Έτος
2007
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 44, παρ. 8 Καταστατικού ΤΣΠΕΑΘ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Σύζυγοι / προσαύξηση σύνταξης

 

Αγωγή κατά του Τ.Σ.Π.Ε.Α.Θ. λόγω μη καταβολής της οικογενειακής παροχής. Οι ένδικες απαιτήσεις των εναγουσών δεν στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματική βάση, και κατά συνέπεια, δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ομοδικίας. Μειοψηφία. Η αίτηση συνταξιοδοτήσεως δεν απαιτείται να περιέχει και ιδιαίτερα αιτήματά χορηγήσεως, αφενός του βασικού ποσού συντάξεως και αφετέρου των λοιπών επιμέρους κονδυλίων, προκειμένου να καλυφθεί η προβλεπόμενη από την παρ.5 του άρθρου 71 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας διαδικαστική προϋπόθεση. Μειοψηφία. Η διάταξη της παρ.8 του άρθρου 44 του καταστατικού του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης,, κατά το μέρος, που εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ φύλων, αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας και ίναι ανίσχυρη. Εφαρμοστέα και για τη συνταξιούχο του εναγομένου, η ισχύουσα για τον άντρα συνταξιούχο ρύθμιση, κατά την οποία για τη χορήγηση της προσαύξησης της σύνταξης αρκεί μόνο η ύπαρξη συζύγου, χωρίς να απαιτείται και να μην εργάζεται ή να μη συνταξιοδοτείται αυτός. Πενταετής παραγραφή της αξίωσης των εναγουσών.

Αριθμ. Απόφασης:5155/2007 ΓΑΚ 30606/2003

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ Τμήμα 11ο Τριμελές 

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Σεπτεμβρίου 2006, με δικαστές τους Θεοφανώ Λαδοπούλου - Κοντού, Πρόεδρο Πρωτοδικών Δ.Δ, Αθανασία Ζώη, Αγγελική Βρεττού ( εισηγήτρια ), Πρωτοδίκες Δ,Δ, και γραμματέα την Χριστίνα Κοσκολού, δικαστική υπάλληλο

για να δικάσει την αγωγή, με χρονολογία 12 Σεπτεμβρίου 2003 των 1) ......... .........., κατοίκου Πάρνηθος Αττικής (οδός...... ......... αρ....) , 2) ..... ......... κατοίκου Ν. Σμύρνης Αττικής (οδός ............... αρ...), 3) ....... .......... ,κατοίκου Π. Φαλήρου Αττικής (........ ..) , 4) ..... ........ κατοίκου Αθηνών(οδός ............ αρ .), 5) ........ ........., κατοίκου Αθηνών(οδός .......... αρ. ...-... ) και 6) ...... .........,?. 7) ......... ............., κατοίκου Μοσχάτου Αττικής ( οδός ., ........... αρ .. ), οι οποίες δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκαν, μετά την υποβολή της από 14-9-2006 δήλωσης αρθ 133 παρ 2 ΚΔΔ,( μετά τον ν. 2915/2001 άρθρο 29 παρ 1 ), της πληρεξούσιάς τους δικηγόρου , Αλίκη Μαυρογιάννη συμπαραστάθηκε η ασκούμενη δικηγόρος Αστέρω Τριγάζη κατά ΝΠΔΔ με την επωνυμία « Ταμείου Συντάξεως Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης ( Τ.ΣΠ.Ε.Α.Θ..) » το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. ,ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε, μετά την υποβολή της από 12-9-2006 δήλωσης αρθ.133 παρ 2 ΚΔΔ, (μετά τον ν. 2915/2001 άρθρο 29 παρ 1 ), του πληρεξούσιού του δικηγόρου Σπύρου Σαρρή. Μετά το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη . Η κρίση του είναι η εξής: Με την κρινόμενη αγωγή, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο δικαστικό ένσημο-αγωγόσημο (βλ. τα με αριθ. 118013, 033751,035018,118031,033743,229454,033744,218941,033746,185236,033750 σειρά Α΄ έντυπα καταβολής)οι ενάγουσες, έγγαμες με παιδιά και συνταξιούχοι ασφαλισμένες του εναγομένου Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσαλονίκης(Τ.Σ.Π.Ε.Α.Θ),ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ταμείο να καταβάλλει, νομιμοτόκως από την οφειλή άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως , στην 1η ,2η και 3η από τις ενάγουσες το ποσό των 1.643,43ευρώ, στην 4η ενάγουσα το ποσό των 516,51ευρώ, στην 5η ενάγουσα το ποσό των 1.502,57ευρώ, στην 6η ενάγουσα το ποσό των 892,15ευρώ και στην 7η ενάγουσα το ποσό των 1.925,17ευρώ, για την αποκατάσταση της ισόποσης ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν ,διότι το εναγόμενο Ταμείο δεν τους κατέβαλλε την οικογενειακή παροχή σε καθεμία από τις 1η, 2η και 3η από τις ενάγουσες για το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 30-6-2002, στην 4η για το χρονικό διάστημα από 1-10-2001, στην 5η για το χρονικό διάστημα από 1-4-2000 έως 30-6-2002, στην 6η για το χρονικό διάστημα από 1-3-2001 έως 30-6-2002 και στην 7η για το χρονικό διάστημα από 1-8-1999 έως 30-6-2002.

