Έτος
2001
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 2 παρ. 1 περ. β' του ΒΔ 665/1962
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άνδρες σύζυγοι / ασφάλισή τους ως προστατευόμενο μέλος

 

…Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, για την άσκηση της οποίας κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο και στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου και κατά της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών – Πειραιώς, ζητείται η ακύρωση της 51042/15.5.00 αρνητικής απάντησης (πράξης) του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Υγειονομικής Περίθαλψης της Νομαρχίας Αθηνών Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών- Πειραιώς με την οποία απορρίφθηκε αίτημα της προσφεύγουσας υπαλλήλου του Δημοσίου, περί ασφαλίσεως του συζύγου της, ως προστατευομένου μέλους, για παροχή υγειονομικής περίθαλψης από το Δημόσιο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 1 του Β.Δ. 665/1962. Το Δικαστήριο τούτο είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της προσφυγής αυτής (άρθρο 29 παρ. 2 περ. ε΄ του Ν. 2721/99, Φ. 112), η οποία κατά το μέρος που στρέφεται κατά της Νομαρχίας Αθηνών Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών- Πειραιώς πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να εξεταστεί κατ’ ουσίαν.

Εξάλλου, η προσφυγή, κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποιήσεως τούτου. Και αυτό γιατί, εφόσον η προσβαλλόμενη με την προσφυγή πράξη εκδόθηκε από όργανο της Διεύθυνσης Υγειονομικής Περίθαλψης της Νομαρχίας Αθηνών Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Αθηνών - Πειραιώς και η τελευταία αυτή είναι, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2218/1994, αυτοτελές Ν.Π.Δ.Δ. με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια, το νομικό αυτό πρόσωπο δημοσίου δικαίου και μόνο αυτό νομιμοποιείται παθητικώς, σύμφωνα με το άρθρο 65 παρ. 1 του Κ.Διοικ.Δ. (Ν. 2717/1999), για διεξαγωγή της παρούσας δίκης και όχι και το Ελληνικό Δημόσιο, όπως το τελευταίο αυτό βασίμως υποστηρίζει.

Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 4 ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις» (παρ. 2) και στο άρθρο 116 ότι «Διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παράγραφος 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31 Δεκεμβρίου 1982» (παρ. 1) και ότι «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος» (παρ. 2). Με τις διατάξεις αυτές, που αποτελούν ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσεως και της νομικής αντιμετωπίσεως των σχέσεων των δύο φύλων, αφενός μεν απαγορεύεται η διαφοροποίηση του νομικού καθεστώτος των πολιτών με βάση τη διαφορά του φύλου αφετέρου δε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα. Έτσι, οι διατάξεις οι οποίες περιέχουν ρυθμίσεις ευμενείς ή δυσμενείς για το ένα φύλο, με βάση το κριτήριο του φύλου, είναι ανίσχυρες εξαιτίας της αντίθεσής τους στο προαναφερόμενο άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων είναι θεμιτές μόνον εφόσον τίθενται ευθέως ή προβλέπονται συγκεκριμένα από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους αναγόμενους είτε στην ανάγκη μείζονος προστασίας της γυναίκας και μάλιστα στα θέματα της μητρότητας, του γάμου και της οικογένειας είτε σε καθαρώς βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή τη διάφορη μεταχείριση ενόψει του αντικειμένου της υπό ρύθμιση σχέσεως (βλ. Σ.τ.Ε. 2886/1995, 1067/1994, Σ.τ.Ε. 1379/1998, Ε.Δ.Κ.Α. 1998 σελ. 472, Σ.τ.Ε. 4325/1988 Ε.Δ.Κ.Α. 1989 σελ. 222).

