Έτος
2001
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρα 5 παρ. 1 και 62 ΠΔ166/2000
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Χήρος σύζυγος / δικαίωμα συνταξιοδότησης

 

Υπάλληλοι δημόσιοι και συνταξιοδότηση του χήρου συζύγου λόγω θανάτου της συζύγου του, δημοσίου υπαλλήλου ή συνταξιούχου. Προϋτποθέσεις χορήγησης σύνταξης στο χήρο σύζυγο. Αν ο δικαιούχος της σύνταξης καταδικασθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση σε ποινή κάθειρξης για ορισμένα αδικήματα, όπως για ανθρωποκτονία από πρόθεση, χάνει το συνταξιοδοτικό δικαίωμα μέχρι να λήξει η επιβληθείσα ποινή. Αν ο καταδικασθείς απολυθεί από τις φυλακές με όρους δεν μπορεί να ασκήσει το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα. Απορρίπτεται η αναίρεση για παραβίαση ουσιαστικού δικαίου.

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Αποσπασμα 614/2001

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 6 Δεκεμβρίου 2000, με την ακόλουθη σύνθεση : Κωνσταντίνος Pίζος, Πρόεδρος, Σταύρος Mαρινόπουλος, Αθανάσιος Mπαλκίζας, Μιχαήλ Δημητρόπουλος, Βασίλειος Xασαπογιάννης, Aντιπρόεδρος Γεώργιος Σχοινιωτάκης, Γεώργιος - Σταύρος Κούρτης, Χρήστος Ντάκουρης, Ιωάννης Κωτσόπουλος (Εισηγητής), Παναγιώτης Παρασκευόπουλος, Ελένη Φώτη, Ιωάννης Μπαλαφούτης, Αριστείδης Μπίκος, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Νικόλαος Aγγελάρας, Κωνσταντίνος Κανδρής, Αθανάσιος Φρύδας, Ιωάννης Σαρμάς, Ιωάννης Καραβοκύρης, Μαρία Ζαγκλιβερινού, Αντώνιος Παπαργυρίου και Αντώνιος Τομαράς, Σύμβουλοι (ο Αντιπρόεδρος Χρήστος Χριστοφιλόπουλος και οι Σύμβουλοι Κωνσταντίνος Κώης και Δημήτριος Δεδούσης απουσίασαν δικαιολογημένα),

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας : Κωνσταντίνος Τρυφωνό Ιτουλος, Αντεπίτροπος, νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας Γεωργίου Γεωργούλια, που απουσίασε δικαιολογημένα,

Γραμματέας: Γεώργιος Πρεντουλής, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α`),

Για να δικάσει την από 23 Δεκεμβρίου 1999 αίτηση του ..........., κατοίκου ........ , ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο και ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεσή του,

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπείο .............., που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ........ και

κατά της 1660/1999 αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Η ............ δεν παραστάθηκε.

Με τις  2281/321998 και 46317/1998 πράξεις της 42ης Δ/νσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) απορρίφθηκαν σχετικές αιτήσεις του ήδη αναιρεσείοντος για μεταβίβαση του μεριδίου της συντάξεως που εδικαιούτο, ως χήρος σύζυγος της πολιτικής συνταξιούχου ..............., με την αιτιολογία ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 παρ. 1 περ. α` του π.δ. 1041/1979, η δυνατότητα ασκήσεως του δικαιώματός του έχει ανασταλεί για το λόγο ότι καταδικάστηκε σε ποινή καθείρξεως και θα επανεργοποιηθεί μετά τη λήξη της ποινής του.

Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1660/1999 απόφαση του ΙΙ Τμήματος απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος κατά των ως άνω πράξεων του Γ.Λ.Κ., ως αβάσιμη, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο σκεπτικό της αποφάσεως.

Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση και

Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος πρότεινε επίσης να απορριφθεί η αίτηση.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από το ............, που απουσίασε λόγω κωλύματος.

