Έτος
2005
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 5 παρ. 3 εδ. α' ΚΠΣΣ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Χήρος σύζυγος υπαλλήλου

 

Ταμείο Συντάξεων Προσωπικού Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων του κράτους. Μετά την κατάργηση με το νόμο 981/1979 του ταμείου, οι ασφαλισμένοι αυτού υπάγονται στην ασφάλιση του ΙΚΑ, αλλά για τη συνταξοδότησή τους έχουν εφαρμογή οι διατάξεις που ισχύουν για τους πολιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου. Για την επίλυση συνταξιοδοτικών ζητημάτων των συνταξιούχων αυτών ή των μελών της οικογενείας τους τηρείται η διαδικασία του άρθρου 5 του ν. 3163/1955. Η ένσταση ενώπιον της Ε ΕΠΚΣ αποτελεί υποχρεωτικό ένδικο μέσο. Το Ελεγκτικό Συνέδριο, όταν επιλαμβάνεται της έφεσης, οφείλει να ερευνά αν τηρήθηκε η ενδικοφανής διαδικασία και αν η διοίκηση ενημέρωσε σχετικά τον ενδιαφερόμενο. Η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 εδ. α` του πδ 166/2000, κατά το μέρος που θεσπίζει πρόσθετες προϋποθέσεις για τη συνταξιδότηση του χήρου συζύγου υπαλλήλου ή συνταξιούχου του Δημοσίου, πέραν αυτών που απαιτούνται για τη χήρα, αντίκειται στην αρχή της ισότητας και είναι ανίσχυρη. Εφαρμογή και για το χήρο, όσων ισχύουν για τη χήρα. Δεκτή η έφεση.

Αριθ. 852/2005, ΙΙ Τμήματος

Πρόεδρος: Ευστάθιος Ροντογιάννης, Avnπρόεδρος Εισηγήτρια: Δέσποινα Τζούμα, Πάρεδρος Γενική Επίτροπος Επικρατείας: Αννα Λιγωμένου, Σύμβουλος

Ι. Με την υπό κρίση "προσφυγή", η οποία παραπέμφθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο με την 8521/2002 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας (4ου Τριμελούς Τμήματος), ζητείται η ακύρωση της Σ10/65295/18899/1999/29.12.1999 πράξης της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α., με την οποία απορρίφθηκε αίτηση του προσφεύγοντος για κανονισμό σ` αυτόν σύνταξης από μεταβίβαση λόγω θανάτου της συζύγου του, συνταξιούχου του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων του Κράτους (πρώην τακτικής υπαλλήλου του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών), η οποία, μετά την κατάργηση με το ν. 981/1979 του Κλάδου Συντάξεων του Ταμείου αυτού, λάμβανε σύνταξη από το Ι.Κ.Α. βάσει του άρθρου 4 του ως άνω νόμου.

ΙΙ Ο ν. 981/1979 "Περί καταργήσεως του Κλάδου Συντάξεων του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων του Κράτους" (ΦΕΚ Α` 239) ορίζει στο άρθρο 1 παρ. 1,2 και 3 ότι: "1. Ο εις το Ταμείον Συντάξεων Προσωπικού Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων του Κράτους υφιστάμενος Κλάδος Συντάξεων καταργείται. 2. Υπάγονται εφεξής εις την ασφάλισιν του Ι.Κ.Α. κατά τας διατάξεις του άρθρου 11 του ν.δ. 4277/1962 ...ως αύται εκάστοτε ισχύουν, οι εκ των ασφαλισμένων εις τον καταργούμενον κλάδον ανήκοντες εις το τακτικόν προσωπικόν των κάτωθι Ν.Π.Δ.Δ.: α) Των Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων της Χώρας. ...στ) Του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών ...3. Το μη μόνιμον προσωπικόν των Ν.Π.Δ.Δ. τούτων, δικαιούται συντάξεως παρά του Ι.Κ.Α. κατά τας κοινός περί τούτου διατάξεις", στο άρθρο 2 παρ. 1 και 2 ότι: "1. Εις το Ι.Κ.Α. περιέρχεται, ως επί καθολικής, διαδοχής, το σύνολον των ενεργητικών και παθητικών περιουσιακών στοιχείων του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων του Κράτους, των προερχομένων εκ της λειτουργίας του καταργουμένου Κλάδου Συντάξεων... 