Έτος
2004
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 10 Ν. 2592/98
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Γυναίκες ασφαλισμένες

 

Προσφυγή ασφαλισμένης στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., κατά αποφάσεως του εν λόγω ταμείου, με την οποία αυτό, κατόπιν προηγηθείσας αιτήσεώς της με αίτημα την μεταφορά στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα των δικαιωμάτων που απέκτησε ούσα ασφαλισμένη στο ανωτέρω ταμείο, υπολόγισε το προς μεταφορά στην Ε.Ε. αναλογιστικό ισοδύναμο αυτής προς κυρία σύνταξη και για την σύνταξη του ειδικού λογαριασμού πρόσθετων παροχών του ιδίου ταμείου. Κρίση ότι, λαμβανομένου υπ` όψη ότι η αιτούσα δεν συνταξιοδοτείται από κάποιον φορέα, ούτε ζητά την χορήγηση συντάξεως, αλλά την μεταφορά των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων, ώστε ο χρόνος ασφαλίσεώς της στο ανωτέρω ταμείο, να μετατραπεί σε χρόνο ασφαλίσεως στο σύστημα της ΕΕ, για τον ανωτέρω υπολογισμό, εφαρμοστέος συντελεστής αναλογιστικού ισοδυνάμου για την προσφεύγουσα είναι εκείνος που αφορά άνδρες, των οποίων η ηλικία ενάρξεως πληρωμής της συντάξεώς τους είναι το ίδιο έτος με εκείνο της προσφεύγουσας και τούτο κατ` εφαρμογή της αρχής της ισότητας των φύλων.

Τριμ. Διοικ. Πρωτ. Αθηνών 15416/2004

Πρόεδρος: ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΚΑΡΚΑΝΤΖΟΥ Εισηγήτρια: ΑΝΝΑ ΜΥΛΩΝΑ Δικηγόροι: Αθ. Πετρόγλου, Δημ. Σέργιος

Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή, που ασκείται παραδεκτώς, επιδιώκεται η μεταρρύθμιση της υπ` αριθμ. 212/8.4.02 αποφάσεως του Δ.Σ. του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., με την οποία απορρίφθηκε ένσταση της προσφεύγουσας κατά των υπ` αριθμ. 19945/00 και 25458/00 αποφάσεων της Διευθύντριας Διοικητικού του εν λόγω Ταμείου. Με τις τελευταίες αυτές αποφάσεις καθορίστηκε το αναλογιστικό ισοδύναμο που αντιστοιχεί σε χρόνο ασφάλισης της προσφεύγουσας στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. και στον Ειδικό Λογαριασμό Πρόσθετων Παροχών του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε..

Επειδή, στο Ν. 2592/1998, στο άρθρο 10 αυτού ορίζεται ότι:

"1. Πρόσωπο που αναλαμβάνει υπηρεσία ως υπάλληλος στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες δύναται: να μεταφέρει στο κοινοτικό Συνταξιοδοτικό Σύστημα τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα που απέκτησε, πριν από την είσοδό του στις υπηρεσίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, σε ελληνικό φορέα κοινωνικής ασφάλισης. Για την μεταφορά των δικαιωμάτων του αυτών δύναται να ζητήσει τη μεταφορά του αναλογιστικού ισοδυνάμου, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 11 του παρόντος νόμου, με αίτησή του προς τη Διοίκηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

2. ...

3. Η αίτηση μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων διαβιβάζεται από τη Διοίκηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων στον ή στους αρμόδιους ελληνικούς φορείς κοινωνικής ασφάλισης, μέσω του Οργανισμού Σύνδεσης, μαζί με τα απαραίτητα στοιχεία του ασφαλισμένου, όπως αυτά θα καθορισθούν με απόφαση του καθ` ύλην αρμόδιου Υπουργού.

Ο ή οι αρμόδιοι ελληνικοί φορείς κοινωνικής ασφάλισης μέσα σε προθεσμία έξι (6) μηνών από την ημερομηνία λήψης της παραπάνω αίτησης κοινοποιούν στη Διοίκηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και στον ενδιαφερόμενο το ύψος του προς μεταφορά κεφαλαίου, το οποίο αντιστοιχεί στο αναλογιστικό ισοδύναμο, καθώς και τις περιόδους ασφάλισης ...", στο άρθρο 11 ότι:

"1. Το αναλογιστικό ισοδύναμο που μεταφέρεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του παρόντος νόμου υπολογίζεται ως εξής:

α. Για την περίπτωση κύριας ή επικουρικής σύνταξης, ως το γινόμενο του συντελεστή του αναλογιστικού ισοδύναμου επί το ποσό της μηνιαίας σύνταξης που θα εδικαιούτο ο αιτών κατά την ημερομηνία περιέλευσης της αίτησής του στον Οργανισμό Σύνδεσης, ανεξάρτητα από την συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων απονομής σύνταξης και επί τον αριθμό των ετησίως καταβαλλόμενων, σύμφωνα με τη νομοθεσία του οικείου φορέα, μηνιαίων συντάξεων,

β. ...

