Έτος
2009
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 29 παρ. 3 ΑΝ 1846/51
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Έγγαμοι συνταξιούχοι / προσαύξηση σύνταξης

 

ΙΚΑ. Το ποσό της σύνταξης λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνει ο ένας από τους συζύγους προσαυξάνεται, ανεξάρτητα από το φύλο του άλλου συζύγου, εφόσον ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή του Δημοσίου ή νπδδ. Η προσαύξηση αυτή αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή. Η μη χορήγησή της στους έγγαμους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α., των οποίων οι σύζυγοι δεν συγκεντρώνουν τις πιο πάνω προϋποθέσεις, δεν αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητας. Η επίμαχη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του α.ν.1846/1951, δεν αντίκειται και στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος. Εισοδήματα των συζύγων των συνταξιούχων εξ άλλων πηγών (π.χ. ακίνητα, μετοχές κ.λπ.), ίδιου ή και μεγαλυτέρου ύψους των μισθών και συντάξεων των αποκλειομένων. Οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι ο νομοθέτης παραβίασε την αρχή της ισότητας, και επειδή δεν περιέλαβε μεταξύ των εξαιρεθέντων και τους ως άνω συνταξιούχους. Ο ισχυρισμός αυτός παραδεκτά προβάλλεται το πρώτον δια της εφέσεως, αφού αναφέρεται σε ζήτημα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο υπό των δικαστηρίων, σε κάθε βαθμό. Όμως αυτός αλυσιτελώς προτείνεται, αφού κι αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι συντελείται παραβίαση της αρχής της ισότητας, αυτό δεν θα ωφελούσε τους εκκαλούντες, διότι δεν θα μπορούσε να χορηγηθεί η παροχή και στους συνταξιούχους, των οποίων οι σύζυγοι εργάζονται ή λαμβάνουν σύνταξη, αλλά θα έπρεπε ν΄ αποκλεισθούν της επιδίκου παροχής και οι συνταξιούχοι εκείνοι, των οποίων οι σύζυγοι λαμβάνουν εξ άλλων πηγών (π.χ. ακίνητα, μερίσματα, μετοχές κ.λπ.) εισοδήματα ίδιου ή ακόμη και μεγαλυτέρου ύψους προς τους μισθούς και τις συντάξεις των συζύγων των αποκλειομένων συνταξιούχων. Ο αποκλεισμός αυτός μπορεί να γίνει μόνο με νεώτερη νομοθετική μεταβολή και όχι από τα δικαστήρια. Απορρίπτεται η έφεση.

Αριθμός Απόφασης 40/2009

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα 11ο Τριμελές

Αποτελούμενο από τους: Θεοδώρα Μούγια, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Χάιδω Χαρμπίλα και Χρήστο Κεϊμαλή - Εισηγητή, Εφέτες Δ.Δ., και γραμματέα τη Βλασία Δήμου, δικαστική υπάλληλο συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 10 Οκτωβρίου 2008, για να δικάσει την από 13 Σεπτεμβρίου 2007 (αριθμ. καταχ. ΑΒΕΜ 787/27- 9-2007) έφεση

των: 1) ........ , κατοίκου Βριλησσίων Αττικής (οδός ..... αριθμ. ..), 2) ......... , κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (οδός ......) και 3) ....... , κατοίκου Νέας Χαλκηδόνας Αττικής (οδός .... αριθμ. ..), οι οποίοι δεν παραστάθηκαν

κατά του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΙΔΡΥΜΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ - ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ» (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγίου Κωνσταντίνου αριθμ. 8), το οποίο παραστάθηκε με τον Πάρεδρο του ΝΣΚ Νικόλαο Αμιραλή, σύμφωνα με δήλωση του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.

Το Δικαστήριο, μελέτησε τη δικογραφία και σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο.