2. Απασα η ακίνητος περιουσία του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικσύ Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων του Κράτους, περιέρχεται αυτοδικαίως εις το Ι.Κ.Α. ..." και στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 ότι: "1. Από της καταργήσεως του Κλάδου Συντάξεων του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων, το Ι.Κ.Α. βαρύνεται με την καταβολήν των συντάξεων των ήδη συνταξιούχων του καταργουμένου Κλάδου, θεωρουμένων ως συνταξιούχων του Ι.Κ.Α. 2. Οι κατά την προηγουμένην παράγραφον συνταξιούχοι εξακολουθούν λαμβάνοντες το ποσοστόν της υπό του Ταμείου καταβαλλομένης αυτοίς συντάξεως, ήτις αυξάνεται κατά το ποσοστόν των εκάστοτε χορηγουμένων εις τας συντάξεις των συνταξισύχων τακτικών υπαλλήλων του Ι.Κ.Α. αυξήσεων". Εξάλλου, στο άρθρο 11 παρ. 1 του ν.δ. 4277/1962 "Περί συνταξιοδοτήσεως των ιατρών του Ι.Κ.Α. και ετέρων τινών κατηγοριών εργαζομένων" (ΦΕΚ Α` 191) ορίζεται ότι: "Αι διατάξεις του ν. 3163/1955... έχουσιν εφαρμογήν και επί του τακτικού προσωπικού των Οργανισμών Κοινωνικής Πολιτικής αρμοδιότητος του Υπουργείου Εργασίας, ως και του αυτού προσωπικού των Ν.Π.Δ.Δ. αρμοδιότητος του Υπουργείου Κοινωνικής Προνοίας του ησφαλισμένου παρά τω Κλάδω Συντάξεων του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, πλην καθ` όσον άλλως ορίζεται δια του παρόντος". Περαιτέρω, ο ν. 3163/1955 "Περί συνταξιοδοτήσεως του προσωπικού του Ιδρύματος των Κοινωνικών Ασφαλίσεων" (ΦΕΚ Α` 71) ορίζει στο άρθρο 1 ότι: "Οι τακτικοί υπάλληλοι του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων και τα μέλη οικογενείας των δικαιούνται συντάξεως εξ αυτσύ, εφαρμοζομένων αναλόγως πασών των εκάστοτε ισχυουσών διατάξεων περί απονομής συντάξεως εις τους δημοσίους πολιτικούς υπαλλήλους, πλην καθ` όσον άλλως ορίζεται δια του παρόντος νόμου" και στο άρθρο 5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ν.δ. 183/ 1973 (ΦΕΚ Α` 262), ότι: "1. Ο Κανονισμός των κατά τον παρόντα νόμον συντάξεων και επιδομάτων, ως και η αναγνώρισις προϋπηρεσιών ως συνταξίμων ενεργείται δια πράξεως εκδιδομένης υπό του Διευθυντού της παρά τη Διοικήσει του Ι.Κ.Α. αρμοδίας υπηρεσίας Συντάξεων, εις ον ανήκει και η κρίσις περί της απορίας οσάκις απαιτείται τοιαύτη δια την θεμελίωσιν του δικαιώματος, ως και η αρμοδιότης δια την έκδοσιν πάσης δια την εφαρμογήν του παρόντος νόμου αναγκαίας διοικητικής πράξεως. ...4. Η κατά τας προηγουμένας παραγράφους πράξις του Διευθυντσύ της Υπηρεσίας Συντάξεων υπόκειται εις ένστασιν, ασκουμένην δια πάντα λόγον, υπό παντός ενδιαφερομένου ενώπιον της κατά το άρθρον 1 του α.ν. 599 του 1968 Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων εντός προθεσμίας ενός έτους αρχομένης από της κοινοποιήσεως της προσβαλλομένης πράξεως. ...7. Αι επί ενστάσει εκδιδόμεναι αποφάσεις υπόκεινται εις έφεσιν ενώπιον του οικείου Τμήματος του Ελεγκτικσύ Συνεδρίου, ασκουμένην υπό του Διοικητού του Ι.Κ.Α. ή παντός ενδιαφερομένου εντός προθεσμίας ενός έτους από της κοινοποιήσεως της αποφάσεως. Επί των εφέσεων τούτων και των περαιτέρω ενδίκων μέσων κατά των επί εφέσει εκδιδομένων αποφάσεων του Ελεγκτικού Συνεδρίου εφαρμόζονται αι σχετικαί διατάξεις του Οργανισμού αυτού. 8. Η εξέτασις της νομιμότητος των κατά το παρόν άρθρον εκδιδομένων πράξεων ή αποφάσεων κατ` άλλην, πλην της εν τω παρόντι άρθρω αναγραφομένης, διαδικασίαν απαγορεύεται...".