2. Ο συντελεστής του αναλογιστικού ισοδύναμου της προηγούμενης παραγράφου προκύπτει από τους πίνακες, με αριθμό 1 έως 25 του άρθρου 14 του παρόντος νόμου και προσδιορίζεται από το συνδυασμό της ηλικίας του υπαλλήλου κατά το χρόνο υποβολής της αίτησης στη Διοίκηση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και της ηλικίας έναρξης πληρωμής της σύνταξης ή της εφάπαξ παροχής του ...".

Περαιτέρω, στο άρθρο 23 του Ν. 915/1979 (ΦΕΚ Α` 103), που ρυθμίζει τα της συνταξιοδοτήσεως από το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., ορίζονται τα εξής:

"1. Τα άρθρα 3, 5, 6, 13 και 30 του από 20.11/4.12.1940 Β.Δ/τος, ως τροποποιηθέντα ισχύουν, αντικαθίστανται ως ακολούθως:

Αρθρον 3.1. Συντάξεως λόγω γήρατος δικαιούται ο μέτοχος ο εξερχόμενος της ασφαλίσεως και έχων συμπληρώσει:
α. 35ετή χρόνον ασφαλίσεως ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας.

β. 25ετή χρόνον ασφαλίσεως και το 58ον έτος της ηλικίας του.

γ. 20ετή χρόνον ασφαλίσεως και το 60ον έτος της ηλικίας του.

Εις απάσας τας ανωτέρω περιπτώσεις απαιτείται και 15ετής τουλάχιστον χρόνος πραγματικής ασφαλίσεως εις το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. ...".

