Έτος
2001
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 20 παρ. 1 Π.Δ. 913/78
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Διαζευγμένες θυγατέρες

 

ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ

ΤΜΗΜΑ Α΄

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Φεβρουαρίου 2001, με την εξής σύνθεση: Ν. Παπαδημητρίου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α' Τμήματος, Ειρ. Σαρπ, Ν. Μαρκουλάκης, Σύμβουλοι, Α. Καλογεροπούλου, Π. Μπραΐμη, Πάρεδροι. Γραμματέας η Ε. Κουμεντέρη, Γραμματέας του Α' Τμήματος.

Για να δικάσει την από 13 Ιουλίου 1999 αίτηση:

της ... κατοίκου Πειραιώς (οδός Κ. αριθ. ...) η οποία παρέστη με τον δικηγόρο Αναστ. Αργυρακόπουλο (Α.Μ. 13997), που τον διόρισε στο ακροατήριο, κατά του Ν. Α. Ταμείου (Ν.Α.Τ.), που εδρεύει στον Πειραιά (οδός Εθνικής Αντιστάσεως αριθ. 1), το οποίο παρέστη με την δικηγόρο Αικατερίνη Φραγκίδη (Α.Μ. 6270), που την διόρισε με πληρεξούσιο.

Με την αίτηση αυτή η αναιρεσείουσα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ' αριθ. 543/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς.

Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου, Α. Καλογεροπούλου.

Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο της αναιρεσειούσης, ο οποίος αναφέρθηκε στην εισήγηση και την πληρεξούσια του αναιρεσιβλήτου Ταμείου, η οποία ζήτησε την απόρριψη της υπό κρίση αιτήσεως.

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου κ α ι

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, για την άσκηση της υπό κρίση αιτήσεως κατεβλήθησαν τα νόμιμα τέλη και το παράβολο (υπ' αριθμ. 8501940, 8501941 διπλότυπα εισπράξεως της Δ.Ο.Υ. Ενσήμων και Δικαστικών Εισπράξεων Αθηνών του έτους 1999 καθώς και υπ' αριθμ. 1662244 ειδικό έντυπο παραβόλου του αυτού έτους).

