ΣΕ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 12 Ιανουαρίου 2005, με την ακόλουθη σύνθεση : Κωνσταντίνος Ρίζος, Πρόεδρος, Μιχαήλ Δημητρόπουλος, Γεώργιος - Σταύρος Κούρτης, Γεώργιος Σχοινιωτάκης, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Αντιπρόεδροι, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κώης, Ιωάννης Μπαλαφούτης, Κωνσταντίνος Κανδρής, Αθανάσιος Φρύδας, Μαρία Ζαγκλιβερινού, Αντώνιος Τομαράς (εισηγητής), Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Διονύσιος Λασκαράτος, Μιχαήλ Ζυμής, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Μαρία Αθανασοπούλου και Ασημίνα Σαντοριναίου, Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Χρήστος Χριστοφιλόπουλος και Ιωάννης Καραβοκύρης και οι Σύμβουλοι Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη και Βασιλική Ανδρεοπούλου απουσίασαν δικαιολογημένα),
Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας : Ανδρέας Καπερώνης, Αντεπίτροπος, νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας Βασιλείου Χασαπογιάννη, που απουσίασε δικαιολογημένα,
Γραμματέας: Γεώργιος Κομπολάκης, Προϊστάμενος της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου,
Για να δικάσει την από 17 Σεπτεμβρίου 2002 περί αναιρέσεως της 1364/2001 οριστικής αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση των 1) Σ. Κ., 2) Ε. Κ. και 3) Α. Κ., συζύγου Β. Μ., κατοίκων Κυπαρισσίας (Α. Π.), Καλαμάτας (οδός Α. 135) του δευτέρου και ’ργους (οδός Κ. 3) της τρίτης, φερομένων ως κληρονόμων του αποβιώσαντος Ι. Κ., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξουσίου τους δικηγόρου Θ. Τραυλού.
κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου.
Με την 77233/17.12.1998 πράξη της 44ης Διευθύνσεως του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) απορρίφθηκε αίτηση του ήδη αποβιώσαντος χήρου συζύγου της Π. Κ., η οποία απεβίωσε στις 17.7.1998, περί μεταβιβάσεως σ' αυτόν του συνταξιοδοτικού δικαιώματος της αποβιωσάσης συζύγου του, πολεμικής συνταξιούχου από τον άμαχο πληθυσμό, με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 8 του ν. 1976/1991 δεν προβλέπουν μεταξύ των δικαιούχων βοηθήματος προσώπων και το χήρο σύζυγο.
Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1364/2001 απόφαση του ΙΙΙ Τμήματος απορρίφθηκε έφεση του ήδη αποβιώσαντος κατά της ως άνω πράξεως της 44ης Διευθύνσεως του Γ.Λ.Κ.
Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή ζητείται από τους φερομένους ως κληρονόμους του αποβιώσαντος Ι. Κ., η αναίρεση της προαναφερόμενης αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος.
Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :
Τον πληρεξούσιο δικηγόρο των αναιρεσειόντων, ο οποίος, αφού αναφέρθηκε στο δικόγραφο της αιτήσεως αναιρέσεως, το περιεχόμενο του οποίου ανέπτυξε και προφορικά στο ακροατήριο, ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση,
Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση και
Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε επίσης να απορριφθεί η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τους Συμβούλους Μ. Ζ., Σ. Ν. και Ν. Μ., που απουσίασαν λόγω κωλύματος και τη Σύμβουλο Ασημίνα Σαντοριναίου, που αποχώρησε από τη διάσκεψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και
Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,
Αποφάσισε τα εξής :
Ι. Η υπό κρίση αίτηση περί αναιρέσεως της 1364/2001 οριστικής αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για την οποία δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου (άρθρα 121 παρ. 2 του π.δ. 168/2000 και 7 περ. 1 του ν. 1203/1981), (το εκ παραδρομής κατατεθέν πρέπει να επιστραφεί) ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως και πρέπει να εξετασθεί κατά το παραδεκτό και τη βασιμότητα του μοναδικού λόγου αυτής που αναφέρεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και πλημμελή εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 8 του ν. 1976/1991, με την οποία αντικαταστάθηκε η διάταξη του άρθρου 82 παρ. 1 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων (π.δ. 168/2000) και 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος.