Επειδή με την κρινόμενη έφεση, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 1403061, 1403059 και 1403060 ειδικά έντυπα καταβολής παραβόλου, σειράς Α΄), διώκεται παραδεκτώς η εξαφάνιση της 13491/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Δι΄ αυτής απερρίφθη αγωγή των ήδη εκκαλούντων, δια της οποίας αυτοί ζήτησαν ν΄ αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εφεσιβλήτου ασφαλιστικού Οργανισμού να καταβάλεις τον καθένα απ΄ αυτούς τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, ως αποζημίωση, βάσει των άρθρων 105-106 του Εισ.Ν.Α.Κ., για τη ζημία που υπέστησαν από την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους, μη καταβολή της προσαύξησης, λόγω συζύγου, της συντάξεως γήρατος που έλαβαν κατά τα διαλαμβανόμενα στην ίδια αγωγή χρονικά διαστήματα.

Επειδή στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 29 του Α.Ν. 1846/1951 (Α` 179), όπως αυτό αντικαταστάθηκε τελικά με την παρ. 3 του άρθρου 5 του Ν. 825/1978 (Α` 189), ορίζεται ότι: «Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται δια την σύζυγον κατά το ποσόν ενός και ημίσεως του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου εφ` όσον δεν ασκεί επάγγελμα τι ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή Ν.Π.Δ.Δ. ή του Δημοσίου ...». Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, που ερμηνεύεται πλέον ενόψει τόσο των περί ισότητας των φύλων και προστασίας της οικογένειας συνταγματικών διατάξεων, όσο και της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών από την άποψη της παροχής εργασίας κατά κανόνα και από τους δύο συζύγους και όχι μόνο από τον άνδρα, όπως συνέβαινε συνήθως το χρόνο κατά τον οποίο θεσπίστηκε η διάταξη αυτή, το ποσό της σύνταξης λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνει ο ένας από τους συζύγους προσαυξάνεται, ανεξάρτητα από το φύλο του άλλου συζύγου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, δηλαδή εφόσον ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή τού Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Σ.τ.Ε. 1261/1994 7μελούς, 2219/1997, 2466/1998). Η προσαύξηση αυτή της σύνταξης, που αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή, χορηγείται για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του Ι.Κ.Α., που είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη (βλ. τις πιο πάνω αποφάσεις), τέτοιοι δε θεωρούνται, κατ΄ αρχήν, οι έγγαμοι συνταξιούχοι, των οποίων ο σύζυγος δεν εργάζεται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο, ή Ν.Π.Δ.Δ. ή ασφαλιστικό οργανισμό. Συνεπώς, των συνταξιούχων αυτών δικαιολογείται η προσαύξηση της σύνταξης με τη χορήγηση ποσού ίσου με ενάμιση ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, όπως το ημερομίσθιο αυτό ισχύει κάθε φορά. Η μη χορήγηση δε της προσαύξησης αυτής στους έγγαμους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α., των οποίων οι σύζυγοι δεν συγκεντρώνουν τις πιο πάνω προϋποθέσεις (δηλαδή, εργάζονται ή είναι συνταξιούχοι και, κατά κοινή πείρα, οι απολαυές τους υπερβαίνουν το ποσό της πιο πάνω προσαύξησης), δεν αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού οι πιο πάνω κατηγορίες συνταξιούχων του Ι.Κ.Α. δεν τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Εξάλλου, η επίμαχη διάταξη, με το πιο πάνω περιεχόμενο, δεν αντίκειται και στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικογένειας (Σ.τ.Ε. 3006/2006). Και τούτο, διότι η τελευταία διάταξη του Συντάγματος δεν θέτει συγκεκριμένο κανόνα αμέσως και ευθέως εφαρμοστέο, αλλ΄ αποτελεί, ως θεμελιούσα δικαίωμα κοινωνικού χαρακτήρος, κατευθυντήριο διάταξη, δια της οποίας απευθύνεται προς το νομοθέτη υπόδειξη, όπως λάβει, μεταξύ άλλων και υπέρ της οικογένειας, ειδική μέριμνα, καταλείπεται, όμως, σ΄ αυτόν ευρύτατο πλαίσιο, εντός του οποίου, κατά την απόλυτη εκτίμησή του, θα προσδιοριστούν το είδος και η έκταση της μερίμνης του αυτής (πρβλ. ΣτΕ 481, 482/1977).

Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας, προκύπτουν τα εξής: Με αποφάσεις του Διευθυντή του Υποκ/τος Ι.Κ.Α. Συντάξεων Αθηνών χορηγήθηκε στον καθένα από τους εκκαλούντες σύνταξη γήρατος, χωρίς, όμως, την προβλεπόμενη, λόγω συζύγου, προσαύξηση αυτής, ενόψει του ότι, κατά δήλωση των ίδιων, οι σύζυγοι αυτών ειργάζοντο κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα.

Κατόπιν τούτου, οι εκκαλούντες άσκησαν κατά του Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ. την από 13-8-2003 αγωγή, με την οποία ζήτησαν ν΄ αναγνωρισθεί η υποχρέωσή του να της καταβάλει τα διαλαμβανόμενα στην εν λόγω αγωγή ποσά, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν από την παράνομη, κατά τους ισχυρισμούς τους, παράλειψη των αρμοδίων οργάνων του ίδιου Ταμείου να τους καταβάλουν, μαζί με τη σύνταξή τους, την επίμαχη οικογενειακή παροχή.

Ειδικότερα, οι εκκαλούντες προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι η προσαύξηση λόγω συζύγου αποτελεί προσαύξηση μισθού και η παράλειψη του Ι.Κ.Α. να τους χορηγήσει την εν λόγω παροχή είναι παράνομη, ως αντικειμένη στην αρχή της ισότητος και στην αρχή της προστασίας του γάμου και της οικογένειας, όπως οι αρχές αυτές θεμελιώνονται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος αντιστοίχως. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, κρίναν ως αβασίμους τους ως άνω ισχυρισμούς των εκκαλούντων, απέρριψε την αγωγή τους. Ήδη με την κρινόμενη έφεση προβάλλεται ότι έσφαλε στην κρίση του το ως άνω Δικαστήριο και ζητείται η εξαφάνιση της εκκαλουμένης.

Επειδή, σύμφωνα με όσα έχουν εκτεθεί στη μείζονα σκέψη της παρούσης αποφάσεως, οι διατάξεις του άρθρου 29 παρ. 3 του Α.Ν. 1846/51 δεν συγκρούονται προς τις προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος, αναφορικώς με τις προεκτεθείσες κατηγορίες συνταξιούχων (των εκκαλούντων και των ανηκόντων στην ίδια μ΄ αυτούς κατηγορία, αφ΄ ενός, των οποίων οι σύζυγοι εργάζονται ή λαμβάνουν σύνταξη εκ των προαναφερομένων νομικών προσώπων και των συνταξιούχων των οποίων οι σύζυγοι, αντιθέτως, δεν εργάζονται, ούτε λαμβάνουν σύνταξη, ούτε, όμως, αποκτούν εισοδήματα εξ άλλων πηγών, αφ΄ ετέρου), όπως νομίμως κρίθηκε και με την εκκαλουμένη απόφαση. Ωστόσο, οι εκκαλούντες διατείνονται ότι ζήτημα παραβιάσεως της ως άνω αρχής εγείρεται όχι μόνο δια της συγκρίσεως της θέσεως αυτών προς την προαναφερομένη κατηγορία συνταξιούχων, αλλά και ως προς τους συνταξιούχους εκείνους, των οποίων οι σύζυγοι ναι μεν δεν εργάζονται, ούτε έχουν συνταξιοδοτηθεί, αποκτούν, όμως, εισοδήματα εξ άλλων πηγών (π.χ. ακίνητα, μετοχές κ.λπ.), ίδιου ή και μεγαλυτέρου ύψους των μισθών και συντάξεων των αποκλειομένων, δεδομένου ότι και αυτοί, μη συγκαταλεχθέντες υπό του νομοθέτου μεταξύ των τελευταίων (των αποκλειομένων), λαμβάνουν την επίδικη παροχή. Ισχυρίζονται, δηλαδή, οι εκκαλούντες ότι ο νομοθέτης παρεβίασε την αρχή της ισότητος, όχι μόνο επειδή απένειμε στην πρώτη μόνο ως άνω κατηγορία την επίδικη οικογενειακή παροχή, καταλείποντας αυτούς (τους εκκαλούντες και όσους ανήκουν στην ίδια κατηγορία) εκτός του ρυθμιστικού πλαισίου της κρισίμου διατάξεως, αλλά και επειδή δεν περιέλαβε μεταξύ των εξαιρεθέντων και τους τελευταίους ως άνω συνταξιούχους.