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

Αποφάσισε τα εξής:

Ι. Η υπό κρίση αίτηση περί αναιρέσεως της 1660/1999 αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα και καταβλήθηκαν τα νόμιμα τέλη συζητήσεώς της και το προσήκον παράβολο και ύστερα από την τήρηση και της νόμιμη προδικασίας πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί κατά το βάσιμο των λόγων αυτής, παρόλο που ο μεν αναιρεσείων δεν παραστάθηκε μετά πληρεξουσίου δικηγόρου, γιατί η μη νόμιμη παράστασή του καλύπτεται, αφού, όπως προκύπτει από τα οικεία πρακτικά, αυτός εμφανίσθηκε κατά την εκφώνηση της υποθέσεώς του και ζήτησε τη συζήτησή της, η δε θυγατέρα του ............, η οποία αν και κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως (βλ. από 5.9.2000 περί επιδόσεως κλήσεως έκθεση του αρμοδίου οργάνου), δεν παρέστη κατά την άνω νομίμως ορισθείσα δικάσιμο (άρθρ. 117, 65 παρ. 3, 27 π.δ. 1225/1981).

ΙΙ. Με την αναιρεσιβαλλομένη, όπως προκύπτει απ` αυτήν, απορρίφθηκε ως αβάσιμη η ενώπιον του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έφεση του αναιρεσείοντος κατά των 2281/3.2.1998 και 46317/30.7.1998 πράξεων της 42ης Διευθύνσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με τις οποίες είχαν απορριφθεί σχετικές αιτήσεις του για μεταβίβαση τουμεριδίουτης συντάξεως που εδικαιούτο ως χήρος σύζυγος της πολιτικής συνταξίούχου .............,με την αιτιολογία ότι, εφόσον έχει καταδικασθεί σε ποινή καθείρξεως, δεν μπορεί, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 περίπτ. α` και 2 του άρθρου 63 του π.δ/τος 1041/1979, να ασκήσει το δικαίωμα συντάξεώς του μέχρι τη λήξη της ποινής του, ούτε δε και μετά την υπό τον όρο της ανάκλησης αποφυλάκισή του. Ηδη, με την ένδικη αίτησή του, παραδεκτώς και νομίμως (άρθρ. 109 - 117 π.δ. 1225/1981) ο αναιρεσείων ζητεί από το Δικαστήριο τούτο την εξαφάνιση της αναιρεσιβαλλομένης για εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή των άνω διατάξεων.

III. Με τις διατάξεις της περίπτωσης α` της παραγράφου 1 του άρθρου 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979, ΦΕΚ Α` 292 και ήδη π.δ. 166/2000, ΦΕΚ Α` 153), όπως τα εδάφια πρώτο και δεύτερο αυτής αντικαταστάθηκαν μετην παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 1202/1981 και την παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 1694/1987, αντίστοιχα, καθώς και της παρ. 3 του ίδιου άρθρου θεσπίστηκαν οι προϋποθέσεις συνταξιοδότησης εις βάρος του Δημοσίου Ταμείου αφενός της χήρας συζύγου θανόντος δημοσίου υπαλλήλου ή συνταξιούχου και αφετέρου του χήρου συζύγου θανούσης δημοσίου υπαλλήλου ή συνταξιούχου. Προκύπτει δε από τις διατάξεις αυτές ότιγια τη συνταξιοδότηση του χήρου συζύγου λόγω θανάτου της συζύγου του, δημοσίου υπαλλήλου ή συνταξιούχου, θεσπίζονται πρόσθετες προϋποθέσεις, πέραν από εκείνες που απαιτούνται για τη συνταξιοδότησητης χήρας συζύγου θανόντος δημοσίου υπαλλήλου ή συνταξιούχου, απαιτείται δηλαδή επιπροσθέτως, εκτός από τις χρονικές προϋποθέσεις που καθιερώνονται και για τη χήρα σύζυγο, όπως ο αιτούμενος την συνταξιοδότησή του χήρος είναι άπορος και ανίκανος προς άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό ανώτερο του 65%. Πλην κατ` ορθήν ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων σε συνδυασμό καιπρος εκείνες των άρθρων 4 παρ.2 και 116 παρ. 1 και 2 του Συντάγματοςο χήρος σύζυγος αποκτά το δικαίωμα αυτόμε τις ίδιες προϋποθέσεις με τις οποίες αποκτά το ίδιο δικαίωμα και η χήρα σύζυγος (Ολομ. Ε.Σ. 1273/1996).