ΙΙ. Με την ένδικη αίτηση ζητείται η αναίρεση της ως άνω 1364/2001 αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του ήδη αποβιώσαντος, του οποίου παραδεκτώς συνεχίζουν τη δίκη οι φερόμενοι ως κληρονόμοι του, κατά της 77233/1998 πράξεως της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.). Με την εν λόγω πράξη του Γ.Λ.Κ. απορρίφθηκε αίτηση του αποβιώσαντος να κανονισθεί, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 6 παρ. 8 του ν. 1976/1991, μηνιαίο βοήθημα σ' αυτόν, ως χήρο, τέως σύζυγο θανούσας Ελληνίδας πολίτη από τον άμαχο πληθυσμό, η οποία είχε δικαιωθεί σύνταξης από το Δημόσιο Ταμείο, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 812/1943 και του α.ν. 1512/1950. Η ανωτέρω έφεση απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη απόφαση με την αιτιολογία ότι η διαφοροποίηση στη συνταξιοδοτική μεταχείριση των χηρών και χήρων συζύγων αποβιούντων πολεμικών συνταξιούχων - αναπήρων από τον άμαχο πληθυσμό με τη μορφή του αποκλεισμού των τελευταίων από τον κύκλο των δικαιούμενων βοηθήματος προσώπων του άρθρ. 6 παρ. 8 του ν. 1976/1991, δεν έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι είναι δικαιολογημένη και οφείλεται σε παράγοντες άσχετους με το φύλο. Περαιτέρω, ζητείται η επιδίκαση εις βάρος του αναιρεσίβλητου Δημοσίου της δικαστικής δαπάνης
ΙΙΙ. Το Σύνταγμα του 1975/1986, που ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της εκκληθείσας ως άνω συνταξιοδοτικής απόφασης, ορίζει στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 ότι «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις» και στο άρθρο 116 παρ. 1 και 2 ότι «1. Διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παράγραφος 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31 Δεκεμβρίου 1982. 2. Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Η προπαρατεθείσα διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 4 του Συντάγματος καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου, αλλά και την ισότητα του νόμου απέναντι σ' αυτούς. Επομένως η συνταγματική αρχή της ισότητας δεσμεύει το νομοθέτη, ο οποίος κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς όμοιων νομικών ή πραγματικών καταστάσεων ή σχέσεων και κατηγοριών προσώπων δεν μπορεί να προβαίνει σε διαφορετική μεταχείριση αυτών, θεσπίζοντας διακρίσεις ή εξαιρέσεις, εκτός αν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, αλλά επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (άρθρ. 93 παρ. 4 του Συντάγματος). Περαιτέρω, με τη διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της κατά την παρ. 1 του ίδιου ως άνω άρθρου γενικής αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσεως και της νομικής αντιμετώπισης των σχέσεων των δύο φύλων, αφενός μεν απαγορεύεται η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των επί μέρους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ τους, όσο και έναντι της πολιτείας, βάσει της διαφοράς του φύλου, αφετέρου δε, επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και ευκαιριών και στα δύο φύλα. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων είναι ανεκτές, μόνον, εφόσον τίθενται ευθέως ή προβλέπονται συγκεκριμένα από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους, οι οποίοι αναφέρονται, είτε στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας της γυναίκας και μάλιστα στα θέματα της μητρότητας, του γάμου και της οικογένειας (άρθρ. 21 παρ. 1 του Συντάγματος), είτε σε καθαρά βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή τη διάφορη μεταχείριση ενόψει του αντικειμένου της ρυθμιζόμενης σχέσεως, πάντοτε δε εντός των ακραίων ορίων, πέρα από τα οποία η σχετική ρύθμιση αντίκειται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα.
