Η διαφορετική νομοθετική μεταχείριση του χήρου ασφαλισμένου ασφαλισμένης ή συνταξιούχου του ΙΚΑ, που είναι εις βάρος του έναντι της αντίστοιχης μεταχείρισης της χήρας ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του εν λόγω ιδρύματος, αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρη.
Τριμ. Διοικ. Πρωτοδ. Αθηνών 5647/1999 Πρόεδρος: ΚΡ. ΔΡΥΓΙΑΝΟΥ - ΚΑΡΑΚΕΧΑΓΙΑ Εισηγήτρια: ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΡΟΜΠΑ Δικηγόροι: Σοφία Σπηλιωτοπούλου - Κουκούλη, Σοφία Μπίκου. Απόσπασμα: ..................................................... Επειδή, η κρινόμενη προσφυγή στρέφεται κατά της υπ` αριθμ. 1191/103/18.11.1997 αποφάσεως της Τ.Δ.Ε. υπ/τος Ι.Κ.Α. Ν. Ιωνίας, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση του προσφεύγοντος κατά της υπ` αριθμ. 2345/23.12.1996 αποφάσεως του Διευθυντού του ιδίου Υπ/τος Ι.Κ.Α., που απέρριψε το αίτημα αυτού να του χορηγηθεί σύνταξη λόγω θανάτου της συζύγου του, ασφαλισμένης του Ι.Κ.Α. Η προσφυγή αυτή είναι αρμοδιότητας του Δικαστηρίου τούτου και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω το τυπικά παραδεκτό της ασκήσεώς της. Επειδή, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 παρ 1 του Π.Δ. 341/1978 (ΦΕΚ 71 Α`), η προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου ασκείται μέσα σε προθεσμία 60 ημερών, η οποία αρχίζει από την επομένη της κοινοποιήσεως ή δημοσιεύσεως, όταν αυτή επιβάλλεται από το νόμο, της προσβαλλόμενης πράξεως, ή άλλως από τότε που ο προσφεύγων έλαβε γνώση αυτής. Εξάλλου, από το άρθρο 18 του ίδιου Π.Δ/τος συνάγεται ότι η επίδοση των προ της ασκήσεως της προσφυγής εγγράφων, όπως είναι οι αποφάσεις των οργάνων του Ι.Κ.Α., ενεργείται σύμφωνα με την περί αυτού νομοθεσία. Ετσι, το άρθρο 9 του Κανονισμού Ασφαλιστικής Αρμοδιότητας (Α.Υ.E. 57440/13.1.1938 ΦΕΚ 33 Β`) του Ι.Κ.Α. το οποίο διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 122 παρ. 2 του Κανονισμού Ασφαλίσεως Ι.Κ.Α. (A.Υ.E. 55575/18.11.1965 ΦΕΚ 816/7.12.1965 Β`) ορίζει ότι: "Αι αποφάσεις ανακοινούνται εις τους ενδιαφερομένους, είτε προφορικώς είτε δι` επιδόσεως εγγράφου επί αποδείξει παραλαβής. Αι υπό των συλλογικών οργάνων εκδιδόμεναι αποφάσεις, αι εν όλω ή εν μέρει απορριπτικαί αιτήσεως αποφάσεις, ως και αι αποφάσεις αι αφορώσαι ... καταλογισμόν ή καθορισμόν υποχρεώσεως ... εκδίδονται εγγράφως και ανακοινούνται εις τον ενδιαφερόμενον, δι` επιδόσεως επί αποδείξει παραλαβής...". Επειδή, στην κρινόμενη υπόθεση δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα, εφόσον δεν προσκομίζεται σχετικό αποδεικτικό επιδόσεως. Συνεπώς, η προσφυγή θεωρείται ως ασκηθείσα προ της επιδόσεως της πράξεως και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί στην ουσία. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο μεν άρθρο 4 ότι οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου (παρ. 1) και ότι οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις (παρ. 2), στο δε άρθρο 116 ότι οι υφιστάμενες διατάξεις που είναι αντίθετες στο άρθρο 4 παρ. 