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Η προσφεύγουσα αρχιτέκτων - μηχανικός - πολεοδόμος γεννήθηκε το 1946 και ασφαλίσθηκε στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. ως ελεύθερη επαγγελματίας από 1.11.1969. Την 1.3.1985 ανέλαβε υπηρεσία ως υπάλληλος του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης στις Βρυξέλλες, οπότε, στις 28.6.1999 υπέβαλε, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 2592/1998, αίτηση, προκειμένου να μεταφερθούν στο Κοινοτικό Συνταξιοδοτικό Σύστημα τα δικαιώματα που απέκτησε ως ασφαλισμένη του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. Κατόπιν τούτων, εκδόθηκαν από την Διευθύντρια Διοικητικού του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., οι υπ` αριθμ. 19945/28.3.2000 και 25458/5.5.2000 πράξεις, με τις οποίες υπολογίσθηκε το προς μεταφορά στην Ευρωπαϊκή Ενωση αναλογιστικό ισοδύναμο της προσφεύγουσας, για την κύρια σύνταξη και για τη σύνταξη του Ειδικού Λογαριασμού Πρόσθετων Παροχών, ανερχόμενο σε ποσά ύψους 6.389.912 και 2.947.590 δρχ., αντιστοίχως. Για τον υπολογισμό του αναλογιστικού ισοδύναμου, όσον αφορά την κύρια σύνταξη, ελήφθη υπ` όψιν το ποσό της μηνιαίας σύνταξης που θα εδικαιούτο η προσφεύγουσα κατά την ημερομηνία περιέλευσης της αίτησής της στον Οργανισμό Σύνδεσης, ποσού 69.113 δρχ. και πολλαπλασιάστηκε με το 14 που αποτελεί τον αριθμό των ετησίως καταβαλλόμενων μηνιαίων συντάξεών του, και με τον συντελεστή 6,604 του πίνακα 16 του άρθρου 14 του Ν. 2592/1998, που αφορά γυναίκες, ηλικίας 53 ετών κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης, που έχουν δικαίωμα συνταξιοδότησης στα 65 τους χρόνια. Περαιτέρω, όσον αφορά τον Ειδικό Λογαριασμό Πρόσθετων Παροχών, το ποσό της μηνιαίας σύνταξής της, ύψους 31.881 δρχ. πολλαπλασιάστηκε επίσης με 14 μήνες και με τον ίδιο ως άνω συντελεστή. Κατά των πράξεων αυτών η προσφεύγουσα άσκησε την από 11.7.2000 ένστασή της, όπως αυτή διορθώθηκε με την από 14.7.2000 ένσταση, υποστηρίζοντας ότι κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησής της για μεταφορά του αναλογιστικού ισοδύναμου στην Ευρωπαϊκή Ενωση είχε συμπληρώσει 25 χρόνια ασφάλισης που απαιτούντο για τη θεμελίωση δικαιώματος σε σύνταξη σε ηλικία 58 ετών και κατά συνέπεια πρέπει να εφαρμοστεί στην περίπτωσή της ο συντελεστής 13,363 που προβλέπεται στον πίνακα 5 και ισχύει για άνδρες, ηλικίας, κατά τον χρόνο υποβολής της αίτησης, 53 ετών, των οποίων η ηλικία έναρξης πληρωμής της σύνταξης είναι εκείνη των 58 ετών, αφού, όπως υποστηρίζει οι συντελεστές που αφορούν τις γυναίκες που τελούν κάτω από τις ίδιες προϋποθέσεις είναι πολύ χαμηλοί, γεγονός που συνιστά δυσμενή διάκριση εις βάρος τους. Ακολούθως, το αρμόδιο Τμήμα του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., με το από 20.9.2001 έγγραφό του προς το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ζήτησε να πληροφορηθεί σχετικά με την ένσταση αυτή, όσον αφορά τον υπολογισμό του συντελεστή, θεωρώντας ότι η προσφεύγουσα είναι διπλοσυνταξιούχος, οπότε εκδόθηκε το από 18.12.2001 έγγραφο της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Κοινωνικής Ασφάλισης, στο οποίο αναφέρεται ότι η ένσταση της ήδη προσφεύγουσας πρέπει να γίνει δεκτή, δεδομένου ότι δεν είναι διπλοσυνταξιούχος και θα πρέπει να θεωρηθεί ως ηλικία έναρξης της συνταξιοδότησής της το 58ο έτος και όχι το 65ο. Κατόπιν τούτων, εκδόθηκε από το Διοικητικό Συμβούλιο του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. η υπ` αριθμ. 212/8.4.2002 απόφασή του, με την οποία η προαναφερόμενη ένσταση απορρίφθηκε, με την αιτιολογία ότι ηλικία έναρξης πληρωμής της σύνταξης για την προσφεύγουσα είναι το 650 έτος, αφού αυτή, ύστερα από την μεταφορά του χρόνου και τη συνταξιοδότησή της από την Ευρωπαϊκή Ενωση, θα συνταξιοδοτηθεί και από το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. Ηδη, η προσφεύγουσα, με την κρινόμενη προσφυγή της, όπως αναπτύσσεται με το υπόμνημά της, ζητεί να μεταρρυθμιστεί η απόφαση αυτή. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 11 και 14 του Ν. 2592/1998, σε συνδυασμό με το άρθρο 23 του Ν. 915/1979 και τα άρθρα 47 και 48 του Ν. 2084/1992, θεωρήθηκε διπλοσυνταξιούχος και καθορίστηκε ως ηλικία έναρξης συνταξιοδότησής της το 65ο έτος, αφού η ηλικία έναρξης πληρωμής της σύνταξης, που λαμβάνεται υπ` όψιν για τον υπολογισμό του αναλογιστικού ισοδύναμου καθορίζεται με βάση τη σύνταξη που θα εδικαιούτο ο αιτών κατά την ημερομηνία περιέλευσης της αίτησής του στον Οργανισμό Σύνδεσης, ανεξάρτητα από την συμπλήρωση των χρονικών προϋποθέσεων απονομής σύνταξης, κατά την 22,7.1999 δε, ημερομηνία που περιήλθε η αίτησή της στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., δεν ήταν συνταξιούχος κανενός φορέα ούτε καθίσταται συνταξιούχος με μόνη την μεταφορά των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Επίσης, υποστηρίζει ότι κατά παράβαση του άρθρου 4 παρ. 2 του Συντάγματος, του άρθρου 119 της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ., των Οδηγιών 79/7/Ε.0.Κ. και 96/97/Ε.Κ., του άρθρου 1 του πρώτου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της Ε.Σ.Δ.Α. και του άρθρου 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα δεν εφαρμόστηκε, για την μεταφορά των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων, ο συντελεστής που ισχύει για τους άνδρες που πληρούν τις ίδιες προϋποθέσεις καθώς και ότι κατά το μέρος που οι διατάξεις του άρθρου 14 του Ν. 2592/1998 προβλέπουν για τις γυναίκες συντελεστές καθορισμού του αναλογιστικού ισοδύναμου πολύ χαμηλότερους σε σχέση με εκείνους για τους άνδρες που τελούν υπό τις ίδιες προϋποθέσεις, συνιστούν δυσμενή διάκριση εις βάρος των γυναικών και ότι, επομένως, εφαρμοστέος στην περίπτωσή της είναι ο συντελεστής 13,363 που προβλέπεται στον πίνακα 5 του άρθρου 14 του Ν. 2592/1998.