Η παράγραφος 1 του άρθρου 115 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ, ν.2717/1999 ΦΕΚ 97 Α΄), όπως αυτή αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 1 του άρθρου 22 του ν. 3226/2004 (ΦΕΚ 24 Α΄), ορίζει ότι: «1. Περισσότεροι μπορούν, με το ίδιο δικόγραφο, να ασκήσουν κοινή προσφυγή κατά της ίδιας πράξης ή παράλειψης, εφόσον οι λόγοι που προβάλλουν στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση, ή κοινή αγωγή, εφόσον συνδέονται με κοινό δικαίωμα ή τα δικαιώματά τους στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση» και η παράγραφος 3 , που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 11 του ν. 2944/2001 (ΦΕΚ 222 Α΄) και τροποποιήθηκε με την παράγραφο 2 του άρθρου 22 του ανωτέρω ν. 3226/2004, ότι: «3. Προκειμένου περί απαιτήσεων για κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, των Αριθμ. Απόφασης 5155/2007 οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης πρώτης και δεύτερης βαθμίδας και των λοιπών νομικών προσώπων δημόσιου δικαίου, έστω και αν βασίζονται σε παράνομες πράξεις ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, εφαρμόζονται οι διατάξεις των δύο προηγούμενων παραγράφων και όταν αντικείμενο της διαφοράς είναι ομοειδείς, έστω και μη ισόποσες, απαιτήσεις ή υποχρεώσεις που στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική βάση. Ομοδικία συντρέχει και όταν για τους προσφεύγοντες ή ενάγοντες έχει εκδοθεί μία πράξη με ξεχωριστά για τον καθένα κεφάλαια ή περισσότερες αυτοτελείς για τον καθένα πράξεις. Στην περίπτωση αυτή δεν απαιτείται η συνδρομή και των προϋποθέσεων της συνάφειας, εκτός από την προϋπόθεση της κατά τόπο αρμοδιότητας του δικαστηρίου ως προς όλες τις πράξεις. Σε περίπτωση ομοδικίας κατά την παρούσα παράγραφο ο αριθμός των ομοδίκων σε κάθε δικόγραφο δεν μπορεί να υπερβαίνει τους εκατό (100)», η δε παράγραφος 5 ότι: «Κάθε ομόδικος έχει δικαίωμα, κατά χωρισμό του κοινού δικογράφου ως την πρώτη συζήτηση, να ασκήσει νέο ένδικο βοήθημα, οπότε ως χρονολογία άσκησής του θεωρείται εκείνη του κοινού δικογράφου», το άρθρο 121 ,όπως αυτό αντικαταστάθηκε από την παράγραφο 4 του άρθρου 22 του ανωτέρω ν. 3226/2004, ότι: « 1. ... 2. Αν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις ομοδικίας, το ένδικο βοήθημα κρατείται ως προς τον πρώτο και τους ομοδίκους με αυτόν και διατάσσεται ο χωρισμός του ως προς τους λοιπούς. 

