Προσαύξηση της σύνταξης λόγω οικογενειακών βαρών. Δεν αποτελεί μέρος του μισθού και κατ` επέκταση της σύνταξης και δεν εμπίπτει στην έννοια της αμοιβής. Αντίθετα αποτελεί οικονομική ενίσχυση των συνταξιούχων όταν ο σύζυγός τους δεν εργάζεται ή δεν συνταξιοδοτείται. Αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι πρέπει η προσαύξηση να καταβάλλεται σε όλους τους συνταξιούχους χωρίς καμία διάκριση. Παραβίαση της αρχής της ισότητας των φύλων και της ΟΔΕΟΚ 79/7 από το άρ. 59 παρ. 3 του καταστατικού ταμείου ασφάλισης προσωπικού Εθνικής Ασφαλιστικής, γιατί ενώ προβλέπει για τους άνδρες προσαύξηση στη σύνταξή τους κατά 10% λόγω οικογενειακών βαρών, και δη επειδή οι γυναίκες τους δεν εργάζονται ή δεν συνταξιοδοτούνται, δεν αναγνωρίζει την προσαύξηση στις γυναίκες συνταξιούχους με τις ίδιες προϋποθέσεις, αλλά θέτει άλλες, και δη ότι ο σύζυγός τους είναι ανάπηρος ή άπορος.
Διοικ. Εφετείου Αθηνών 4611/2001
Πρόεδρος: ΚΩΝ/ΝΟΣ ΚΟΥΛΟΥΡΙΩΤΗΣ Εισηγητής: ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΑΣΙΑΔΑΚΗΣ Δικηγόροι: Μ. ΧΑΪΝΤΑΡΛΗΣ, ΠΑΝ. ΠΑΝΑΓΑΚΟΠΟΥΛΟΣ
Επειδή, η κρινόμενη έφεση, κατά της 7292/99 οριστικής απόφασης του Τριμ. Διοικ. Πρωτοδ. Αθηνών, η οποία απέρριψε αγωγή των ήδη εκκαλούντων, με την οποία ζητούσαν να αναγνωρισθεί ότι το εφεσίβλητο Ταμείο Ασφαλίσεως Προσωπικού Εθνικής Ασφαλιστικής (Τ.Α.Π.Ε.Α.) υποχρεούται να τους καταβάλει τα αναφερόμενα στην αγωγή, για τον καθένα από αυτούς ποσά, ως προσαύξηση κατά 10% λόγω οικογενειακών βαρών, της λαμβανόμενης από αυτούς σύνταξης, αρμόδια φέρεται για κρίση στο Δικαστήριο αυτό, αφού κατατέθηκε δε το νόμιμο παράβολο και ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, είναι τυπικά δεκτή και ερευνητέα στην ουσία.
Επειδή, στην παρ. 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: "οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου" ενώ στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ότι: "Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις". Με την πρώτη από τις παραπάνω συνταγματικές διατάξεις καθιερώνεται νομικός κανόνας, ο οποίος επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που βρίσκονται κάτω από τις ίδιες συνθήκες και ο οποίος δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της πολιτείας και ειδικότερα τόσο τον κοινό νομοθέτη κατά την ενάσκηση της λειτουργίας που αναθέτουν σ` αυτόν οι οικείες συνταγματικές διατάξεις, όσο και τη Διοίκηση, όταν προβαίνει σε ρυθμίσεις ή λαμβάνει μέτρα που έχουν κανονιστικό χαρακτήρα (Σ. τ. Ε. 2380/60), ενώ με τη δεύτερη αφενός μεν απαγορεύεται η διαφοροποίηση του νομικού καθεστώτος των πολιτών με βάση τη διαφορά του φύλου, αφετέρου δε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα (Σ.τ.Ε. 1379/98). Εξάλλου, σύμφωνα με την οδηγία 79/7/ Ε.Ο.