Από το συνδυασμό των διατάξεων που προπαρατέθηκαν συνάγονται τα εξής: Μετά την κατάργηση βάσει του ν. 981/1979 του Κλάδου Συντάξεων του τελούντος υπό την εποπτεία του Υπουργείου Εργασίας Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εμπορικών και Βιομηχανικών Eπιμελητηρίων του Κράτους (Τ.Σ. Π.Ε.Β.Ε.Κ., βλ. άρθρα 1 και 16 της Υ.Α. 66335/Σ.653/1957, ΦΕΚ Β` 312), οι τακτικοί υπάλληλοι των αναφερόμενων στο άρθρο 1 του ως άνω νόμου Ν.Π.Δ.Δ. -μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και το Βιοτεχνικό Eπιμελητήριο Αθηνών -που ήταν ασφαλισμένοι στον καταργούμενο κλάδο, υπάγονται στην ασφάλιση του Ι.Κ.Α., χωρίς όμως να έχουν την ιδιότητα του ασφαλισμένου του Ιδρύματος αυτού κατά το άρθρο 2 του α.ν. 1846/1951 (ΦΕΚ Α` 179), αλλά η συνταξιοδότησή τους χωρεί υπό προϋποθέσεις και κατά διαδικασία ανάλογη με την εκάστοτε ισχύουσα για τους πολιτικούς υπαλλήλους του Δημοσίου. Κατά τη διαδικασία δε αυτή επιλύονται όλες οι διαφορές που αφορούν την απονομή των συντάξεών τους, την αναγνώριση της συντάξιμης υπηρεσίας τους, καθώς και τα λοιπά θέματα που προκύπτουν από την εφαρμογή του προαναφερόμενου ειδικού συνταξιοδοτικού καθεστώτος (Σ.τ.Ε. 485/1988, 481/1989). Το ίδιο ισχύει και για τους, ήδη κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του ν. 981/1979 (βλ. άρθρο 8 του νόμου αυτού), συνταξιούχους του ως άνω Ταμείου, οι οποίοι συνταξιοδοτούνται πλέον από το Ι.Κ.Α. υπαγόμενοι επίσης στο ίδιο με τους τακτικούς υπαλλήλους του Ιδρύματος συνταξιοδοτικό καθεστώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3163/1955 (βλ. εισηγητική έκθεση ν. 981/1979). Επομένως, για την επίλυση των συνταξιοδοτικών ζητημάτων των εν λόγω συνταξιούχων ή, σε περίπτωση θανάτου αυτών, των μελών της οικογένειάς τους, τηρείται η διαδικασία του άρθρου 5 του ν. 3163/1955, όπως ισχύει, κατά την οποία η πράξη του Διευθυντή της αρμόδιας Υπηρεσίας Συντάξεων του Ι.Κ.Α., με την οποία γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται συνταξιοδοτικό αίτημα, προσβάλλεται για οποιονδήποτε λόγο με ένσταση ενώπιον της Eπιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) του άρθρου 1 του α.ν. 599/1968, οι δε αποφάσεις της Eπιτροπής αυτής υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στο πλαίσιο της ανωτέρω διαδικασίας, η ένσταση ενώπιον της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. αποτελεί υποχρεωτικό ενδικοφανές μέσο, υπό την έννοια που δέχεται παγίως η νομολογία, η μη άσκηση του οποίου καθιστά απαράδεκτη τη στρεφόμενη ευθέως κατά της πράξης του Διευθυντή της Υπηρεσίας Συντάξεων του Ι.Κ.Α. έφεση, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (ΙΙ Τμ. Ε.Σ. 267/1991, 1253/2000, βλ. σχετ. και Σ.τ.Ε. 3607/1992 κ.