3. Με την απόφαση που διατάσσει το χωρισμό, προσδιορίζονται κατά προτίμηση σε συγκεκριμένη δικάσιμο για να δικαστούν οι χωριζόμενες υποθέσεις» ,ενώ με την παράγραφο 10 του ανωτέρω άρθρου 22 του ν. 3226/2004, ορίζεται ότι: « Οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων καταλαμβάνουν και τις εκκρεμείς κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού διαφορές. ...».

Κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, κατά τη ρητή διατύπωση της παρ.3 του άρθρου 115 του ΚΔΔ, στην έννοια της διάταξης αυτής υπάγονται μόνον οι κάθε είδους απαιτήσεις για αποδοχές του προσωπικού γενικώς, του Δημοσίου, των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου. Συνεπώς, απαιτήσεις των ήδη συνταξιούχων του Δημοσίου ή ν.π.δ.δ. που αφορούν σε διαφορές συνταξιοδοτικών εν γένει παροχών(όπως ,π.χ. προσαυξήσεις σύνταξης, επιδόματα σε συνταξιούχους), δεν περιλαμβάνονται στην έννοια των αποδοχών της διάταξης αυτής, οι οποίες καταβάλλονται στο εν ενεργεία προσωπικό του Δημοσίου, Ο.Τ.Α και λοιπών ν.π.δ., για των οποίων αποδοχών και μόνο ο νομοθέτης αρκείται για την ύπαρξη ομοδικίας σε ομοειδείς έστω και μη ισόποσες απαιτήσεις ή υποχρεώσεις, που στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική βάση, αλλά εφαρμοστέα για τον έλεγχο της ύπαρξης ή μη ομοδικίας ,ως προς τις απαιτήσεις επί συνταξιοδοτικών παροχών, όπως εν προκειμένω, είναι η παράγραφος 1 του ιδίου ανωτέρω άρθρου 115 του ΚΔΔ, σύμφωνα με την οποία για την ύπαρξη ομοδικίας απαιτείται, σε περίπτωση άσκησης κοινής αγωγής τα δικαιώματά τους να στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία νομική και πραγματική βάση. Συνεπώς,οι ένδικες απαιτήσεις των εναγουσών που δημιουργούν διαφορές συνταξιοδοτικών παροχών, δεν στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματική βάση, αφού για τον προσδιορισμό του ύψους του χορηγητέου σε καθεμία από αυτές ποσού απαιτείται έλεγχος των ιδιαίτερων πραγματικών περιστατικών που συντρέχουν για την κάθε ενάγουσα, η οποία και αιτεί διαφορετικό ποσό και για διαφορετικό χρονικό διάστημα και έχει διαφορετική οικογενειακή κατάσταση και κατά συνέπεια, δε συντρέχουν εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις ομοδικίας. Κατά τη γνώμη όμως της εισηγήτριας Πρωτοδίκη ,Αγγελικής Βρεττού , οι εν λόγω απαιτήσεις στηρίζονται σε όμοια κατά τα ουσιώδη στοιχεία πραγματική βάση, που δε διαφοροποιείται από το γεγονός ότι οι ενάγουσες αξιώνουν την επιδίκαση διαφορετικού ποσού, το οποίο αντιστοιχεί σε διαφορετικό χρονικό διάστημα ,αφού όλες είναι συνταξιούχοι ασφαλισμένες του εναγομένου Ταμείου και έλαβαν από το εναγόμενο τις συντάξιμες αποδοχές τους χωρίς να συνυπολογιστεί σε αυτές η οικογενειακή παροχή. Εξάλλου, από τις διατάξεις που προεκτέθησαν, συνάγεται ότι για το παραδεκτό της απλής ενεργητικής Αριθμ. Απόφασης 5155/2007 ομοδικίας απαιτείται τα πραγματικά περιστατικά , τα οποία προβάλλονται με την κοινή αγωγή να είναι τα ίδια, ώστε δια της υπαγωγής τους στο πραγματικό του ίδιου κανόνα δικαίου να επέρχεται η έννομη συνέπεια. Ως τέτοια συνέπεια, νοείται, η κατά ποιόν της οφειλής δημιουργούμενη και όχι κατά το ποσόν. Και τούτο, διότι ταυτότητα της πραγματικής βάσης της αγωγής δεν σημαίνει, ότι όμοιο θα είναι κατ` ανάγκη και το αίτημα κάθε ομοδίκου, αλλ` ότι τα πραγματικά περιστατικά , που προβάλλονται με την κοινή αγωγή να είναι τα ίδια, ώστε να μπορούν να εξεταστούν στο πλαίσιο κοινής πραγματικής και αποδεικτικής διαδικασίας και με την υπαγωγή στο πραγματικό του αυτού κανόνα δικαίου να επέρχεται η αυτή έννομη συνέπεια (βλ. Διοικ. Εφ. Αθηνών 3535/2003).