Κ. του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1978 "περί της προοδευτικής εφαρμογής της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ ανδρών και γυναικών σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως", η οποία, κατά το άρθρο 3 αυτής, εφαρμόζεται στα νομικά συστήματα που εξασφαλίζουν προστασία κατά του κινδύνου του γήρατος, καθώς και προκειμένου για οικογενειακές παροχές που χορηγούνται ως προσαύξηση παροχών που οφείλονται λόγω των κινδύνων που αναφέρονται σ` αυτό το άρθρο (γήρατος κ.λπ.), η αρχή της ίσης μεταχείρισης συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, σε συσχετισμό ιδίως με την οικογενειακή κατάσταση και ιδιαίτερα όσον αφορά τον υπολογισμό των παροχών συμπεριλαμβανομένων των προσαυξήσεων λόγω συζύγου και προστατευομένων προσώπων και τις προϋποθέσεις διάρκειας και διατηρήσεως του δικαιώματος επί των παροχών (άρθρο 4 της οδηγίας). Η περίοδος του χρόνου εντός του οποίου τα κράτη μέλη θέτουν σε ισχύ τις νομοθετικές κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι αναγκαίες για να συμμορφωθούν στην οδηγία αυτή (εξαετία από της κοινοποιήσεως, άρθρο 8 της οδηγίας) έληξε στις 23.12.84. Ειδικώς για την Ελλάδα η προθεσμία αυτή, δυνάμει του άρθρου 4 παρ. 2 εδ. α` του Ν. 1338/83 (ΦΕΚ Α` 34), έληξε στις 31.12.85. Συνεπώς, και σύμφωνα με όσα γίνονται παγίως δεκτά από το Δ.Ε.Κ., εφόσον δεν έχει εκτελεστεί η οδηγία, μπορεί να ζητηθεί από το διάδικο η εφαρμογή του άρθρου 4 της οδηγίας 79/7 του Συμβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 1978 περί απαγορεύσεως κάθε διακρίσεως που στηρίζεται στο φύλο σε θέματα κοινωνικής ασφαλίσεως προκειμένου να αποκρουστεί η εφαρμογή κάθε εθνικής διατάξεως ασυμβίβαστης προς το παραπάνω άρθρο 4. Ελλείψει εθνικών μέτρων εφαρμογής του προαναφερθέντος άρθρου, οι γυναίκες έχουν δικαίωμα ίσης μεταχειρίσεως και υπαγωγής στο ίδιο καθεστώς με τους άνδρες που βρίσκονται στην ίδια κατάσταση. Το καθεστώς αυτό εξακολουθεί να αποτελεί, εφόσον η παραπάνω οδηγία δεν έχει εκτελεστεί, το μόνο νόμιμο σύστημα αναφοράς. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να επικαλεστούν τη διακριτική εξουσία που διαθέτουν ως προς την επιλογή των μέσων για της εφαρμογή της ίσης μεταχείρισης σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης, την οποία προβλέπει η οδηγία 79/7, προκειμένου να στερήσουν από κάθε έννομο αποτέλεσμα το άρθρο 4 παρ. 1,του οποίου η εφαρμογή μπορεί να ζητηθεί δικαστικώς παρά το γεγονός ότι η εν λόγω οδηγία δεν έχει εκτελεστεί στο σύνολό της. Εξάλλου, στην παρ. 3 του άρθρου 59 του Καταστατικού του Τ.Α.Π.Ε.Α., που εγκρίθηκε με την 28/390/72 απόφαση του Υπουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών (ΦΕΚ 220/11.372), ορίζεται ότι: "Αι χορηγούμεναι υπό του Ταμείου συντάξεις, ανεξαρτήτως ποσού, προσαυξάνονται λόγω οικογενειακών βαρών κατά ποσοστόν της βασικής συντάξεως ως κάτωθι: α) Δια την σύζυγον 10% εφ` όσον αυτή δεν ασκεί επάγγελμα τι ή δεν είναι συνταξιούχος Ασφαλιστικού Οργανισμού ή του Δημοσίου, ως και δια τον ανάπηρον και άπορον σύζυγον. β) Δι` έκαστον τέκνον 5%, εφ` όσον ...".