Επειδή, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 Συντ/τος, που αποτελούν ειδικότερη έκφραση της γενικής αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσης και της νομικής αντιμετώπισης των δύο φύλων, δεν είναι επιτρεπτή η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση των επιμέρους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών λόγω της διαφοράς του φύλου, τόσο μεταξύ τους όσο και έναντι του Κράτους, αλλά αντίθετα επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα για την ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους και την ελεύθερη συμμετοχή τους στην κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτιστική ζωή του τόπου. Τυχόν αποκλίσεις από την αρχή αυτή, δηλαδή ευμενείς ή δυσμενείς ρυθμίσεις αναλόγως του φύλου, είναι θεμιτές εφ` όσον προβλέπονται συγκεκριμένα από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από σοβαρούς (αποχρώντες) λόγους που αναφέρονται σε δικαιώματα ή παροχές κατ` εφαρμογή άλλης ειδικής συνταγματικής διάταξης ή σε καθαρά βιολογικές διαφορές, που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή τη διάφορη μεταχείριση λόγω του αντικειμένου της ρυθμιζόμενης σχέσης. Οι προαναφερόμενες διατάξεις, που προβλέπουν την αρχή της ισότητας, απευθύνονται και δεσμεύουν και το νομοθέτη, ο οποίος κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς ομοίων σχέσεων, καταστάσεων, πραγμάτων ή κατηγοριών προσώπων, που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες ή περιστάσεις, υποχρεούται να προβαίνει στην όμοια μεταχείριση αυτών, εκτός αν η διαφορετική μεταχείρισή τους επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων κατά το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντάγματος, Εξ άλλου, και από υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, όπως το άρθρο 119 της Συνθήκης Ε.Ο.Κ. και η Οδηγία 79/7/Ε.Ο.Κ. της 19.12.1978 επιβάλλεται στο νομοθέτη η ομοιόμορφη μεταχείριση των δύο φύλων ως προς τις προϋποθέσεις θεμελίωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Κατόπιν των ανωτέρω, οποιαδήποτε διαφοροποίηση, λόγω φύλου, που εισάγεται χωρίς να γίνεται επίκληση από την οικεία νομοθετική διάταξη αποχρώντων λόγων ή λόγων γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, οι οποίοι να δικαιολογούν τη θέσπιση των ευμενέστερων διατάξεων για την συνταξιοδότηση των ανδρών, είναι ανεπίτρεπτη, γιατί αντίκειται στην αρχή της ισότητας των φύλων, Επομένως, πρέπει να εφαρμοστούν και για τις γυναίκες ασφαλισμένες οι συντελεστές που ισχύουν για τους άνδρες, που μεταφέρουν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα στο συνταξιοδοτικό σύστημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης (πρβλ. Ολ.Ελ.Σ. 977/2000). Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπ` όψιν ότι η προσφεύγουσα δεν συνταξιοδοτείται από κάποιον φορέα, ούτε ζητά την χορήγηση σύνταξης σε αυτήν, αλλά την μεταφορά των συνταξιοδοτικών της δικαιωμάτων, ώστε ο χρόνος ασφαλίσεώς της στο Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. να μετατραπεί σε χρόνο ασφαλίσεως στο σύστημα της Ευρωπαϊκής Ενωσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί διπλοσυνταξιούχος και επομένως ηλικία συνταξιοδοτήσεώς της από το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε., προκειμένου να προσδιοριστεί ο συντελεστής του αναλογιστικού ισοδύναμου που την αφορά είναι το 580 έτος της ηλικίας της, Κατά συνέπεια, (εφαρμοστέος συντελεστής αναλογιστικού ισοδύναμου για την προσφεύγουσα είναι εκείνος που αφορά άνδρες, των οποίων η ηλικία ενάρξεως πληρωμής της συντάξεώς τους είναι το 58ο έτος δηλαδή ο συντελεστής 13,363 του πίνακα 5 του άρθρου 14 του Ν. 2592/1998.

Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, η κρινόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει δεκτή και να μεταρρυθμιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. Εξ άλλου, εκτιμώντας τις περιστάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι το Τ.Σ.Μ.Ε.Δ.Ε. πρέπει να απαλλαγεί από τη δικαστική δαπάνη της προσφεύγουσας, κατ` άρθρο 275 παρ, 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, ενώ πρέπει να επιστραφεί στην προσφεύγουσα το ποσό του παραβόλου, ύψους 4,50 λεπτών, κατ` άρθρο 277 παρ. 9 του ίδιου Κώδικα.