Επειδή στο άρθρο 1 παρ. 1 του Β.Δ. 665/1962 «Υγειονομική περίθαλψη τακτικών δημόσιων υπαλλήλων, στρατιωτικών και συνταξιούχων» (ΦΕΚ Α΄ 167) ορίζεται ότι «1. Το Δημόσιον υποχρεούται εις την υγειονομικήν περίθαλψιν: α) των τακτικών δημοσίων πολιτικών υπαλλήλων β) των εν άρθρων 2 του παρόντος προβλεπομένων μελών των οικογενειών των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων, γ)…» και στο άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου Β.Δ. ορίζεται ότι: «1. Μέλη της οικογενείας του υπαλλήλου δικαιούμενα της εν άρθρω 1 περιθάλψεως είναι: α) Η σύζυγος, β) Επί θηλέων υπαλλήλων, ο συνεπεία νόσου, τραύματος ή γήρατος ανίκανος προς άσκησιν βιοποριστικού επαγγέλματος και άπορος σύζυγος, της ανικανότητάς του βεβαιουμένης δια γνωματεύσεως της οικείας Υγειονομικής Επιτροπής του άρθρου 11 του Ν. 1811/1951, γ)…». Η διάταξη αυτή του άρθρου 2 παρ. 1 του Β.Δ. 665/1962 προβλέπει διαφορετική μεταχείριση του συζύγου ασφαλισμένης του δημοσίου για παροχή υγειονομικής περίθαλψης σε σχέση με τη σύζυγο ασφαλισμένου του Δημοσίου με τη θέσπιση για τον σύζυγο προσθέτων προϋποθέσεων για ασφάλισή του από τη σύζυγό του προς παροχή υγειονομικής περίθαλψης από το Δημόσιο, αφού προβλέπει ότι η σύζυγος ασφαλισμένου του Δημοσίου δικαιούται κατά το άρθρο 1 του Δ/τος αυτού υγειονομικής περίθαλψης χωρίς καμία άλλη προϋπόθεση πέραν της ιδιότητας του συζύγου της ως δημοσίου υπαλλήλου, ενώ για τον σύζυγο ασφαλισμένης του Δημοσίου απαιτεί, πέραν της ιδιότητας της συζύγου του ως δημοσίου υπαλλήλου, και τη συνδρομή των προϋποθέσεων της απορίας, της ανικανότητας αυτού για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος. Η διαφοροποίηση όμως αυτή σε βάρος του συζύγου ασφαλισμένης του Δημοσίου έναντι της συζύγου ασφαλισμένου του Δημοσίου δεν δικαιολογείται, ενόψει των σύγχρονων κοινωνικοοικονομικών δεδομένων και αντιλήψεων, από αποχρώντες λόγους αναφερόμενους στη διαφορά του φύλου. Επομένως, η διάταξη αυτή του άρθρου 2 παρ. 1 περ. β΄ του Β.Δ. 665/1962 είναι ανίσχυρη ως αντικείμενη στα άρθρα 4 παρ. 2 και 116 του Συντάγματος, κατά το μέρος που θεσπίζει ως πρόσθετες προϋποθέσεις για την παροχή υγειονομικής περίθαλψης στον σύζυγο ασφαλισμένης του Δημοσίου να είναι άπορος και ανίκανος για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος. Συνεπώς, και προς αποκατάσταση της επιβαλλόμενης εν προκειμένω ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων, εφαρμοστέο είναι από την εξεταζόμενη άποψη και για τον σύζυγο ασφαλισμένης του Δημοσίου, το νομοθετικό καθεστώς που ισχύει για τη σύζυγο ασφαλισμένου του Δημοσίου για παροχή υγειονομικής περίθαλψης, δηλαδή η ασφάλισή του με μόνη προϋπόθεση την ιδιότητα της συζύγου του ως δημοσίου υπαλλήλου, ασφαλισμένης στο Δημόσιο (πρβλ. Σ.τ.Ε. 2439/1997).

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Η προσφεύγουσα, δημόσιος υπάλληλος και ασφαλισμένη για υγειονομική περίθαλψη στο Δημόσιο, με την 51042/24.4.2000 αίτησή της, που υπέβαλε στη Διεύθυνση Υγειονομικής Περίθαλψης της Νομαρχίας Αθηνών, ζήτησε να ασφαλίσει τον σύζυγό της Κ.Α. ως προστατευόμενο μέλος της οικογενείας της για παροχή υγειονομικής περίθαλψης στον δικό της ασφαλιστικό φορέα (Δημόσιο), δηλώνοντας ότι αυτός δεν είναι ασφαλισμένος από κανένα ασφαλιστικό φορέα (δημόσιο ή ιδιωτικό). Το αίτημά της αυτό απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη πράξη του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης Υγειονομικής Περίθαλψης της Νομαρχίας Αθηνών Ν.Α. Αθηνών – Πειραιώς, με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Β.Δ. 665/1962 η σύζυγος – ασφαλισμένη του Δημοσίου δικαιούται να ασφαλίσει στο Δημόσιο τον σύζυγό της, ως προστατευόμενο μέλος της οικογενείας της μόνον εφόσον αυτός είναι άπορος και ανίκανος προς άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος, η δε ανικανότητά του αυτή να βεβαιώνεται με γνωμάτευση της οικείας υγειονομικής επιτροπής, προϋποθέσεις οι οποίες όμως δεν συνέτρεχαν στην περίπτωση του συζύγου της. Ήδη, η προσφεύγουσα με την κρινόμενη προσφυγή και το επ’ αυτής υπόμνημα κατά την ακύρωση της ως άνω πράξεως ισχυριζόμενη ότι η διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Β.Δ. 665/1962, κατά το μέρος που απαιτεί για την παροχή υγειονομικής περίθαλψης στο σύζυγο ασφαλισμένης του Δημοσίου την συνδρομή επιπλέον προϋποθέσεων από αυτές που απαιτεί για την ασφάλιση του συζύγου ασφαλισμένου του Δημοσίου, αντίκειται στην καθιερούμενη από το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος αρχή της ισότητας των δύο φύλων, καθώς και σε διατάξεις του Κοινοτικού Δικαίου (άρθρο 119 της Συνθήκης της Ρώμης και των οδηγιών 79/7/Ε.Ο.Κ. 76/207/Ε.Ο.Κ.). Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι ο σύζυγός της συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις ασφαλίσεώς του για υγειονομική περίθαλψη στο Δημόσιο καθόσον αυτός είναι άνεργος και δεν είναι ασφαλισμένος σε κανένα ασφαλιστικό φορέα (δημόσιο ή ιδιωτικό), προσκομίζει δε περί τούτου σχετική υπεύθυνη δήλωσή της κατά το Ν. 1599/1986.

