Διοικ.Εφετείο Αθηνών 3612/2008
Πρόεδρος: Θ. Μούγια. Εισηγητής: Χρ. Κεϊμαλής, Εφέτης. Δικηγόρος: Γ. Χαλαζωνίτης (Δικ. Αντ. ΝΣΚ).
2. Επειδή στο πρώτο εδάφιο της § 3 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 (Α` 179), όπως αυτό αντικαταστάθηκε τελικά με την § 3 του άρθρου 5 του ν. 825/1978 (Α` 189), ορίζεται ότι: «Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται δια την σύζυγον κατά το ποσόν ενός και ημίσεως του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου εφ` όσον δεν ασκεί επάγγελμα τι ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου...». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που ερμηνεύεται πλέον ενόψει, τόσο των περί ισότητας των φύλων και προστασίας της οικογένειας συνταγματικών διατάξεων, όσο και της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών από την άποψη της παροχής εργασίας κατά κανόνα και από τους δύο συζύγους και όχι μόνο από τον άνδρα, όπως συνέβαινε συνήθως το χρόνο κατά τον οποίο θεσπίστηκε η διάταξη αυτή, το ποσό της σύνταξης λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνει ο ένας από τους συζύγους προσαυξάνεται, ανεξάρτητα από το φύλο του άλλου συζύγου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, δηλαδή εφόσον ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Σ.τ.Ε. 1261/1994 7μελούς, 2219/1997, 2466/1998).
Η προσαύξηση αυτή της σύνταξης, που αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή, χορηγείται για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του Ι.Κ.Α., που είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη (βλ. τις πιο πάνω αποφάσεις), τέτοιοι δε θεωρούνται, κατ` αρχήν, οι έγγαμοι συνταξιούχοι, των οποίων ο σύζυγος δεν εργάζεται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο, ή Ν.Π.Δ.Δ. ή ασφαλιστικό οργανισμό. Συνεπώς, των συνταξιούχων αυτών δικαιολογείται, η προσαύξηση της σύνταξης με τη χορήγηση ποσού ίσου με ενάμιση ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, όπως το ημερομίσθιο αυτό ισχύει κάθε φορά. Η μη χορήγηση δε της προσαύξησης αυτής στους έγγαμους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α., των οποίων οι σύζυγοι δεν συγκεντρώνουν τις πιο πάνω προϋποθέσεις (δηλαδή, εργάζονται ή είναι συνταξιούχοι και, κατά κοίτη πείρα, οι απολαβές τους υπερβαίνουν το ποσό της πιο πάνω προσαύξησης), δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού οι πιο πάνω κατηγορίες συνταξιούχων του Ι.Κ.Α. δεν τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Εξάλλου, η επίμαχη διάταξη, με το πιο πάνω περιεχόμενο, δεν αντίκειται και στη διάταξη του άρθρου 21 § 1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικογένειας (ΣτΕ 3006/2006). Και τούτο, διότι η τελευταία διάταξη του Συντάγματος δεν θέτει συγκεκριμένο κανόνα αμέσως και ευθέως εφαρμοστέο, αλλ` αποτελεί, ως θεμελιούσα δικαίωμα κοινωνικού χαρακτήρος, κατευθυντήριο διάταξη, δια της οποίας απευθύνεται προς το νομοθέτη υπόδειξη, όπως λάβει, μεταξύ άλλων και υπέρ της οικογένειας, ειδική μέριμνα, καταλείπεται, όμως, σ` αυτόν ευρύτατο πλαίσιο, εντός του οποίου, κατά την απόλυτη εκτίμηση του, θα προσδιοριστούν το είδος και η έκταση της μερίμνης του αυτής (πρβλ. ΣτΕ 481, 482/1977).
Επίσης, οι προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις δεν παραβιάζονται δια της προκειμένης ρυθμίσεως ούτε σε σχέση με τους υπαλλήλους του δημοσίου, των ν.π.δ.δ. και λοιπών φορέων του άρθρου 11 § 6 του ν. 1505/ 1984, το οποίο κρίθηκε ανίσχυρο και μη εφαρμοστέο δια της 3/2001 αποφάσεως του Α.Ε.Δ., ως αντιβαίνον στις εν λόγω συνταγματικές διατάξεις. Ειδικότερα, η ως άνω αντίφαση οφειλόταν στο ότι η προαναφερομένη διάταξη προέβλεπε την καταβολή του οικογενειακού επιδόματος άπαξ ανά οικογένεια, σε περίπτωση που και οι δύο σύζυγοι ήταν υπάλληλοι του δημοσίου ή ν.π.δ.δ. ή Ο.Τ.Α. ή όταν ο ένας από αυτούς ήταν υπάλληλος των υπηρεσιών αυτών και ο άλλος υπάλληλος του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή μέρους του ιδιωτικού, εκρίθη δε υπό του Α.Ε.Δ. ότι αυτό έπρεπε να καταβάλλεται σ` αμφότερους τους συζύγους, ενόψει του ότι συνιστούσε προσαύξηση του μισθού τους και όχι γνήσιο επίδομα οικογενειακών βαρών.
Όμως, είναι προφανές ότι εν προκειμένω δεν μπορεί, κατ` ανάλογο τρόπο προς τα αναφορικώς με το ως άνω οικογενειακό επίδομα κριθέντα, να θεωρηθεί, όπως προαναφέρθηκε, ότι οι διατάξεις του άρθρου 29 § 3 του α.ν. 1846/51 αντιβαίνουν στις ίδιες συνταγματικές διατάξεις. Και τούτο διότι η επίδικη παροχή διατηρεί εν προκειμένω το χαρακτήρα της ως πρόσθετο οικογενειακό ασφαλιστικό βοήθημα και δεν μπορεί να ισχύσουν ως προς αυτήν τα ως άνω, αναφορικώς με τους εν ενεργεία υπαλλήλους, ισχύοντα, ενόψει του ότι οι εν ενεργεία υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι δεν τελούν κάτω από τις ίδιες οικονομικές και εν γένει βιοτικές συνθήκες, με συνέπεια να δικαιολογείται η διαφορετική μεταχείριση τους από το νομοθέτη. Τέλος, ούτε παραβίαση της ισχυούσης στο πεδίο του ασφαλιστικού δικαίου αρχής της ανταποδοτικότητος μεταξύ εισφορών - παροχών συντελείται εν προκειμένω. Και τούτο διότι η παραβίαση της ως άνω αρχής, ταύτης αναφερομένης στην ύπαρξη αναλογίας μεταξύ καταβαλλομένων εισφορών και λαμβανομένων παροχών, έχει ως προϋπόθεση την, κατ` αρχήν, καταβολή της συγκεκριμένης κάθε φορά παροχής. Επομένως, σε περίπτωση μη καταβολής ορισμένης παροχής, λόγω μη συνδρομής των τασσομένων υπό των προβλεπουσών αυτήν διατάξεων προϋποθέσεων, η δι` επικλήσεως της ως άνω αρχής επιδίωξη του ασφαλισμένου να δικαιωθεί αυτής, ερείδεται επί εσφαλμένης προϋποθέσεως, τούτου βαρυνομένου, προκειμένου να τελεσφορήσει η προσπάθεια του, με την επίκληση και απόδειξη των εν λόγω νομίμων προϋποθέσεων.