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1982 (παρ. 1) και ότι οι αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος (παρ. 2). Επειδή, η προεκτεθείσα παράγραφος 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της γενικής αρχής της ισότητας (παρ. 1 του ίδιου άρθρου). Με τη ρύθμιση της διατάξεως αυτής, που αφορά προδήλως και τις σχέσεις κοινωνικής ασφαλίσεως, αφενός μεν απαγορεύεται η διαφοροποίηση του νομικού καθεστώτος των πολιτών με βάση τη διαφορά του φύλου, αφετέρου δε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα. Αποκλίσεις από την πιο πάνω αρχή επιτρέπονται μόνο εφόσον τίθενται ευθέως ή προβλέπονται συγκεκριμένα από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους. Η καθιερούμενη δε ισότητα των δυο φύλων με τις ανωτέρω διατάξεις είναι ισότητα δημιουργική, με την έννοια ότι δεν υποχρεώνει απλά τον νομοθέτη σε ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών, αλλά ότι δημιουργεί αντίστοιχα, κατά τρόπο θετικό, για τα πρόσωπα καθενός από τα δύο, φύλα το δικαίωμα να αξιώνουν δικαστικώς την επέκταση και σ` αυτά των τυχόν αδικαιολόγητο ευνοϊκότερων διατάξεων που ισχύουν για το άλλο φύλο (Σ.τ.Ε. 2435/1997). Επειδή, εξάλλου, με τη διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6α του Α.Ν. 1846/1951 (ΦΕΚ 179 Α`), όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 6α του άρθρου 27 του Ν. 1902/1990 (ΦΕΚ 138 Α`), ορίζονται τα ακόλουθα: "Σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου λόγω γήρατος ή αναπηρίας οποιασδήποτε βαθμίδας, ή επιδοματούχου λόγω αναπροσαρμογής ή ασφαλισμένου που έχει πραγματοποιήσει τουλάχιστον χίλιες πεντακόσιες (1.500) ημέρες εργασίας, από τις οποίες τριακόσιες (300) τουλάχιστον κατά τα πέντε (5) έτη που προηγούνται άμεσα του έτους που επήλθε ο θάνατος, ή ασφαλισμένου που έχει πραγματοποιήσει τον απαιτούμενο κατά περίπτωση από την παράγραφο 4 εδάφιο α` αριθμό ημερών εργασίας, έχουν δικαίωμα για σύνταξη κατά τα επόμενα εδάφια: α) η χήρα ή ο χήρος, του οποίου η συντήρηση εβάρυνε κυρίως την θανούσα και εφ` όσον είναι ανάπηρος κατά την έννοια της παραγράφου 5 εδάφιο β` του παρόντος". Η διάταξη αυτή προβλέπει διαφορετική μεταχείριση του χήρου ασφαλισμένης ή συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. σε σχέση με την χήρα ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος, με τη θέσπιση για το χήρο πρόσθετων προϋποθέσεων συνταξιοδοτήσεως. Η διαφοροποίηση όμως αυτή σε βάρος του χήρου έναντι της χήρας δεν δικαιολογείται, ενόψει και των συγχρόνων κοινωνικοασφαλιστικών δεδομένων και αντιλήψεων από αποχρώντες λόγους αναφερόμενους στη διαφορά του φύλου. Η διάταξη άρα αυτή είναι ανίσχυρη, ως αντικειμένη στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος, κατά το μέρος που θεσπίζει ως πρόσθετες προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση του χήρου ασφαλισμένης ή συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. να είναι ανάπηρος και η συντήρησή του να εβάρυνε κυρίως την θανούσα. Συνεπώς, και προς αποκατάσταση της επιβαλλόμενης εν προκειμένω ίσης μεταχειρίσεως των δυο φύλων, εφαρμοστέο είναι, από την εξεταζόμενη άποψη, για το χήρο ασφαλισμένης ή συνταξιούχου του Ι.