Κατόπιν των όσων προεκτέθηκαν και κατά τη γνώμη που πλειοψήφησε στο Δικαστήριο, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να κρατηθεί μόνο ως προς τις τρεις πρώτες ενάγουσες , οι οποίες ζητούν το ίδιο ποσό και για το ίδιο χρονικό διάστημα , ενώ όσον αφορά τις 4η, 5η, 6η και 7η ενάγουσα , οι οποίες ζητούν διαφορετικά ποσά και για διαφορετικό χρονικό διάστημα από την προτασσόμενη στο κοινό δικόγραφο ενάγουσα , πρέπει να διαταχθεί ο χωρισμός του κοινού δικογράφου της αγωγής.

Περαιτέρω, κατά την άποψη που επικράτησε στο Δικαστήριο, , εφόσον οι ενάγουσες λαμβάνουν από το εναγόμενο Ταμείο, κατόπιν υποβολής σχετικής αιτήσεως με επισυναπτόμενα όλα τα δικαιολογητικά οικογενειακής κατάστασης, όπως αυτό προκύπτει από τις σχετικές αποφάσεις συνταξιοδοτήσεώς τους , σύνταξη ,χωρίς την ένδικη προσαύξηση, υπάρχει ήδη δεδηλωμένη άρνηση του τελευταίου για την καταβολή της. Συνεπώς, έχει τηρηθεί η προβλεπόμενη από την παρ.5 του άρθρου 71 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας διαδικαστική προϋπόθεση του παραδεκτού της κρινόμενης αγωγής, δεδομένου ότι η αίτηση συνταξιοδοτήσεως δεν απαιτείται να περιέχει και ιδιαίτερα αιτήματά χορηγήσεως, αφενός του βασικού ποσού συντάξεως και αφετέρου των λοιπών επιμέρους κονδυλίων( προσαυξήσεων, οικογενειακών βαρών, βοηθημάτων)και ο σχετικός ισχυρισμός του εναγομένου Ταμείου πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Όμως, κατά τη γνώμη του μέλους του Δικαστηρίου, Πρωτοδίκη, Αθανασίας Ζώη , σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ.5 του άρθρου 71 του ΚΔΔ, είναι απαράδεκτη η αγωγή σε περίπτωση κατά την οποία για την ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης υπάρχει ,κατά τις κείμενες διατάξεις, αρμόδιο να αποφανθεί όργανο της Διοίκησης. Και αυτό διότι κατά την έννοια της διατάξεως αυτής ,ερμηνευμένης σε συνδυασμό με την γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφαλίσεως σύμφωνα με την οποία «τα αρμόδια όργανα των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφαλίσεως οφείλουν να αποφαίνονται επί πάσης υποβαλλόμενης ενώπιόν τους αιτήσεως αποβλεπούσης εις την ικανοποίησιν ασφαλιστικού αιτήματος»(ΣτΕ 216/1994), εφόσον η αξίωση της οποίας η ικανοποίηση επιδιώκεται με αγωγή κατά νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου είναι ασφαλιστικής φύσεως και αναφέρεται σε απαίτηση διοικούμενου, για την ικανοποίηση της οποίας υπάρχει σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις αρμόδιο να αποφανθεί όργανο του εναγομένου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου και συνεπώς η αγωγή είναι απαράδεκτη εάν δεν έχει προηγουμένως υποβληθεί από τις ενάγουσες σχετικό αίτημα στο κατά νόμο αρμόδιο να αποφανθεί όργανο του εναγομένου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου.