Επειδή, αναφορικώς με τον τελευταίο ισχυρισμό, το Δικαστήριο κρίνει, κατ΄ αρχάς, ότι αυτός παραδεκτώς προβάλλεται το πρώτον δια της κρινομένης εφέσεως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τα άρθρα 96 παρ. 2, 97 παρ. 1 και 79 παρ. 1 περ. β΄ του Κ.Διοικ.Δ., αφού αναφέρεται σε ζήτημα αυτεπαγγέλτως εξεταζόμενο υπό των δικαστηρίων, σε κάθε βαθμό. Ωστόσο, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ισχυρισμός αυτός αλυσιτελώς προτείνεται υπό των εκκαλούντων, αφού κι αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι συντελείται δια της προκειμένης ρυθμίσεως παραβίαση της αρχής της ισότητος, αναφορικώς με τις δύο τελευταίες κατηγορίες συνταξιούχων, αυτό δεν θα ωφελούσε τους εκκαλούντες. Και τούτο διότι, με δεδομένο ότι, σύμφωνα με τα ως άνω εκτιθέμενα, αποκλειστικός σκοπός της επιδίκου οικογενειακής παροχής είναι η ενίσχυση των οικονομικώς ασθενεστέρων συνταξιούχων, η αποκατάσταση της ενδεχομένης τρωθείσας αρχής της ισότητος δεν θα μπορούσε να γίνει δια της επεκτάσεως της εν λόγω παροχής και στους συνταξιούχους, των οποίων οι σύζυγοι εργάζονται ή λαμβάνουν σύνταξη, αφού κάτι τέτοιο θα ανέτρεπε τελείως τη βούληση του νομοθέτου. Προκειμένου δε να μη συμβεί το τελευταίο, αλλά και για να αποκατασταθεί η ενδεχομένως τρωθείσα αρχή της ισότητος, θα έπρεπε, αντί της προαναφερομένης επεκτάσεως, ν΄ αποκλεισθούν της επιδίκου παροχής και οι συνταξιούχοι εκείνοι, των οποίων οι σύζυγοι, ναι μεν δεν εργάζονται, ούτε έχουν συνταξιοδοτηθεί, λαμβάνουν, ωστόσο, εξ άλλων πηγών (π.χ. ακίνητα, μερίσματα, μετοχές κ.λπ.) εισοδήματα ίδιου ή ακόμη και μεγαλυτέρου ύψους προς τους μισθούς και τις συντάξεις των συζύγων των αποκλειομένων συνταξιούχων. Ο αποκλεισμός, ωστόσο, των ως άνω συνταξιούχων μπορεί να γίνει μόνο δια νεωτέρας νομοθετικής μεταβολής και όχι υπό των δικαστηρίων, αφού κάτι τέτοιο θα συνιστούσε μη επιτρεπτή, βάσει των περί διακρίσεως των λειτουργιών συνταγματικών διατάξεων, υπεισέλευση της δικαστικής λειτουργίας σε έργα της νομοθετικής, με δεδομένη την επί εξ αιρετικών διατάξεων κρατούσα αρχή του ανεπιτρέπτου της δια διασταλτικής ερμηνείας ή αναλογικής εφαρμογής επεκτάσεως αυτών και σε περιπτώσεις, μη ενταχθείσες υπό του νομοθέτου στις θεσπισθείσες υπ΄ αυτού ρητές εξαιρέσεις, όπως συμβαίνει εν προκειμένω με τους συνταξιούχους, των οποίων οι μη εργαζόμενοι και μη συνταξιοδοτούμενοι σύζυγοι λαμβάνουν εισοδήματα εξ άλλων πηγών.

Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινόμενη έφεση και να καταπέσει υπέρ του Δημοσίου το παράβολο που καταβλήθηκε γι΄ αυτήν.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Απορρίπτει την έφεση.