Περαιτέρω, ο ίδιος Συνταξιοδοτικός Κώδικας (π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 166/2000) ορίζει στο άρθρο 62 ότι "Το εις σύνταξιν δικαίωμα απόλλυταιεις τας ακολούθους περιπτώσεις : α) ..., β) Αν ο δικαιούχος καταδικαστεί αμετάκλητα, είτε όταν ήταν στην ενέργεια είτε ως συνταξιούχος, σε ποινή κάθειρξης για κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη, πλαστογραφία, απιστία, παραποίηση" και στο άρθρο 63 ότι: "1. To εις σύνταξιν ή καταβολήν δικαίωμα δεν δύναται ν` ασκηθή, εάν ο δικαιούχος α) καταδικασθή εις την ποινήν της καθείρξεως επί οιωδήποτε αδικήματι, πλην των εν τη περιπτ. β` της παρ. 1 του προηγουμένου άρθρου αναφερομένων, και μέχρι λήξεως της ποινής. β) ... 2. Αρθέντος του λόγου της μη ασκήσεως, το εις σύνταξιν δικαίωμα άρχεται ή επαναλαμβάνεται από της πρώτης του επομένου μετά την άρσιν μηνός. 3...". Από τις τελευταίες αυτές διατάξεις προκύπτει ότι σε περίπτωση που δικαιούχος συντάξεως καταδικασθεί με αμετάκλητη δικαστική απόφαση, είτε όταν ήταν στην ενέργεια είτε ως συνταξιούχος, σε ποινή καθείρξεως για κάποιο από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο άρθρο 62 περ. β` του Συνταξιοδοτικού Κώδικα αδικήματα (κλοπή, υπεξαίρεση, απάτη κ.λπ.) χάνει το δικαίωμά του αυτό (συντάξεως). Αν όμως καταδικασθεί σε ποινή καθείρξεως για οποιοδήποτε άλλο, πλην των προαναφερθέντων, αδίκημα, δεν χάνει μεν οριστικά το δικαίωμα σύνταξης ή καταβολής αυτής, πλην όμως δεν μπορεί να ασκήσει τούτο μέχρις ότου λήξει η επιβληθείσα σ` αυτόν ποινή. Αν ο λόγος της μη ασκήσεως του δικαιώματος σύνταξης ή καταβολής αυτής αρθεί, τότε το άνω δικαίωμα άρχεται ή επαναλαμβάνεται από την πρώτη του επόμενου μήνα της άρσης. Δεν υφίσταται όμως άρση του λόγουαυτούσε περίπτωση που ο καταδικασθείς απολυθείτων φυλακών υπό τον όρο της ανάκλησης σύμφωνα με τα οριζόμενα στα άρθρα 105 - 110 του Ποινικού Κώδικα. Και τούτο διότι η παροχήτου ευεργετήματος της υπό όρον απόλυσης δεν αποτελεί απαλλαγήαπό του υπολοίπου της ποινής ούτε τερματίζει αυτήν, αλλά (αποτελεί) ένα ιδιαίτερο (sui generis) τρόπο εκτελέσεως του υπολοίπου της ποινής εκτός των φυλακών, ένα στάδιο αυτής δοκιμαστικό και προπαρασκευαστικό της οριστικής του καταδίκου απολύσεως. Το χρονικό αυτό διάστημα της δοκιμασίας είναι σύμφωνα με το άρθρο 109 του Ποινικού Κώδικα όσο και το υπόλοιπο της ποινής, αν αυτό είναι μεγαλύτερο από τρία χρόνια. Αν το υπόλοιπο προς έκτιση της ποινής είναι μικρότερο από τρία χρόνια, ο χρόνος δοκιμασίας είναι τρία χρόνια. Επομένως, ο υπό όρον απολυθείς των φυλακών θεωρείται κατάτοστάδιο τούτο της δοκιμασίας ότι εκτίει το υπόλοιπο της ποινής του, υπό περιορισμένην όμως ελευθερία και υπό την επίβλεψη και προστασία των αρμοδίων αρχών, η δε ποινή εξακολουθεί "τρέχουσα" μέχρι του χρόνου συμπληρώσεως της επιβληθείσης (Ολομ. Α.Π. 106/1991).