Το Σύνταγμα στο άρθρο 4 και στην παρ.2 ορίζει ότι:« Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις», στο άρθρο 116 ότι:«1.Διατάξεις υφιστάμενες, που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παρ.2 του Συντάγματος εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 1982. 2. Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ.2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνον για σοβαρούς λόγους που ορίζει ειδικά ο νόμος».Με την προεκτεθείσα διάταξη της παρ.2 του άρθρου 4 του Συντάγματος , που αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της, κατά την παρ.1 του άρθρου αυτού, γενικής αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσης και της νομικής αντιμετώπισης των σχέσεων των δύο φύλων, αφενός απαγορεύεται η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των επιμέρους δικαιωμάτων ή υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ τους, όσο Αριθμ. Απόφασης 5155/2007 και απέναντι στην πολιτεία, με βάση τη διαφορά του φύλου και αφετέρου επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και στα δύο φύλα. Αποκλίσεις από την αρχή αυτή επιτρέπονται, αλλά μόνο εφόσον τίθενται ευθέως ή προβλέπονται συγκεκριμένα από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από σοβαρούς λόγους, οι οποίοι αναφέρονται είτε στην ανάγκη για μεγαλύτερη προστασία της γυναίκας και μάλιστα στα θέματα της μητρότητας, του γάμου και της οικογένειας , είτε σε βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή διαφορετική μεταχείριση ενόψει του αντικειμένου της ρυθμιζόμενης σχέσης(ΣτΕ 200/1991, 4325/1988). 