Επειδή, η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 59 του Καταστατικού του Τ.Α.Π.Ε.Α. είναι ανίσχυρη, ως αντικείμενη στη διάταξη, αρχικώς μεν του άρθρου 4 παρ. 2 του Συντάγματος του 1975, ήδη δε από 31.12.85 του άρθρου 4 παρ. 1 της οδηγίας 79/7, κατά το μέρος που εισάγει άμεση διάκριση στην παροχή οικογενειακού επιδόματος ως προσαυξήσεως της συντάξεως γήρατος σε βάρος των γυναικών ασφαλισμένων σε σχέση με τους άνδρες ασφαλισμένους δικαιούχους παροχής συντάξεως γήρατος για το διάδικο Ταμείο. Και τούτο γιατί στις γυναίκες, αντίθετα από ότι συμβαίνει με τους άνδρες ασφαλισμένους, δεν θεμελιώνεται δικαίωμα, στην παροχή της προσαύξησης της συντάξεως γήρατος λόγω οικογενειακών βαρών όταν ο σύζυγος, απλώς δεν ασκεί κάποιο επάγγελμα ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή του Δημοσίου, αλλά για τη θεμελίωση του δικαιώματος στην παροχή αυτή απαιτείται ο σύζυγος να είναι ανάπηρος ή άπορος. Πρέπει, συνεπώς, εφόσον η ανισότητα συνίσταται σε αδικαιολόγητη, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, θέσπιση δυσμενούς διακρίσεως σε βάρος των γυναικών, να θεωρηθεί ανίσχυρη η διάκριση αυτή, και να παρέχεται, κατ` εφαρμογή της 79/7 οδηγίας, και στις γυναίκες ασφαλισμένες του Ταμείου δικαιούχους παροχής συντάξεως γήρατος η προβλεπόμενη από το άρθρο 59 παρ. 3 του Καταστατικού του προσαύξηση λόγω οικογενειακών βαρών και με τις ίδιες προϋποθέσεις που παρέχεται και στους άνδρες, δηλαδή όταν ο σύζυγος δεν ασκεί κάποιο επάγγελμα ή δεν είναι συνταξιούχος Ασφαλιστικού Οργανισμού ή του Δημοσίου, ανεξάρτητα από τυχόν αναπηρία ή απορία του.
Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επανεκτίμηση των στοιχείων της δικογραφίας οι εκκαλούντες, άπαντες συνταξιούχοι λόγω γήρατος του διάδικου Ταμείου, με την αγωγή τους διαμαρτύρονται γιατί κατά τον υπολογισμό της συντάξεώς τους λόγω γήρατος δεν συμπεριλαμβάνεται ως προσαύξηση, παρανόμως κατά την άποψή τους, το οικογενειακό επίδομα ποσοστού 10%, το οποίο προβλέπεται από το άρθρο 5 παρ. 3 του Καταστατικού του Ταμείου ως χορηγούμενο υπό προϋποθέσεις. Η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε την αγωγή τους με την αιτιολογία, ότι, οι γυναίκες ενάγουσες, επικαλούμενες παράβαση σε βάρος τους της αρχής της ισότητας έναντι των ανδρών, δεν ισχυρίζονται ότι οι σύζυγοί τους δεν ασκούν κάποιο επάγγελμα ή ότι αυτοί δεν είναι συνταξιούχοι Ασφαλιστικού Οργανισμού ή του Δημοσίου, αφού δέχτηκε (η εκκαλούμενη) ότι οι διατάξεις του άρθρου 59 παρ. 3 του Καταστατικού του Ταμείου παραβιάζουν την αρχή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, η οποία κατοχυρώνεται τόσο από το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος, όσο και από την 79/7 οδηγία του Συμβουλίου της Ε.Ο.