2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της υπ' αριθμ. 543/1999 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς με την οποία απερρίφθη έφεση της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμ. 4390/1997 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε απορριφθεί προσφυγή της αναιρεσείουσας κατά της υπ' αριθμ. 414/6.2.1996 αποφάσεως του Διευθυντή Παροχών του αναιρεσιβλήτου Ταμείου με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα αυτής περί συνταξιοδοτήσεώς της ως διαζευγμένης θυγατέρας συνταξιούχου του Ν.Α.Τ. ο οποίος είχε αποβιώσει το έτος 1958. 3. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 20 παρ. 1 εδ. β' του Π.Δ. 913/1978 (220 Α'), με το οποίο κωδικοποιήθηκε η νομοθεσία περί Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου : "1. Την οικογένειαν του ησφαλισμένου ή συνταξιούχου ναυτικού αποτελούν τα κάτωθι πρόσωπα κατά την ακόλουθον τάξιν και σειράν : . . . β) Τα άγαμα τέκνα εκ νομίμου γάμου γεννηθέντα, νομιμοποιηθέντα ή δικαστικώς ή εκουσίως αναγνωρισθέντα, ως και τα υιοθετηθέντα τουλάχιστον τρία έτη προ του θανάτου του ησφαλισμένου, τα μεν άρρενα μέχρι της συμπληρώσεως του 18ου έτους της ηλικίας των . . . τα δε θήλεα μέχρι και του 25ου έτους της ηλικίας των, επανερχομένου διά τα τελευταία ταύτα του δικαιώματος συνταξιοδοτήσεως μετά την συμπλήρωσιν του 45ου έτους της ηλικίας των και εφ' όσον εξακολουθώσι να είναι άγαμα, άπαντα δε ισοβίως, εφ' όσον είναι απολύτως και οριστικώς ανίκανα και άγαμα . . . Προς τα άγαμα θήλεα τέκνα εξομοιούνται και τα διαζευχθέντα τοιαύτα, εφ' όσον δεν λαμβάνουν διατροφήν και τυγχάνουν άπορα . . .". Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου 20, "Συντάξεως τέκνου λόγω θανάτου δικαιούται παρά του Ν.Α.Τ. και η διαζευχθείσα θυγάτηρ αποβιώσαντος ναυτικού ησφαλισμένου ή συνταξιούχου ανεξαρτήτως χρόνου διαζεύξεως, ως και εκείνη δι' ην η περί διαζυγίου δίκη διεκόπη βιαίως συνεπεία θανάτου του ανδρός". Ακολούθησε ο Ν. 1711/1987 (ΦΕΚ 109 Α'), ο οποίος με το μεν άρθρο 3 παρ. 6 ρητώς κατήργησε, κατά την προφανή του έννοια, το προαναφερόμενο άρθρο 20 παρ. 5 του Π.Δ. 913/1978, το οποίο περιελάμβανε ρύθμιση όμοια με αυτήν του άρθρου 21 του Ν. 792/1978 (ΦΕΚ 110 Α'), με την δε παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου 3 αντικατέστησε το άρθρο 20 παρ. 1 εδ. β' και δ', σε τρόπο ώστε να απαλειφθεί οποιαδήποτε αναφορά στις διαζευγμένες θυγατέρες του ναυτικού ως δικαιούχους συντάξεως. Τέλος, με το άρθρο 3 παρ. 7 του Ν. 1711/1987 ορίσθηκε ότι οι συνταξιοδοτικές υποθέσεις για τις οποίες οι σχετικές αιτήσεις υποβλήθηκαν μετά την χρονολογία καταθέσεως του νόμου αυτού κρίνονται σύμφωνα με τις διατάξεις του. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, κρίσιμος χρόνος για τη θεμελίωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος από πλευράς διαζευγμένης θυγατέρας θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του αναιρεσείοντος Ταμείου είναι ο χρόνος θανάτου του, ο οποίος αποτελεί και τον χρόνο επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου. Βάσει δε του χρόνου αυτού καθορίζεται το διέπον το οικείο συνταξιοδοτικό δικαίωμα νομοθετικό καθεστώς (πρβλ. Σ.τ.Ε. 6094/1996), τυχόν αντίθεση, άλλωστε, του οποίου με τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των δύο φύλων (άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος) δεν ασκεί επιρροή επί του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της διαζευγμένης θυγατέρας, εφ' όσον ο θάνατος του ναυτικού, οπότε και γεννάται το δικαίωμα αυτό, συνέβη πριν τις 31.12.1982, ημερομηνία εκπνοής της μεταβατικής περιόδου του άρθρου 116 παρ. 1 του Συντάγματος (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3686/1991 επταμ., Σ.Ε. 4330/2000).

4. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτουν τα εξής : Η αναιρεσείουσα η οποία γεννήθηκε το έτος 1940 είχε δικαιωθεί μέχρι της συμπληρώσεως του 25ου έτους της ηλικίας της συντάξεως ως άγαμη θυγατέρα ναυτικού μετά το θάνατο του πατέρα της, συνταξιούχου εν ζωή του Ν.Α.Τ., ο θάνατος του οποίου συνέβη στις 21.2.1958. Το έτος 1971 η αναιρεσείουσα ετέλεσε γάμο ο οποίος λύθηκε στις 31.12.1990. Με την από 27.12.1995 αίτησή της προς το αναιρεσίβλητο Ταμείο ζήτησε να της επαναχορηγηθεί σύνταξη από το Ταμείο ως διαζευγμένη θυγατέρα ναυτικού. Το αναιρεσίβλητο Ταμείο με την προσβληθείσα με την προσφυγή υπ' αριθμ. 414/6.2.1996 απόφαση του Διευθυντή Παροχών, απέρριψε την αίτηση της αναιρεσείουσας με την αιτιολογία ότι κατά το χρόνο της υποβολής της αιτήσεώς της ίσχυε ο ν. 1711/1987 ο οποίος είχε καταργήσει το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως των αγάμων θυγατέρων. Με την προσφυγή η αναιρεσείουσα προέβαλε ότι δεν την κατελάμβαναν οι διατάξεις του ν. 1711/1987, διότι ο χρόνος επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου ήταν, στην περίπτωσή της, ο χρόνος θανάτου του πατέρα της, δηλαδή το έτος 1958, οπότε και γεννήθηκε το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα το οποίο διήρκεσε μέχρι το έτος 1965 (οπότε και συνεπλήρωσε το συνταξιοδοτικό της δικαίωμα ως άγαμη), στη συνέχεια δε το δικαίωμα αυτό αναβίωσε το έτος 1985, όταν έγινε 45 ετών, πλην, επειδή ήταν έγγαμη, το σχετικό δικαίωμα αργούσε, επαναδραστηριοποιήθηκε δε όταν λύθηκε ο γάμος της αναιρεσείουσας. Το Διοικητικό Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή με το αιτιολογικό ότι κρίσιμος χρόνος, από απόψεως εφαρμοστέου νομοθετικού καθεστώτος για τη συνταξιοδότηση της αναιρεσείουσας, ήταν ο χρόνος λύσεως του γάμου της, δηλαδή το έτος 1990, οπότε όμως ίσχυαν οι διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 1711/1987, οι οποίες είχαν καταργήσει τις διατάξεις που προέβλεπαν το δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως των διαζευγμένων θυγατέρων λόγω θανάτου του ασφαλισμένου ή συνταξιούχου του Ν.Α.Τ. πατέρα τους. Η πρωτόδικος δε απόφαση επικυρώθηκε και από το Διοικητικό Εφετείο Πειραιώς με την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση. Η κρίση όμως αυτή του δικάσαντος δικαστηρίου είναι εσφαλμένη κατά τα εκτεθέντα στην υπ' αριθμ. 3 σκέψη. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη σκέψη αυτή, κρίσιμος χρόνος για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της αναιρεσείουσας ήταν ο χρόνος θανάτου του πατέρα της, ο οποίος συνέβη πολύ προ της καταργήσεως των προαναφερθεισών διατάξεων του π.δ. 913/1978. Εφόσον δε αυτή είχε δικαιωθεί συντάξεως κατά το παρελθόν ως άγαμη θυγατέρα θανόντος ναυτικού, η υποβληθείσα υπό το κράτος ισχύος του νέου νόμου 1711/1987 αίτηση της αναιρεσείουσας, η οποία είχε εν τω μεταξύ διαζευχθεί, αποτελούσε, στην πραγματικότητα, όπως περιγράφεται στην αναιρεσιβαλλομένη απόφαση, αίτηση επαναχορηγήσεως της ήδη καταβληθείσης στο παρελθόν συντάξεώς της, επαναδραστηριοποιουμένου του σχετικού δικαιώματος το οποίο αργούσε (πρβλ. Σ.Ε. 4330/2000, 2482/1998, 3841/1994) μετά τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας μέχρι του οποίου καταβαλλόταν η σύνταξη αρχικώς, αφού, άλλωστε, η προϊσχύουσα νομοθεσία, βάσει της οποίας αυτή είχε δικαιωθεί συντάξεως, εξομοίωνε, κατ' αρχήν, τις διαζευγμένες προς τις άγαμες θυγατέρες του θανόντος ναυτικού. Για το λόγο, συνεπώς αυτό, βασίμως προβαλλόμενο με την υπό κρίση αίτηση, πρέπει η αίτηση αυτή να γίνει δεκτή, η προσβαλλομένη απόφαση να αναιρεθεί, η δε υπόθεση, η οποία χρειάζεται διευκρίνηση ως προς το πραγματικό πρέπει να παραπεμφθεί στο ίδιο δικαστήριο για νέα νόμιμη κρίση, ενώ είναι αλυσιτελής η έρευνα του άλλου λόγου αναιρέσεως.

Διά ταύτα

Δέχεται την υπό κρίση αίτηση.

Αναιρεί την υπ' αριθμ. 543/1999 απόφαση του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιώς στο οποίο παραπέμπει την υπόθεση κατά τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό. Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου. Και

Επιβάλλει στο αναιρεσίβλητο Ταμείο τη δικαστική δαπάνη της αναιρεσείουσας που ανέρχεται σε εκατόν τριάντα χιλιάδες (130.000) δραχμές.

Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 20 Φεβρουαρίου 2001 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση της 5ης Νοεμβρίου του ίδιου έτους.

Ο Πρόεδρος του Α' Τμήματος Η Γραμματέας του Α' Τμήματος