ά.). Το Ελεγκτικό Συνέδριο όταν επιλαμβάνεται σχετικής έφεσης, οφείλει, και αυτεπαγγέλτως ακόμη, να ερευνά και αιτιολογημένα να βεβαιώνει ότι η προσβαλλόμενη με την έφεση απόφαση εκδόθηκε Kατόπιν άσκησης του προβλεπόμενου από το νόμο ενδικοφανούς μέσου. Σε περίπτωση που το ενδικοφανές αυτό μέσο δεν ασκήθηκε από τον ενδιαφερόμενο, το Δικαστήριο πρέπει περαιτέρω να εξετάσει εάν η Διοίκηση γνωστοποίησε στο πρόσωπο, το οποίο αφορά η υποκείμενη σε ένσταση εκτελεστή πράξη, ότι κατά της πράξης αυτής προβλέπεται από το νόμο η άσκηση ένστασης, την προθεσμία κατάθεσής της και το όργανο ενώπιον του οποίου πρέπει να ασκηθεί. Εάν δε διαπιστωθεί ότι δεν έγινε η ανωτέρω γνωστοποίηση, το Δικαστήριο δεν απορρίπτει την ενώπιόν του ασκηθείσα έφεση ως απαράδεκτη, μολονότι ο ενδιαφερόμενος παρέλειψε να ασκήσει το προαναφερόμενο ενδικοφανές μέσο, αλλά προβαίνει σε περαιτέρω έρευνα και κρίση της υπόθεσης. Εξάλλου, η ως άνω γνωστοποίηση πρέπει να γίνεται είτε με την υποκείμενη σε ένσταση εκτελεστή διοικητική πράξη, είτε με το έγγραφο της κοινοποίησης της πράξης αυτής (πρβλ. ΙΙ Τμ. Ε.Σ. 457/2004, Σ.τ.Ε. 2892/1993, 1250/1994, 3925/2001 κ.ά.).

ΙΙΙ. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα στοιχεία, της δικογραφίας προκύπτει ότι με την προσβαλλόμενη Σ10/65295/18899/1999/29.12.1999 πράξη της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α. απορρίφθηκε αίτηση του προσφεύγοντος για κανονισμό σ` αυτόν σύνταξης από μεταβίβαση λόγω θανάτου της συζύγου του, συνταξιούχου από 26.9.1977 του Τ.Σ.Π.Ε.Β.Ε.Κ. (πρώην τακτικής υπαλλήλου του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών), η οποία, μετά την κατάργηση με το ν. 981/1979 του Κλάδου Συντάξεων του Ταμείου αυτού, λάμβανε σύνταξη από το Ι.Κ.Α., κατ` εφαρμογή των ισχυουσών για τους τακτικούς υπαλλήλους του Ιδρύματος διατάξεων (άρθρ. 1 ν. 3163/ 1955). Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η ένδικη "προσφυγή", εκτιμώμενη ως έφεση του άρθρου 5 παρ. 7 του ν. 3163/1955, νομίμως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, μετά την έκδοση της 8521/2002 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθήνας (4ου Τριμελούς Τμήματος), με την οποία παραπέμφθηκε στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ως αρμόδιο για να αποφανθεί επ` αυτής Δικαστήριο, καθόσον η επίδικη διαφορά έχει ως αντικείμενο το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του χήρου συζύγου συνταξιούχου του Ι.Κ.Α. υπαγόμενης στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ν. 3163/1955 (βλ. και άρθρο 54 π.δ. 774/1980). Περαιτέρω, η υπό κρίση έφεση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα, από 9.3.2000, ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου 343600 σειράς Β` και 5223676 σειράς Α`), είναι τυπικά δεκτή, αν και στρέφεται ευθέως κατά της ανωτέρω πράξης της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α., χωρίς να έχει προηγηθεί η άσκηση κατ` αυτής του ενδικοφανούς μέσου της ένστασης ενώπιον της Ε.Ε.Π.Κ.Σ. Και τούτο, διότι ο εκκαλών δεν ενημερώθηκε σχετικά με το εν λόγω ενδικοφανές μέσο, την προθεσμία και το όργανο ενώπιον του οποίου έπρεπε να ασκηθεί, αφού στο Σ10/65295/18899/1999/14.1.2000 έγγραφο κοινοποίησης στον ίδιο της προσβαλλόμενης πράξης αναγραφόταν ότι "κατά της αποφάσεως αυτής μπορεί να ασκηθεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από την παραλαβή της", η οποία και ασκήθηκε εμπροθέσμως από τον εκκαλούντα (9.3.2000, βλ. σχετική πράξη κατάθεσης δικογράφου). Κατ` ακολουθίαν, η έφεση αυτή, όπως συμπληρώνεται από τα, από 18.4.2002 και 24.1.2005, υπομνήματα, πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητά της.