Εξάλλου, το π.δ. 284/1974 «Περί τροποποιήσεως και ανασυντάξεως του καταστατικού του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης»(ΦΕΚ 101 Α΄),στην παρ.8 του άρθρου 44, όπως αυτή συμπληρώθηκε και τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με το π.δ. 591/1979, 1245/1981,384/1983 , ορίζει ότι:« Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται κατά δραχμάς 2.500 δια την σύζυγον ή τον μη εργαζόμενον ούτε συνταξιοδοτούμενον σύζυγον και κατά δραχμάς 1.000 δι΄εκάστον τέκνον εφόσον είναι άγαμον και δεν συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του, προκειμένου περί άρρενος ή το 20ο προκειμένου περί θήλεος». Το ανωτέρω επίδομα συζύγου καθορίστηκε σε 4.000δρχ με το π.δ. 278/1986(ΦΕΚ 127 Α΄), σε 6.000δρχ με το π.δ. 415/1990(ΦΕΚ 161 Α΄), σε 8.000δρχ με το π.δ. 384/1993(ΦΕΚ 163 Α΄) και σε 16.000δρχ με το άρθρο 6 του π.δ. 114/1999(ΦΕΚ 115 Α΄), στο άρθρο 48 ότι: « 1 Προς άσκησιν του δικαιώματος εκ της αναπηρίας ,γήρατος και θανάτου δέον να υποβληθεί εις το ΤΑμείον αίτησις ? 2. Επί αιτήσεως αναπηρίας ή γήρατος υποβάλλονται τα εξής δικαιολογητικά :α ? στ. άπαντα τα τυχόν μη υποβληθέντα δικαιολογητικά του άρθρου 14 του παρόντος», στην παρ. 3 του άρθρου 14 ότι:« ? έκαστος ησφαλισμένος υποχρεούται όπως εντός προθεσμίας τριών μηνών από της υπαγωγής του εις την ασφάλιση του Ταμείου, υποβάλη τα κάτωθι δικαιολογητικά:α ? β. προκειμένου περί εγγάμου πιστοποιητικό τελέσεως γάμου, πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως ?». Με την προαναφερόμενη διάταξη της παρ.8 του άρθρου 44 του καταστατικού του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης , θεσπίζονται προϋποθέσεις για την προσαύξηση της συντάξεως της ασφαλισμένης με το επίδομα συζύγου, πρόσθετες και πέραν εκείνων, που καθορίζονται για την προσαύξηση της συντάξεως του ασφαλισμένου , χωρίς όμως να υπάρχει λόγος, που να δικαιολογεί την πλεονεκτική θέση , στην οποία τίθενται με τον τρόπο αυτό ο συνταξιοδοτούμενος ασφαλισμένος έναντι της συνταξιοδοτούμενης και ασφαλισμένης συναδέλφου του. Επομένως, η συγκεκριμένη διάταξη , κατά το μέρος, που εισάγει την ανωτέρω αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ φύλων ,αντίκειται στην συνταγματική αρχή της ισότητας και είναι σύμφωνα με τα προεκτεθέντα ανίσχυρη από 1-1-83(ΣτΕ 261/1994,4117/1983,4230/1985).Κατόπιν τούτων και προς αποκατάσταση της επιβαλλομένης ,εν προκειμένω, ίσης μεταχείρισης των δύο φύλων είναι εφαρμοστέα και για τη συνταξιούχο του εναγομένου Ταμείου , η ισχύουσα για τον άντρα συνταξιούχο αυτού, ρύθμιση, κατά την οποία για τη χορήγηση της προσαύξησης της σύνταξης αρκεί μόνο η ύπαρξη συζύγου, χωρίς να απαιτείται και να μην εργάζεται ή να μη συνταξιοδοτείται αυτός(ΣτΕ 2978,2435/1997). Τέλος, το άρθρο 54 του παραπάνω π.δ. 284/1974 ορίζει ότι:«1. Το δικαίωμα εις σύνταξιν είναι απαράγραπτον. 2. Συντάξεις μη εισπραχθείσαι εντός έτους από της ημέρας καθ΄ην κατέστησαν απαιτηταί παραγράφονται. 3.Ουδέποτε χορηγείται σύνταξις δια χρόνον προγενέστερον των έξι μηνών από της χρονολογίας καθ΄ην υπεβλήθη εις το Ταμείον η σχετική περί απονομής αυτής αίτησις 4. Αι διατάξεις του Αστικού Κώδικος εφαρμόζονται κατά τα λοιπά αναλόγως και επί των παραγραφών και προθεσμιών του παρόντος». Περαιτέρω, το άρθρο 250 του ΑΚ ορίζει ότι:«Σε πέντε χρόνια παραγράφονται οι αξιώσεις: ? 17. των κάθε είδους μισθών, των καθυστερούμενων προσόδων, συντάξεων ,διατροφής και κάθε άλλης παροχής που επαναλαμβάνεται περιοδικά ? ,στο άρθρο 251 ότι :« Η παραγραφή αρχίζει από τότε που γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη» και στο άρθρο Αριθμ. Απόφασης 5155/2007 253 ότι:« Η παραγραφή των αξιώσεων που αναφέρονται στο άρθρο 250 αρχίζει μόλις λήξει το έτος μέσα στο οποίο συμπίπτει η έναρξη της παραγραφής που ορίζεται στα δύο προηγούμενα άρθρα». Εξάλλου, με το Π.Δ/μα 437/18-5-77 (ΦΕΚ 134 Α΄), ορίζεται με το άρθρο μόνο αυτού ότι: «Εξαιρούνται της εφαρμογής του Ν.Δ/τος 496/74 ? οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί οι υπαγόμενοι εις την εποπτείαν του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών.»Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών συνάγεται ότι οι αξιώσεις των εναγουσών για προσαύξηση της συντάξεώς τους με το επίδομα συζύγου υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή που προβλέπει το άρθρο 250 του ΑΚ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Οι τρεις πρώτες ενάγουσες, έγγαμες με ενήλικα παιδιά (βλ. τα με αριθ. πρωτ. 1581/8-4-2002 πιστοπ. οικογ. καταστ. του Δημάρχου Αγίου Στεφάνου Αττικής για την 1η ενάγουσα, το με αριθ. πρωτ. 12606/8-4-2002 πιστοπ. οικογ.καταστ. του δήμου Ν.Σμύρνης Αττικής για την 2η ενάγουσα και το με αριθ. πρωτ. 9216/3-2-2003 πιστοπ. οικογ. καταστ. του δημάρχου Πειραιά για την 3η ενάγουσα)και συνταξιούχοι ασφαλισμένες του εναγομένου Ταμείου δεν ελάμβαναν την ένδικη προσαύξηση στη σύνταξή τους για το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 30-6-2002. Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή στρέφονται κατά του εναγομένου Ταμείου και ζητούν να υποχρεωθεί αυτό να καταβάλλει , νομιμοτόκως από την οφειλή άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως το ποσό των 1.643,43ευρώ, για την αποκατάσταση της ισόποσης ζημίας που, κατά τους ισχυρισμούς τους, υπέστησαν ,διότι το εναγόμενο Ταμείο δεν προσαύξησε την σύνταξή τους με το ένδικο επίδομα και για το εν λόγω χρονικό διάστημα, συνυπολογιζομένων των δώρων εορτών και του επιδόματος αδείας, ισχυριζόμενες ,μεταξύ άλλων, ότι το εναγόμενο Ταμείο δεν τους κατέβαλλε το ένδικο επίδομα κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Το εναγόμενο Ταμείο με το από 12-9-2006 υπόμνημά του, ζητεί την απόρριψη της αγωγής, ισχυριζόμενο ,μεταξύ άλλων, ότι οι ένδικες αξιώσεις έχουν υποπέσει σε παραγραφή σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ. 5του ν.2362/1995 «Περί Δημοσίου Λογιστικού».