IV. Ο Κώδικας Πολεμικών Συντάξεων (π.δ. 1285/1981, ΦΕΚ Α΄ 314 και ήδη π.δ. 168/2000, ΦΕΚ Α΄ 155) ορίζει στο άρθρο 77 παρ. 1 ότι «Έλληνες πολίτες από τον άμαχο πληθυσμό, ανεξάρτητα από φύλο, που έχουν συμπληρωμένο το 14ο έτος της ηλικίας τους, δικαιούνται σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο, εφόσον έχουν υποστεί διαρκή μείωση της ικανότητάς τους για εργασία από τραύμα που προήλθε : α) Από οποιοδήποτε γεγονός που οφείλεται στη γενική εμπόλεμη κατάσταση και είχε συμβεί στο χρονικό διάστημα από 28ης Οκτωβρίου 1940 μέχρι 15ης Αυγούστου 1945. β) Από δυστυχήματα που προήλθαν από αυτοκίνητα του εχθρού. γ) Από δράση των συμμοριτών ή άλλων ανατρεπτικών στοιχείων από 1ης Ιανουαρίου 1943 και μετέπειτα και δ) Από έκρηξη βλημάτων ή εκρηκτικών μηχανημάτων κάθε είδους, που τοποθετήθηκαν εξαιτίας του πολέμου ή είχαν εγκαταλειφθεί από τις αρχές κατοχής και δεν είχαν περισυλλεγεί, και αν ακόμη ο τραυματισμός επήλθε μετά τη λήξη της εμπόλεμης κατάστασης ...»΄ στο άρθρο 81 ότι «Στις οικογένειες των πολιτών από τον άμαχο πληθυσμό που αναφέρονται στο άρθρο 77, οι οποίοι έπαθαν με τις προϋποθέσεις του άρθρου αυτού καθώς και στις οικογένειες των αναπήρων της κατηγορίας αυτής που πέθαναν ή πεθαίνουν, παρέχεται μηνιαίο βοήθημα σε ποσό ίσο προς το 75% της κάθε φορά σύνταξης, που ανήκει ανάλογα με την περίπτωση στην οικογένεια στρατιώτη που έπαθε ή πέθανε εξαιτίας του πολέμου, σύμφωνα με τις διατάξεις των νόμων που ισχύουν κάθε φορά για τις πολεμικές συντάξεις. Το βοήθημα αυτό παρέχεται σύμφωνα με τους πιο κάτω ειδικότερους ορισμούς και εφόσον συντρέχουν οι όροι αυτών» και στο άρθρο 82 παρ. 1, όπως αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 6 παρ. 8 του ν. 1976/1991, ότι «Μέλη της οικογένειας αυτού που πέθανε, τα οποία δικαιούνται βοήθημα, είναι οι χήρες, τα ανήλικα ή ενήλικα μεν, αλλά ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 67% και άνω αγόρια, οι γονείς και οι ανίκανες άγαμες ή διαζευγμένες θυγατέρες με ποσοστό ανικανότητας 67% και άνω, εφόσον συντρέχουν ανάλογα με την προσωπική και οικογενειακή κατάσταση αυτού που πέθανε οι όροι και οι προϋποθέσεις των άρθρων 35 και 36 του Κώδικα αυτού ...». Από τις προπαρατιθέμενες διατάξεις προκύπτει ότι δικαιούνται μηνιαίο βοήθημα από το Δημόσιο Ταμείο οι οικογένειες των θανόντων Ελλήνων πολιτών από τον άμαχο πληθυσμό, οι οποίοι είχαν δικαιωθεί πολεμικής σύνταξης λόγω διαρκούς μείωσης της ικανότητάς τους για εργασία από τραύμα προκληθέν υπό τις αναφερόμενες στο άρθρο 77 παρ. 1 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων συνθήκες. Στα μέλη της οικογένειας των ανωτέρω συνταξιούχων, τα οποία δικαιούνται του εν λόγω βοηθήματος, περιλαμβάνονται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 82 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα (άρθρ. 6 παρ. 8 του ν. 1976/1991), οι χήρες σύζυγοι, οι γονείς και τα τέκνα αυτών, εφόσον τα τελευταία πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, όχι όμως και οι χήροι σύζυγοι των θανουσών συνταξιούχων - Ελληνίδων από τον άμαχο πληθυσμό. Ενόψει των όσων έγιναν δεκτά στην προηγούμενη σκέψη, ο αποκλεισμός των χήρων συζύγων από τα πρόσωπα (μέλη της οικογένειας) που δικαιούνται το ως άνω βοήθημα αντίκειται στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων, που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος και είναι ανίσχυρος, διότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως θεμιτή απόκλιση κατά το άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος. Ούτε μπορεί μετά την 1.1.1983 να θεωρηθεί ισχύουσα οποιαδήποτε προϋπάρχουσα διάταξη που θεσπίζει παρόμοια αδικαιολόγητη διάκριση. Επομένως η διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 82 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 6 παρ. 8 του ν. 1976/1991, κατά το μέρος που δεν περιλαμβάνει τους χήρους συζύγους στα πρόσωπα που δικαιούνται το προβλεπόμενο από το άρθρο 81 του ως άνω Κώδικα βοήθημα, εισάγει ανεπίτρεπτη ανισότητα εις βάρος τους, γεγονός που την καθιστά αντισυνταγματική και ως εκ τούτου ανεφάρμοστη. Στην περίπτωση αυτή, για την αποκατάσταση της επιβαλλόμενης ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων, έχει εφαρμογή για το χήρο αποβιωσάσης συνταξιούχου του Δημοσίου, το συνταξιοδοτικό καθεστώς που ισχύει για τη χήρα αποβιώσαντος συνταξιούχου του τελευταίου.