IV. Ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979, ΦΕΚ Α` 292 και ήδη 166/2000, ΦΕΚ Α` 153) ορίζει στο άρθρο 5 παρ. 1 και 3 ότι: "1. Δικαίωμα σε σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο έχουν: α) Η χήρα του υπαλλήλου, από αυτούς που αναφέρονται στα άρθρα 1 και 2, ο οποίος είχε αποκτήσει δικαίωμα σε σύνταξη ή που πέθανε στην υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση πενταετούς τουλάχιστον πραγματικής συντάξιμης υπηρεσίας ...Η χήρα δικαιούται σύνταξη αν από το γάμο έχει συμπληρωθεί ενός έτους πραγματική συντάξιμη υπηρεσία του συζύγου της ή αν ο γάμος έχει τελεσθεί δύο τουλάχιστον πλήρη έτη πριν από το θάνατό του ...3. (άρθρ. 2 παρ. 2 ν. 955/1979). Ο σύζυγος γυναίκας δημόσιας υπαλλήλου ή συνταξιούχου που ζει μετά το θάνατό της, δικαιούται σύνταξη από το Δημόσιο σύμφωνα με τους όρους και τις προϋποθέσεις της περ. α` της παρ. 1 αυτού του άρθρου αν κατά το χρόνο θανάτου της συζύγου του ήταν άπορος και ανίκανος για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 65%. Η ανικανότητα αυτή αποδεικνύεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής. Οπου σ` αυτόν τον Κώδικα αναγράφεται η λέξη "χήρα" για την απόκτηση ή απώλεια ή αναστολή του δικαιώματος σύνταξης ή τον υπολογισμό της εννοείται και ο χήρος που αναφέρεται στο προηγούμενο εδάφιο". Εξάλλου, το Σύνταγμα ορίζει στο άρθρο 4 παρ. 1 και 2 ότι: "1. Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις" και στο άρθρο 116 παρ. 1 και 2, όπως η παρ. 2 ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, ότι: "1. Διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παράγραφος 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31 Δεκεμβρίου 1982. 2. Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παραγράφου 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους στις περιπτώσεις ορίζει ειδικά ο νόμος". Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι για τη συνταξιοδότηση του χήρου συζύγου λόγω θανάτου της συζύγου του, δημόσιας υπαλλήλου ή συνταξιούχου, θεσπίζονται πρόσθετες προϋποθέσεις, πέραν εκείνων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση της χήρας συζύγου θανόντος δημόσιου υπαλλήλου ή συνταξιούχου. Δηλαδή, εκτός από τη συνδρομή των χρονικών προϋποθέσεων που καθιερώνονται για τη χήρα σύζυγο, απαιτείται επιπλέον ο αιτούμενος τη συνταξιοδότησή του χήρος να είναι άπορος και ανίκανος προς άρση βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό ανώτερο του 65%. Ομως, με την ως άνω διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του Συντάγματος, η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της, κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου, γενικής αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινοτικής θέσης και της νομικής αντιμετώπισης των σχέσεων των δύο φύλων, αφενός μεν απαγορεύεται η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των επί μέρους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ τους όσο και έναντι της πολιτείας, βάσει της διαφοράς του φύλου, αφετέρου δε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας των φύλων, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 116 παρ. 2 του Συντάγματος, όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης πράξης, είναι ανεκτές μόνο εφόσον τίθενται ευθέως ή προβλέπονται συγκεκριμένα από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους, που αναφέρονται είτε στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας της γυναίκας και μάλιστα σε θέματα μητρότητας, γάμου και οικογένειας (άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος), είτε σε καθαρά βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή τη διάφορη μεταχείριση, ενόψει του αντικειμένου της ρυθμιζόμενης σχέσης, πάντοτε δε εντός των ακραίων ορίων, πέρα από τα οποία η ρύθμιση αυτή αντίκειται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Συνεπώς, η θέσπιση πρόσθετων όρων για τη συνταξιοδότηση τόυ χήρου συζύγου δημόσιας υπαλλήλου ή συνταξιούχου, εκτός από εκείνους που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση της χήρας, αντίκειται στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων, που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος και είναι ανίσχυρη, διότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως θεμιτή απόκλιση κατά το άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος. Για τους ίδιους λόγους δεν μπορεί να θεωρηθεί ισχύουσα μετά την 1.1.1983 οποιαδήποτε προϋπάρχουσα διάταξη που θεσπίζει παρόμοια αδικαιολόγητη διάκριση. Επομένως, η ανωτέρω διάταξη της παρ. 3 εδ. α` του άρθρου 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, κατά το μέρος που θεσπίζει πρόσθετες προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση του χήρου συζύγου υπαλλήλου ή συνταξιούχου του Δημοσίου, πέραν των απαιτουμένων για τη συνταξιοδότηση της χήρας (ήτοι απορία και ανικανότητα προς άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 65%), εισάγει ανεπίτρεπτη διάκριση για τους χήρους άνδρες, γεγονός που καθιστά αυτήν αντισυνταγματική και ως εκ τούτου ανίσχυρη. Τη θέση της διάταξης αυτής, που αντίκειται στην αρχή της ισότητας των φύλων, καταλαμβάνει η απομένουσα ευνοϊκότερη ρύθμιση που αφορά τη συνταξιοδότηση της χήρας συζύγου υπαλλήλου ή συνταξιούχου του Δημοσίου, η οποία έτσι επεκτείνεται και υπέρ της κατηγορίας των χήρων ανδρών (Ολ. Ε.Σ. 1273/1996, ΙΙ Τμ. 680/1998, 1719/1999 κ.ά.).

V. Στην υπό κρίση υπόθεση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής: Η σύζυγος του εκκαλούντος Ι.-Π.Π., η οποία απεβίωσε στις 20.4.1992, ήταν συνταξιούχος από 26.9.1977 του Τ.Σ.Π. Ε.Β.Ε.Κ. (πρώην τακτική υπάλληλος του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Αθηνών), μετά δε την κατάργηση με το ν. 981/1979 του Κλάδου Συντάξεων του Ταμείου αυτού, λάμβανε σύνταξη από το Ι.Κ.Α., κατ` εφαρμογή των ισχυουσών για τους τακτικούς υπαλλήλους του ιδρύματος διατάξεων, σύμφωνα με το άρθρο Ι του ν. 3163/1955 (βλ. τα πρακτικά της 672ας Συνεδρίασης της 25ης Ιανουαρίου 1978 του Διοικητικού Συμβουλίου του Κλάδου Συντάξεων του Τ.Σ.Π.Ε.Β.Ε.Κ., τη Σ10/0065295/8048/1988/15.4.1988 πράξη του Διευθυντή της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α. και το 235/27.4.1992 αντίγραφο της 1/1992 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιάρχου της Κοινότητας Δούκα Νομού Ηλείας). Κατά το χρόνο του θανάτου της κατέλιπε ως πλησιέστερους συγγενείς το σύζυγό της Δ.Φ. (εκκαλούντα), με τον οποίο είχε παντρευτεί στις 17.8.1958 και τα δύο τέκνα τους, εκ των οποίων το πρώτο (Ι.) γεννήθηκε το έτος 1960 και το δεύτερο (Δ.) το έτος 1963 (βλ. αντίγραφο της 12/ΙΖ/58 ληξιαρχικής πράξης γάμου του Ληξιάρχου του Δήμου Αθηναίων και το 3800/26.11.1999 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του Δημάρχου του Δήμου Φολόης Ν. Ηλείας). Ακολούθως, ο εκκαλών, ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1925 και από 4.2.1983 λαμβάνει εξ δίου δικαιώματος σύνταξη γήρατος από το Ι.