Επειδή, με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά, η θέσπιση, με τη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 1 του Β.Δ. 665/1962 για τον σύζυγο ασφαλισμένης του Δημοσίου πρόσθετων προϋποθέσεων επιπλέον από εκείνες που προβλέπονται για την παροχή υγειονομικής περίθαλψης στο σύζυγο ασφαλισμένου του Δημοσίου είναι αντίθετη προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας των δύο φύλων, για την αποκατάσταση της οποίας πρέπει να εφαρμοστεί και για το σύζυγο ασφαλισμένης του Δημοσίου το ίδιο νομοθετικό καθεστώς που ισχύει για τη σύζυγο δημοσίου υπαλλήλου ασφαλισμένου στο Δημόσιο, η οποία δικαιούται υγειονομικής περίθαλψης με μόνη προϋπόθεση την ιδιότητα του συζύγου της ως δημοσίου υπαλλήλου – ασφαλισμένου στο Δημόσιο, χωρίς τη συνδρομή πρόσθετων προϋποθέσεων της απορίας και ανικανότητας για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος και ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση, το αίτημα της προσφεύγουσας για ασφάλιση του συζύγου της για υγειονομική περίθαλψη στο Δημόσιο απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση λόγω μη συνδρομής των πρόσθετων προϋποθέσεων της απορίας και ανικανότητας αυτού για άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος που απαιτούνται από την προαναφερόμενη διάταξη για ασφάλιση του συζύγου έναντι της συζύγου ασφαλισμένου του Δημοσίου, κρίνει ότι ο σύζυγος της προσφεύγουσας, δικαιούται κατ’ εφαρμογή και επ’ αυτού της ανωτέρω ρυθμίσεως του άρθρου 2 παρ. 1 περ. α΄ του Β.Δ. 665/62 που ισχύει για τη σύζυγο ασφαλισμένου του Δημοσίου παροχής υγειονομικής περίθαλψης από το Δημόσιο με τις ίδιες προϋποθέσεις που ισχύουν για τη σύζυγο ασφαλισμένου του Δημοσίου. Επομένως, μη νόμιμα απορρίφθηκε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας για το λόγο δε αυτόν η απόφαση αυτή πρέπει ν’ ακυρωθεί κατά παραδοχή της προσφυγής. Περαιτέρω, επειδή, λόγω της απόρριψης του αιτήματος της προσφεύγουσας με την παραπάνω αιτιολογία, δεν εξετάστηκαν οι λοιπές προϋποθέσεις υπαγωγής του συζύγου της στην ασφάλιση του Δημοσίου για παροχή υγειονομικής περίθαλψης, πρέπει να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διεύθυνση Υγειονομικής Περίθαλψης της Νομαρχίας Αθηνών – Ν.Α. Αθηνών – Πειραιώς για να ερευνηθεί εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές.

Επειδή, μετά από αυτό, πρέπει να απορριφθεί η προσφυγή κατά το μέρος που στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου να γίνει δεκτή αυτή κατά το μέρος που στρέφεται κατά της Διεύθυνσης Υγειονομικής Περίθαλψης της Νομαρχίας Αθηνών, να ακυρωθεί η προσβολλόμενη απόφαση, να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό και να αποδοθεί στην προσφεύγουσα το παράβολο, κατ’ άρθρο 277 παρ. 9 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Τέλος, το Δικαστήριο, εκτιμώντας τις περιστάσεις, απαλλάσσει τη Νομαρχία Αθηνών, Ν.Α. Αθηνών-Πειραιώς από τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, κατ’ άρθρο 275 αρ. 1 του Κ.Δ.Δ.