Κ.Α., το συνταξιοδοτικό καθεστώς που ισχύει για τη χήρα ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ιδρύματος (Σ.τ.Ε. 2435/1997). Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο προσφεύγων με την υπ` αριθμ. 1171/23.10.1996 αίτησή του προς το Υπ/μα Ι.Κ.Α. Ν. Ιωνίας ζήτησε να συνταξιοδοτηθεί λόγω θανάτου στις 3.10.1996 της συζύγου του Σοφίας, ασφαλισμένης του Ιδρύματος. Ο Διευθυντής του ανωτέρω Υπ/τος Ι.Κ.Α. με την υπ` αριθμ. 2345/23.12.1996 απόφασή του απέρριψε την αίτηση αυτή για το λόγο ότι δεν συνέτρεχαν οι από τον νόμο οριζόμενες πρόσθετες προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση του χήρου ασφαλισμένης του Ιδρύματος. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε την υπ` αριθμ. 21910/3.4.1997 ένστασή του ενώπιον της Τ.Δ..Ε του ίδιου Υπ/τος, η οποία με την υπ` αριθμ. 1181/103/18.11.1997 απόφασή της απέρριψε την ένσταση. Ηδη, με την κρινόμενη προσφυγή και το παραδεκτώς κατατεθέν υπόμνημά του, ο προσφεύγων ζητεί την ακύρωση της ανωτέρω αποφάσεως της Τ.Δ.Ε., ισχυριζόμενος ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 του Α.Ν. 1846/1951 που θεσπίζει για το χήρο πρόσθετες προϋποθέσεις συνταξιοδοτήσεως αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος, καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Ε.Σ.Δ.Α. και το άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, του κυρώθηκε με τον Ν. 2462/1997. Εξάλλου, το καθού η προσφυγή Ιδρυμα με το υπόμνημά του, επικαλούμενο τις διατάξεις του Ν. 2676/1999, υποστηρίζει ότι διέπεται η ένδικη περίπτωση από τις διατάξεις αυτές. Ομως ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού ο ανωτέρω νόμος, ο οποίος δημοσιεύθηκε μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης αποφάσεως και ενόσω ήταν εκκρεμής η κρινόμενη υπόθεση δεν περιέχει ορισμό στην μεταβατική του διάταξη (άρθρο 62 παρ. 5 εδ. β`) ότι καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς ή συζητηθείσες ενώπιον των Δικαστηρίων υποθέσεις. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 6 του Α.Ν. 1846/1951, προβλέπουσα την εφαρμογή δύο διαφορετικών συστημάτων συντάξεων επιζώντων, αναλόγως του αν ο αποβιώσας ασφαλισμένος του Ι.Κ..Α είναι ανδρικού ή γυναικείου φύλου, παραβιάζει, όπως προαναφέρθηκε στην μείζονα σκέψη, την αρχή της ίσης μεταχείρισης των φύλων, κρίνει αυτή ανίσχυρη ως αντισυνταγματική και επομένως ανεφάρμοστη. Περαιτέρω δε, το Δικαστήριο, προκειμένου να διασφαλίσει την ισότητα των φύλων, όσον αφορά το συνταξιοδοτικό σύστημα,κρίνει ότι πρέπει να εφαρμοστεί στην προκείμενη περίπτωση η διάταξη του Α.Ν. 1846/1951 του αφορά τη συνταξιοδότηση της χήρας και να απορριφθούν ως αβάσιμα όσα αντίθετα υποστηρίζει το καθού η προσφυγή Ιδρυμα. Επειδή, κατόπιν αυτών, πρέπει να γίνει δεκτή η προσφυγή, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίων σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ. 3 του Π.Δ. 341/978. .................................................................