Κ.Α. βάσει των διατάξεων του ν. 3163/1955, με την από 2.12.1999 αίτησή του (αριθ. πρωτ. 30903/ 3.12.1999) προς τη Διεύθυνση Συντάξεων Προσωπικού, Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α. ζήτησε να κανονιστεί σ` αυτόν σύνταξη από μεταβίβαση, λόγω θανάτου της συζύγου του, επιλέγοντας το ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς του ν. 3163/1955. Η ανωτέρω αίτηση απορρίφθηκε με την προσβαλλόμενη Σ10/65295/ 18899/1999/29.12.1999 πράξη της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Συντάξεων Προσωπικού Ν.Π.Δ.Δ. του Ι.Κ.Α., με την αιτιολογία ότι, αφού ο εκκαλών λαμβάνει ατομική σύνταξη γήρατος από το Ι.Κ.Α., δεν συντρέχει στο πρόσωπό του η προυπόθεση της απορίας, που τίθεται από τις διατάξεις των άρθρων 23 και 24 του Κανονισμού Συντάξεων του Τ.Σ.Π.Ε.Β.Ε.Κ. (Υ.Α. 66335/Σ.653/Ι957, ΦΕΚ Β` 312) για την απονομή σύνταξης σε χήρο σύζυγο θανούσας ασφαλισμένης ή συνταξιούχου του εν λόγω Ταμείου. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, εφαρμοστέα όσον αφορά το συνταξιοδοτικό δικαίωμα του εκκαλούντος είναι η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, η οποία, κατά το μέρος που θεσπίζει πρόσθετες προ1) ποθέσεις για τη συνταξιοδότηση του χήρου συζύγου, πέραν εκείνων που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση της χήρας (απορία και ανικανότητα προς άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος κατά ποσοστό μεγαλύτερο του 65%), είναι, ενόψει των άρθρων 4 και 116 του Συντάγματος, ανίσχυρη ως αντισυνταγματική και για το λόγο αυτό το συνταξιοδοτικό δικαίωμα των χήρων ανδρών κρίνεται με βάση όσα ισχύουν για τις χήρες συζύγους υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου. Επομένως, η εκκαλούμενη πράξη, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση του εκκαλούντος με την προαναφερόμενη αιτιολογία κατ` εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 23 και 24 του Κανονισμού Συντάξεων του Τ.Σ.Π.Ε.Β.Ε.Κ., είναι μη νόμιμη και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί. Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή, ως βάσιμη, η υπό κρίση έφεση, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη πράξη και να αναπεμφθεί ο φάκελος της υπόθεσης στην ανωτέρω αρμόδια Διεύθυνση του Ι.Κ.Α., για να αποφανθεί επί του αιτήματος του εκκαλούντος, ο οποίος στις 9.5.2003 τέλεσε δεύτερο γάμο με την Α.Κ. (βλ. αντίγραφο της 70/43/2003 ληξιαρχικής πράξης γάμου της Ληξιάρχου του Δήμου Χαϊδαρίου). Μετά δε την παραδοχή της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου στον εκκαλούντα (βλ. άρθρο 56 παρ. 2 π.δ. 774/1980). Τέλος, σύμφωνα με τα άρθρα 176, 189, 190 παρ. 3 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. -που κατ` άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981 εφαρμόζονται αναλόγως και στην παρούσα δίκη -σε συνδυασμό με τις διατάξεις της Α.Υ.Ο.1118877/2240/ΑΟΟ12/ΠΟΛ.1314/21.12.2000 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β` 1626), της 1085081/1473/ΑΟΟ12/ΠΟΛ. 1108/24.9.2003 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Δικαιοσύνης (ΦΕΚ Β` 1960/31.10.2003) και αυτές των άρθρων 5 τουν. 3210/1955 (ΦΕΚ Α` 115) και 22 παρ. 1 τουν. 3693/1957 (ΦΕΚ Α` 79), όπως ισχύει, πρέπει το εναγόμενο I.Κ.Α. που ηττήθηκε να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη του εκκαλούντος, η οποία ανέρχεται στο ποσό των 281 ευρώ (για παραστάσεις, σύνταξη προσφυγής και υπομνημάτων και λοιπά έξοδα, βλ. και ΑΠ 334/1992, 60/1997).