Από την εκτίμηση των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών και ενόψει των διατάξεων που προαναφέρθηκαν και όπως αυτές ερμηνεύτηκαν από την πλειοψηφία των μελών του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι:α)οι αξιώσεις των εναγουσών, υπόκεινται σε πενταετή παραγραφή , η οποία αρχίζει από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκαν και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξή τους και αφορούν το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 30- 6-2002 ,ενώ η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στις 12-9-2003, πριν τη λήξη της πενταετίας, β)η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 44 παρ.8 του καταστατικού του εναγομένου Ταμείου, θέτει διαφορετική ρύθμιση για τον άντρα ασφαλισμένο του εν λόγω Ταμείου και τη γυναίκα συνάδελφό του , με μόνο κριτήριο το φύλο και χωρίς να δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας και ως εκ τούτου δεν εφαρμόζεται, γ) οι ενάγουσες είναι έγγαμες ασφαλισμένες του εναγομένου Ταμείου και συνεπώς πληρούν τις προϋποθέσεις που προβλέπονται και για τους άντρες ασφαλισμένους του εναγομένου προκειμένου να προσαυξηθεί η σύνταξή τους με το ένδικο επίδομα, κρίνει ότι καθεμία από τις τρεις πρώτες ενάγουσες δικαιούται, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως το ποσό των 1.643,43ευρώ ή 560.000δρχ, συνυπολογιζομένων των δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας,(=16.000δρχ ή 46,96ευρώ το μήνα για το σύζυγό τους Χ 35 μήνες ), το οποίο αντιστοιχεί στην αιτούμενη προσαύξηση για το χρονικό διάστημα από 1-1- 2000 έως 30-6-2002. Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή κατά το μέρος που αφορά τις τρεις πρώτες ενάγουσες και να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ταμείο να καταβάλλει νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση , σε καθεμία από τις τρείς πρώτες ενάγουσες το ποσό των 1.643,43 ευρώ. Κατά το μέρος που η κρινόμενη αγωγή αφορά τις 4η,5η,6η και 7η από τις ενάγουσες, το Δικαστήριο διατάσσει το χωρισμό του κοινού δικογράφου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, κατ΄εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να Αριθμ. Απόφασης 5155/2007 απαλλαγεί το εναγόμενο από την πληρωμή των δικαστικών εξόδων σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ.1 του ν.2717/1999(ΚΔΔ. ΦΕΚ 97 Α΄). ΓΙΑ ΑΥΤΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση μόνο ως προς τις τρεις πρώτες ενάγουσες ........ ........, ... .......... και ........ .... .

Δέχεται την αγωγή ως προς τις τρεις πρώτες ενάγουσες.Υποχρεώνει το εναγόμενο Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης ( Τ.Σ.Π.Ε.Α.Θ. ) να καταβάλλει σε κάθε μία από τρεις πρώτες ενάγουσες νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως το ποσό των χιλίων εξακοσίων σαράντα τριών ευρώ και σαράντα τριών λεπτών (1643,43 )