V. Στην υπό κρίση υπόθεση, το Τμήμα που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί των πραγμάτων κρίση του, ότι ο ήδη αποβιώσας ήταν χήρος, τέως σύζυγος της Π. Κ., που απεβίωσε στις 16.7.1998 και η οποία, με τη 25388/1946 απόφαση της Α΄ Επιτροπής Κανονισμού Πολεμικών Συντάξεων, δικαιώθηκε σύνταξη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 του ν. 812/1943 και 1 του α.ν. 1512/1950, ως πολίτης από τον άμαχο πληθυσμό που τραυματίσθηκε από έκρηξη πολεμικού μηχανήματος που είχε τοποθετηθεί από τα στρατεύματα κατοχής. Ακολούθως, η πληττόμενη απόφαση έκρινε ότι η διαφοροποίηση στη συνταξιοδοτική μεταχείριση των χηρών και των χήρων συζύγων αποβιούντων πολεμικών συνταξιούχων - αναπήρων από τον άμαχο πληθυσμό με τη μορφή του αποκλεισμού των τελευταίων από τον κύκλο των δικαιουμένων βοηθήματος προσώπων του άρθρου 6 παρ. 8 ν. 1976/1991, δεν αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος, διότι είναι δικαιολογημένη και οφείλεται σε παράγοντες άσχετους με το φύλο. Κι αυτό γιατί η ευμενέστερη συνταξιοδοτική μεταχείριση των χηρών συζύγων οφειλόταν στην επικρατούσα διαπλοκή των κοινωνικών και ιδίως των οικογενειακών σχέσεων, η οποία προσέφερε στη γυναίκα περιορισμένες ευκαιρίες για άμεση κοινωνική ασφάλιση και επαγγελματική αποκατάσταση για απόκτηση δυνατότητας συνταξιοδοτήσεώς της εξ ιδίου δικαιώματος, με συνέπεια να είναι ασφαλιστικά εξαρτημένη από τον άνδρα, αφού ήταν επιφορτισμένη κατά κανόνα με οικογενειακά καθήκοντα, αναγόμενα στις μη υπαγόμενες στην κοινωνική ασφάλιση εσωτερικές οικογενειακές εργασίες (οικιακά, ανατροφή των τέκνων κ.λπ.) και επομένως δεν μπορούσε να ασφαλιστεί, παρά μόνο εμμέσως ως προστατευόμενο μέλος της οικογένειας του συζύγου της. Αντιθέτως, ο άνδρας, έχοντας τη μέριμνα των εξωτερικών οικογενειακών υποθέσεων, εκτελούσε μισθωτές ή ανεξάρτητες εργασίες, που είναι κατά κανόνα ασφαλιζόμενες κοινωνικώς και έχει τη δυνατότητα να αποκτήσει αυτοτελές δικαίωμα συνταξιοδοτήσεως. Έτσι, όμως, που έκρινε το Τμήμα, απορρίπτοντας το αίτημα του ήδη αποβιώσαντος για κανονισμό συντάξεως (πολεμικού βοηθήματος) κατά μεταβίβαση ως χήρου συζύγου πολεμικής συνταξιούχου, έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερόμενων διατάξεων και πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού περί τούτου μοναδικού λόγου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως να συμψηφιστούν δε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω του δυσερμηνεύτου των διατάξεων για την έκβαση της δίκης (άρθρ. 179 Κ.Πολ.Δ. και 123 π.δ/τος 1225/1981). Στη συνέχεια η υπόθεση, που χρήζει διερευνήσεως κατά το πραγματικό μέρος της, πρέπει να αναπεμφθεί στο ίδιο ΙΙΙ Τμήμα, το οποίο την εξέδωσε, για την εκ νέου εξέτασή της, υπό διαφορετική σύνθεση, κατά το άρθρο 116 του π.δ. 1225/1981.
Για τους λόγους αυτούς
Δέχεται την αίτηση αναιρέσεως των κληρονόμων του αρχικού διαδίκου και ήδη αποβιώσαντος Ι. Ε. Κ.
Αναιρεί τη 1364/2001 οριστική απόφαση του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Διατάσσει την επιστροφή στους αναιρεσείοντες του παραβόλου αναιρέσεως και
Αναπέμπει την υπόθεση στο ΙΙΙ Τμήμα για νέα κρίση υπό διαφορετική σύνθεση.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 9 Φεβρουαρίου 2005.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΙΖΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΟΜΑΡΑΣ
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΜΠΟΛΑΚΗΣ
Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις ....................................
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΡΙΖΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΟΜΠΟΛΑΚΗΣ