Έτος
2007
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 31 ΚΠΣΣ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άγαμα άρρενα τέκνα υπαλλήλου ή συνταξιούχου του Δημοσίου

 

Απονομή σύνταξης στα άγαμα άρρενα τέκνα υπαλλήλου ή συνταξιούχου του Δημοσίου. Προϋποθέσεις. Οι διατάξεις του αρ. 31 του ΣΚ, που τάσσουν πρόσθετες προϋποθέσεις στα άγαμα άρρενα τέκνα πέρα από εκείνες που απαιτούνται για τις άγαμες θυγατέρες, αντίκεινται στο άρθρο 4 του Σ., καθώς συνιστούν δυσμενή διάκριση σε βάρος των ανδρών με κριτήριο το φύλο. Εφεση τέκνου αποβιώσαντος αποστράτου κατά πράξεως του Γ.Λ.Κ. με την οποία αρνήθηκε να του καταβάλλει το μερίδιο της σύνταξής του μετά το πέρας των μεταπτυχιακών σπουδών του και τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας του. Μη νόμιμη η άρνηση του Γ.Λ.Κ. Παραπέμπει στην Ολομέλεια το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων του άρ. 31 του πδ 166/2000.

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΜΗΜΑ III

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 3 Μαρτίου 2006, με την ακόλουθη σύνθεση : ………….

Γενικός Επίτροπος της Επικράτειας: Παρέστη ο Αντεπίτροπος Γεώργιος Βοΐλης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα,

Γραμματέας: Γεώργιος Καρασαββίδης, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κωλυόμενης της γραμματέως του Παναγιώτας Κωνστοκανέλλη (κατηγορίας ΠΕ με βαθμό Α`).

Για να δικάσει την από 6 Δεκεμβρίου 2004 (αριθμ. βιβλίου δικογρ III Τμ ΕΣ 737/2004) έφεση:

του.................... κατοίκου Αθηνών (οδός................... αριθμ 25), ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως,

κατά του Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου, από τον Υπουργό των Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Παναγιώτη Λαμπρόπουλου και

κατά 1) της........................ πράξης της 46ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και 2) της σιωπηρής άρνησης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (ΕΕΠρΚΣ) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ).

Με τις προσβαλλόμενες πράξεις διακόπηκε στον εκκαλούντα η καταβολή του μεριδίου της σύνταξης, που του κανονίστηκε ως κατά μεταβίβαση στρατιωτικού συνταξιούχου και δικαιούχου της σύνταξης του αποβιώσαντα (στις 3.5.2002) πατέρα του, με την αιτιολογία ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 31 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (πδ 166/2000 - ΦΕΚ Α` 153) ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στις 31.8.2003. Κατά τη συζήτηση, που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε:

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο ................ οποίος ζήτησε την απόρριψη της εφέσεως και
Τον Αντεπίτροπο, που πρότεινε την απόρριψη της έφεσης αυτής.

Μετά τη δημοσία συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη. Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

Αποφάσισε τα ακόλουθα:

Ι. Με την υπό κρίση έφεση ο εκκαλών, γιος του αποβιώσαντος απόστρατου.................. ζητεί την ακύρωση 1) της 92971/2004 πράξης της 46ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία διακόπηκε από 1.9.2003 η καταβολή του συνταξιοδοτικού του μεριδίου, με την αιτιολογία ότι σύμφωνα με το άρθρο 31 του πδ 166/2000 τα άγαμα άρρενα τέκνα συνταξιούχου δικαιούνται σύνταξης μέχρι το 24° έτος της ηλικίας τους, μόνο εφόσον φοιτούν, ενώ ο ίδιος προκύπτει ότι περαίωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στις 31.8.2003 και 2) της σιωπηρής άρνησης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (ΕΕΠρΚΣ) του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ) επί της 106672/26.7.2004 ένστασης του, με την οποία ζητούσε την εξαφάνιση της ανωτέρω πράξης διακοπής του συνταξιοδοτικού του μεριδίου και την επαναχορήγησή του νομιμοτόκως από 1.9.2003.

II. Η έφεση αυτή, για την οποία καταβλήθηκε το προσήκον παράβολο (με τα ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου 802645, 802870, 802646, 1667466, 1667467 και 1667465), έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και κατά τα λοιπά νομότυπα (άρθρα 50 και 52 του π.δ. 1225/1981), είναι δεκτή κατά τους τύπους και επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ουσία της, παρά τη δικονομική απουσία του εκκαλούντος, ο οποίος μαζί με τις συνδικαιούχους της κατά μεταβίβαση σύνταξης του αποβιώσαντος πατέρα του (μητέρα και αδελφή του, αντίστοιχα), ......................εμφανίστηκε στο ακροατήριο του Τμήματος κατά την παραπάνω δικάσιμο χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο και δήλωσε ότι επιθυμεί την εκδίκαση της υπόθεσης του (αρθρ. 16, 27 και 65 παρ. 3 του πδ 1225/1981).
III. Στο άρθρο 4 παρ 1 και 2 του Συντάγματος προβλέπεται ότι: "1. Οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Ελληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις". Κατά τις διατάξεις, ο νομοθέτης δεσμεύεται όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοιες έννομες σχέσεις και απονέμει δικαιώματα, να μην εισάγει αδικαιολόγητες εξαιρέσεις και διακρίσεις με βάση το φύλο.

Αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας, πέρα από την περίπτωση που λαμβάνονται θετικά μέτρα υπέρ των γυναικών, τα οποία αποβλέπουν στην επίσπευση της αποκατάστασης μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών (αρθρ. 116 παρ 2 του Συντ), είναι θεμιτή μόνον εφόσον προβλέπεται από ειδική διάταξη νόμου και συνάγεται από τις ρυθμίσεις του ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας ότι η απόκλιση αυτή θεσπίστηκε με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν η εισαγόμενη απόκλιση δικαιολογείται από αποχρώντες λόγους, που αναφέρονται είτε στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας της γυναίκας, ιδίως σε θέματα μητρότητας, γάμου και οικογένειας (άρθρ 21 παρ. 1 του Συντ) είτε σε καθαρά βιολογικές διαφορές μεταξύ των δύο φύλων (πρβλ Ολομ ΕΣ 650/1999) και είναι αναγκαία και πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

IV. Ο Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 166/ 2000- ΦΕΚ Α` 153) ορίζει στο άρθρο 31 παρ. 1 ότι: "Δικαίωμα σε σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο έχουν : α) Η χήρα ......., β) Τα παιδιά ........ είτε αυτά γεννήθηκαν σε γάμο των γονέων τους είτε νομιμοποιήθηκαν είτε είναι θετά είτε αναγνωρίστηκαν είτε γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους........, τα μεν κορίτσια αν είναι άγαμα, τα δε αγόρια μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους εφόσον είναι άγαμα ή και μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους εφόσον είναι άγαμα και ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω....... γ) ......... δ) Τα άγαμα αγόρια που φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές της χώρας ή σε ισότιμες με αυτές του εξωτερικού ή σε δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ) της χώρας δικαιούνται σύνταξη μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους σύμφωνα με τη φοίτηση που προβλέπει ο οργανισμός της κάθε σχολής ή του κάθε Ι.Ε.Κ κατά περίπτωση και για ένα ακόμη έτος εφόσον συνεχίζεται η φοίτηση και πάντως όχι πέρα από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους για όσα φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και του 22ου έτους της ηλικίας τους για όσα φοιτούν σε Ι.Ε.Κ. Η σύνταξη στην περίπτωση αυτή καταβάλλεται εφόσον προσκομίζεται κάθε χρόνο πιστοποιητικό φοίτησης - προόδου της οικείας σχολής, από το οποίο να αποδεικνύεται η κανονική φοίτηση του σπουδαστή, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του Ν. 1599/1986 ότι είναι άγαμος και δεν παίρνει σύνταξη από άλλο φορέα". Από το συνδυασμό των διατάξεων προκύπτει ότι για την απονομή σύνταξης στο άγαμο άρρεν τέκνο υπαλλήλου ή συνταξιούχου του Δημοσίου, που πέθανε, θεσπίζονται πρόσθετες προϋποθέσεις πέρα από εκείνες που απαιτούνται για την απονομή σύνταξης στην άγαμη θυγατέρα του υπαλλήλου ή συνταξιούχου. Απαιτείται δηλαδή, εκτός από την αγαμία που καθιερώνεται ως μόνη προϋπόθεση για τα κορίτσια, επιπροσθέτως για τα αγόρια η ανηλικότητα. Διαφορετικά, μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους, τα άρρενα (ενήλικα) τέκνα δικαιούνται σύνταξης, εφόσον είτε είναι ανίκανα προς εργασία (οπότε τη λαμβάνουν ανεξάρτητα από την ηλικία τους) είτε φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές της χώρας ή σε ισότιμες με αυτές του εξωτερικού ή σε δημόσια Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (Ι.Ε.Κ) της χώρας, οπότε εξακολουθούν να λαμβάνουν το μερίδιο της σύνταξης τους μέχρι το πέρας των σπουδών τους και πάντως όχι μετά τη συμπλήρωση του 24ου έτους, αν φοιτούν σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές και όχι μετά τη συμπλήρωση του 22ου έτους, αν φοιτούν σε ΙΕΚ. Η διάκριση, όμως, αυτή με βάση το φύλο σε βάρος των αρρένων τέκνων, δε δικαιολογείται -ενόψει και των σύγχρονων κοινωνικοοικονομικών δεδομένων και αντιλήψεων (θέση της γυναίκας στην ανώτερη και ανώτατη εκπαίδευση, εργασία εκτός σπιτιού κλπ)- από αποχρώντες λόγους (κοινωνικοοικονομικούς ή βιολογικούς) ούτε εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 116 παρ 2 του Συντάγματος για τη λήψη θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη αφορά στο νομικό καθεστώς προσβάσεως τους στα διάφορα επαγγέλματα και όχι στις προϋποθέσεις απονομής κατά μεταβίβαση σύνταξης. Ως εκ τούτου, είναι αθέμιτη, αντίκειται στο άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος και για το λόγο αυτό, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο τούτο, δεν μπορεί να εφαρμοστεί. Μόνη δε εφαρμοστέα, μετά και τη λήξη της μεταβατικής περιόδου, που έθεσε το άρθρο 116 παρ. 1 του Συντάγματος (31.12.1982), είναι στην περίπτωση αυτή, η ευνοϊκότερη ρύθμιση της ίδιας διάταξης του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, που αφορά στην κατά μεταβίβαση απονομή σύνταξης στις κόρες υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου που αποβίωσαν, για τις οποίες απαιτείται μόνο να είναι άγαμες. Επομένως, κατ`εφαρμογή της αρχής της ισότητας και το άρρεν ενήλικο τέκνο υπαλλήλου ή συνταξιούχου, που πέθανε, δικαιούται σύνταξης εφόσον είναι άγαμο για όσο χρόνο τελεί σε κατάσταση αγαμίας, ανεξάρτητα από το αν είναι ικανό προς εργασία ή αν φοιτά σε κάποια σχολή.

V. Στην προκειμένη περίπτωση, από όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του φακέλου της κρινόμενης υπόθεσης, εκτιμώμενα το καθένα χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την 19281/2002 πράξη της 44ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους μεταβιβάστηκε η σύνταξη του αποβιώσαντος στις 3.5.2002 απόστρατου.................. θυγ ....................... του ..............., που γεννήθηκε το έτος 1979 και που γεννήθηκε το έτος 1981. Με την πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (46η Διεύθυνση) διακόπηκε στον εκκαλούντα από 1.9.2003 η καταβολή του μεριδίου της σύνταξης του, με την αιτιολογία ότι στις 31.8.2003 ολοκληρώθηκαν οι μεταπτυχιακές του σπουδές και δεν προσκομίζεται πιστοποιητικό για τη συνέχιση των σπουδών του μέχρι 31.12.2003 οπότε συμπληρώνεται το 24° έτος της ηλικίας του. Από την από 26.2.2004 βεβαίωση του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών προκύπτει ότι από 13.10.2003 ο εκκαλών έχει υπαχθεί στη διαδικασία του άρθρου 14 του ν. 2083/1992 για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής, η χρονική διάρκεια για την αποπεράτωση της οποίας δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τρία έτη. Κατά της πράξης διακοπής της σύνταξης ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους την 106672/26.7.2004 ένσταση, η οποία απορρίφθηκε σιωπηρά. Με τα δεδομένα αυτά, το Τμήμα κρίνει ότι οι διατάξεις του άρθρου 31 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (πδ 166/2000), κατά το μέρος που θεσπίζουν πρόσθετες προϋποθέσεις για την απονομή σύνταξης στα ενήλικα άρρενα τέκνα υπαλλήλου ή συνταξιούχου του Δημοσίου που πέθανε, συνιστούν δυσμενή διάκριση σε βάρος των ανδρών με κριτήριο το φύλο, αντίκεινται στο άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος και ως εκ τούτου δεν μπορούν να εφαρμοστούν. Αντ` αυτών εφαρμοστέες παρίστανται οι ρυθμίσεις που αφορούν στην απονομή σύνταξης στις θυγατέρες των υπαλλήλων ή συνταξιούχων, οι οποίες πρέπει να επεκταθούν και στα άρρενα τέκνα αυτών και οι οποίες ορίζουν ότι τα κορίτσια δικαιούνται σύνταξης κατά μεταβίβαση δια βίου, εφόσον είναι άγαμα, ανεξάρτητα από το εάν φοιτούν σε κάποια σχολή ή είναι ικανά προς εργασία.

Συνεπώς, η άρνηση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους να καταβάλλει στον εκκαλούντα σύνταξη μετά το πέρας των μεταπτυχιακών του σπουδών και τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας του είναι μη νόμιμη και για το λόγο οι προσβαλλόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν.

VI. Το ζήτημα, όμως, της αντίθεσης κατά τα ανωτέρω της διάταξης του άρθρου 31 παρ. 1 του πδ 166/2000 προς το Σύνταγμα, πρέπει να παραπεμφθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 100 παρ. 5 του αναθεωρημένου Συντάγματος, για επίλυση στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατόπιν τούτου, το Τμήμα κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου.

Για τους λόγους αυτούς

Παραπέμπει στην Ολομέλεια το ζήτημα της συνταγματικότητας των διατάξεων του άρθρου 31 παρ.1 του πδ 166/2000.