IV. Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλομένη απόφαση προέβη στις ακόλουθες, αναιρετικά ανέλεγκτες, πραγματικές παραδοχές. Με την 2416/3.3.1979 πράξη της 9ης Διευθύνσεως της Υπηρεσίας Συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κανονίστηκε στην εν ζωή τότε σύζυγο του αναιρεσείοντος ..............., τέως υπάλληλο του ............. που αποχώρησε από την υπηρεσία την 31.7.1979 λόγω τριακονταπενταετίας μηνιαία σύνταξη με βάση την πραγματική συντάξιμη υπηρεσία της από έτη τριανταπέντε (35) και τα λοιπά συνταξιοδοτικά δεδομένα που αναφέρονται στην πράξη αυτή. Η εν λόγω πολιτική συνταξιούχος απεβίωσε την 16.3.1997, οπότε και λύθηκε ο γάμος του αναιρεσείοντος με αυτήν, που είχε τελεσθεί την 2.4.1944. Με την 311, 312, 313, 314/22.5.1995 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών ο αναιρεσείων καταδικάστηκε σε ποινή κάθειρξης είκοσι τριών (23) ετών και έξι (6) μηνών για πράξεις ανθρωποκτονίας από πρόθεση. Ο ανωτέρω δυνάμειτου 89/30.4.1998 Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χαλκίδας απολύθηκε την ίδια ημέρα (30.4.1998) από την κλειστή φυλακή Χαλκίδας υπό τον όρο της ανάκλησης. Μετά τις παραδοχές αυτές το Τμήμα δέχθηκε στη συνέχεια ότι ο αναιρεσείων, εφόσον έχει καταδικασθεί σε ποινή κάθειρξης δεν μπορεί σύμφωνα με τις διατάξεις των παραγράφων 1 περίπτ. α` και 2 του άρθρου 63 του π.δ. 1041/1979 να ασκήσει το δικαίωμα συντάξεως λόγω θανάτου της συζύγου του, πολιτικής συνταξιούχου, μέχρις ότου λήξει η ποινή του, ούτε δε και μετά τηνυπό τον όρο της ανάκλησης αποφυλάκισή του, αφού και μετά την παροχή του ευεργετήματος αυτού δεν επέρχεται λήξη της ποινής του κατά την έννοια των άνω διατάξεων και συνεπώς άρση του λόγου της μη ασκήσεως του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος. Ενόψει των ανωτέρω εκτεθέντων, το Τμήμα, με όσα δέχθηκε ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προεκτεθείσες διατάξεις στην κρινόμενη υπόθεση, η προσβαλλομένη δε απόφαση περιέχει σαφείς, επαρκείς και χωρίς αντίφαση αιτιολογίες που στηρίζουν πλήρως το διατακτικό αυτής. Επομένως, ο προβαλλόμενος από τον αναιρεσείοντα με το δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως λόγος, σύμφωνα με τον οποίο το δικάσαν Τμήμα έπρεπε να δεχθεί, κατ` ορθήν ερμηνεία και εφαρμογή των άνω διατάξεων ότι η λήξη της επιβληθείσης σ` αυτόν ποινής και κατ` ακολουθία και η άρση της μη ασκήσεως του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος επήλθαν κατά το χρόνο της υπό τον όρο της ανάκλησης αποφυλακίσεώς του ή άλλως θα επέλθουν μετά την παρέλευση τριετίας απ` αυτήν, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Και τούτο διότι κατά τα γενόμενα ως άνω δεκτά, η υπό τον όρο της ανάκλησης απόλυση του καταδίκου δεν τερματίζει την ποινή η οποία εξακολουθεί "τρέχουσα" μέχρι του χρόνου συμπληρώσεως της επιβληθείσης, αλλά αποτελεί στάδιο της εκτελέσεως του υπολοίπου της ποινής, ενώ περαιτέρω η ποινή θεωρείται εκτιθείσα μετά την πάροδο τριών (3) ετών από της απολύσεως, και υπό την προϋπόθεση ότι δεν επήλθε ανάκληση αυτής, μόνο σε περίπτωση κατά την οποία το υπόλοιπο της ποινής είναι μικρότερο από τρία (3) χρόνια, προϋπόθεση όμως που δεν φέρεται να προβλήθηκε ότι συντρέχει στην υπό κρίση υπόθεση. Επειτα απ` αυτά και μη υπαρχόντος άλλου λόγου αναιρέσεως πρέπει η ένδικη αίτηση αναιρέσεως να απορριφθεί καθ` ολοκληρία και να διαταχθεί η κατάπτωση του παραβόλου της υπέρ του Δημοσίου (άρθρ. 61 παρ. 3, 117 του π.δ. 1225/1981).

Για τους λόγους αυτούς

Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως.

Διατάσσει την κατάπτωση του κατατεθέντος παραβόλου υπέρ του Δημοσίου.