Κ., και επομένως ότι είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες κατά το μέρος που με αυτές δεν χορηγείται προσαύξηση, λόγω οικογενειακών βαρών, κατά ποσοστόν της βασικής σύνταξης των γυναικών, όταν ο σύζυγός τους δεν ασκεί κάποιο επάγγελμα ή δεν είναι συνταξιούχος Ασφαλιστικού Οργανισμού ή του Δημοσίου. Ηδη, με την κρινόμενη έφεση προβάλλουν όπως και πρωτόδικα τον παραπάνω ισχυρισμό και υποστηρίζουν ότι το οικογενειακό επίδομα εμπίπτει στην έννοια της αμοιβής και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του μισθού και στη συνέχεια της σύνταξης, και ως εκ τούτου καταβάλλεται ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη εργασία χωρίς καμία διάκριση. Επίσης, ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα του 1975 και την 79/7/Ε.Ο.Κ. οδηγία του Συμβουλίου δεν μπορεί να υπάρξει καμία διάκριση στην καταβολή του είτε αυτή γίνεται μεταξύ ανδρών (δίδεται σε ορισμένους άνδρες υπό προϋποθέσεις), είτε μεταξύ ανδρών και γυναικών (στις γυναίκες δίδεται υπό επιπλέον προϋποθέσεις) εφόσον δε, προβλέπεται η καταβολή του στους συνταξιούχους πρέπει να γίνεται σε όλους άνευ περιορισμών. Ομως, με βάση τα παραπάνω δεδομένα το αιτούμενο επίδομα οικογενειακών βαρών δεν αποτελεί μέρος των συντάξιμων αποδοχών των εκκαλούντων, ανδρών και γυναικών, προκειμένου να υπολογισθεί η σύνταξη γήρατος αυτών και επομένως ο ισχυρισμός τους ότι τούτο αποτελεί μέρος του μισθού και κατ` επέκταση της σύνταξης και πρέπει να καταβάλλεται χωρίς καμία διάκριση ως αντάλλαγμα για παρεχόμενη εργασία πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Κατά την ορθή ερμηνεία δε της σχετικής διατάξεως, το αιτούμενο οικογενειακό επίδομα παρέχεται ως προσαύξηση της σύνταξης γήρατος προκειμένου να εξυπηρετηθεί συγκεκριμένη σκοπιμότητα, που είναι η οικονομική ενίσχυση των συνταξιούχων ασφαλισμένων του διάδικου Ταμείου όταν ο σύζυγός τους (άνδρας ή γυναίκα) είναι ανάπηρος ή άπορος ή όταν δεν έχει εισόδημα από την άσκηση επαγγέλματος ή από σύνταξη Ασφαλιστικού Οργανισμού ή του Δημοσίου.
Επειδή, με τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο λαμβάνον υπόψη, τη δοθείσα παραπάνω και δεκτή γενόμενη ερμηνεία των σχετικών διατάξεων, σύμφωνα με την οποία ναι μεν οι διατάξεις του άρθρου 59 παρ. 3 του Καταστατικού του διάδικου Ταμείου παραβιάζουν την αρχή της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, η οποία κατοχυρώνεται τόσο από το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος, όσο και από την 79/7 οδηγία του Συμβουλίου της Ε.Ο.Κ. και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες κατά το μέρος που με αυτές γίνεται διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών και δεν χορηγείται λόγω οικογενειακών βαρών προσαύξηση στη σύνταξη των γυναικών ασφαλισμένων όταν ο σύζυγός τους δεν ασκεί κάποιο επάγγελμα ή δεν είναι συνταξιούχος Ασφαλιστικού Οργανισμού ή του Δημοσίου, πλην όμως, κρίνει, ότι στην προκείμενη περίπτωση οι εκκαλούντες δεν απέδειξαν ούτε καν ισχυρίζονται, ότι ο έτερος των συζύγων τους δεν ασκεί κάποιο επάγγελμα ή ότι δεν είναι συνταξιούχος Ασφαλιστικού Οργανισμού ή του Δημοσίου, ή ανάπηρος ή άπορος, δηλαδή ότι συντρέχουν οι παραπάνω όροι και προϋποθέσεις για την προσαύξηση λόγω οικογενειακών βαρών της σύνταξής τους. Επομένως, ορθά απέρριψε την αγωγή, αν και εν μέρει με διαφορετική αιτιολογία, η εκκαλούμενη απόφαση, την οποία και αντικαθιστά (άρθρο 98 παρ. 4 Ν. 2717/1999 Α` 97 περί Κ.Δ.Δ.), γι` αυτό η έφεση πρέπει να απορριφθεί.