασή του δέχτηκε την προσφυγή για το λόγο ότι ο αναιρεσίβλητος δεν συγκέντρωνε τις απαιτούμενες από το άρθρο 28 παρ. 6 εδ. α` του α.ν. 1846/1951 προϋποθέσεις, επειδή δεν είχε αποδειχθεί ότι κατά το χρόνο θανάτου της συζύγου του ήταν ανάπηρος. Την απόφαση αυτή εξεκάλεσε ο αναιρεσίβλητος. Το Διοικητικό Εφετείο Θεσσαλονίκης δέχτηκε με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 εδ. α` του α.ν. 1846/1951, με την οποία, γενικά και απόλυτα, χωρίς κανένα περαιτέρω κριτήριο, η χήρα συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του χήρου, βρίσκεται σε αντίθεση προς τη συνταγματική επιταγή της ισότητας των δύο φύλων και δεν μπορεί να στηριχθεί στο άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, έκρινε το διοικητικό εφετείο, η ως άνω διάταξη είναι ανίσχυρη, ως αντισυνταγματική από 1.1.1983, σύμφωνα με το άρθρο 116 παρ. 1 του Συντάγματος. Περαιτέρω, το δικαστήριο έκρινε ότι η ισότητα των δύο φύλων, που καθιερώνεται από τα άρθρα 4 και 116 του Συντάγματος αλλά και από το κοινοτικό δίκαιο είναι ισότητα δημιουργική, υπό την έννοια ότι δεν υποχρεώνει απλά το νομοθέτη σε ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, αλλά ότι δημιουργεί αντίστοιχα, κατά τρόπο θετικό, για τα πρόσωπα καθενός από τα δύο φύλα το δικαίωμα να αξιώνουν δικαστικώς την επέκταση και σ` αυτά των τυχόν αδικαιολόγητα ευνοϊκότερων διατάξεων που ισχύουν για το άλλο φύλο. Κατ` ακολουθίαν τούτων, το διοικητικό εφετείο, λαμβάνοντας υπ` όψη ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 εδ. α` του α.ν. 1846/1951, προβλέπουσα την εφαρμογή δύο διαφορετικών συστημάτων συντάξεων επιζώντων, αναλόγως του αν ο αποβιώσας ασφαλισμένος του Ι.Κ.Α. ήταν ανδρικού ή γυναικείου φύλου, παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης των φύλων, την έκρινε ανίσχυρη ως αντισυνταγματική και επομένως ανεφάρμοστη. Περαιτέρω, το αυτό δικαστήριο, προκειμένου να διασφαλίσει την ισότητα των φύλων, όσον αφορά το συνταξιοδοτικό σύστημα, δέχτηκε ότι έπρεπε να εφαρμοσθεί στην προκειμένη περίπτωση, η διάταξη του α.ν. 1846/1951 που αφορά τη συνταξιοδότηση της χήρας. Κατά συνέπεια, έκρινε το δικαστήριο, η πρωτόδικη κρίση ήταν εσφαλμένη και, για το λόγο τούτο, έπρεπε να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση, περαιτέρω δε να εκδικασθεί η προσφυγή του Ι.Κ.Α. και να απορριφθεί.

8. Επειδή, κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρίση του διοικητικού εφετείου είναι νόμιμη, παρ` ότι στηρίζεται σε αιτιολογία κάπως διαφορετική από την αναφερθείσα στην έκτη σκέψη. Με την κρινόμενη αίτηση υποστηρίζονται τα αντίθετα και συγκεκριμένα ότι η ευμενέστερη μεταχείριση της χήρας για λόγους μεγαλύτερης προστασίας της, δεν εισάγει δυσμενή διάκριση σε βάρος του χήρου, αποτελεί δε επιτρεπτή απόκλιση από τα οριζόμενα στο άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 116 παρ. 2 αυτού. Σύμφωνα όμως με όλα όσα προαναφέρθηκαν, οι λόγοι αυτοί πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι, καθώς και η αίτηση στο σύνολό της.

Διά ταύτα

Απορρίπτει την αίτηση αναιρέσεως.