Έτος
2009
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 44 παρ. 8 ΠΔ 284/1974
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Έγγαμοι συνταξιούχοι / προσαύξηση σύνταξης

 

Ε.Τ.Α.Π. ΜΜΕ. Δεν απαιτείται ως προϋπόθεση για τη διεκδίκηση επί μέρους κονδυλίου της συντάξεως η υποβολή σχετικής αιτήσεως. Νόμω αβάσιμος ο ισχυρισμός, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, λόγω μη υποβολής προηγουμένως αιτήσεως προς το Ταμείο, κατά παράβαση του άρθρου 71 παρ. 5 του ΚΔιοικΔ. Αρχή της ισότητας και εφαρμογή της από το Δικαστήριο. Η διάταξη του άρθρου 44 παρ. 8 του π.δ. 284/1974, κατά την οποία χορηγείται προσαύξηση της σύνταξης στον άνδρα ασφαλισμένο, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η σύζυγός του εργάζεται ή συνταξιοδοτείται, ενώ δεν ισχύει το ίδιο και για τη γυναίκα ασφαλισμένη, αντίκειται στο άρθρο 4 του Συντάγματος. Εφαρμογή της διάταξης αυτής και στις γυναίκες συνταξιούχους. Παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Ταμείου κατά το άρθρο 250 ΑΚ, μη εφαρμοζομένου του ν.δ. 496/1974. Απορρίπτεται η έφεση.

Αριθμός απόφασης:882/2009

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 11ο Τριμελές

Αποτελούμενο από τους: Θεοδώρα Μούγια, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Χάϊδω Χαρμπίλα και Χρήστο Κεϊμαλή (εισηγητή), Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τη Βλασία Δήμου, δικαστική υπάλληλο

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 6 Φεβρουαρίου 2009, για να δικάσει την από 14 Δεκεμβρίου 2008 (αριθμ. καταχ. ΑΒΕΜ 1170/18-12-2008) έφεση του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ ΜΕΣΩΝ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ – Ε.Τ.Α.Π. ΜΜΕ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Καλλιρρόης αριθ. 5), το οποίο παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Σπύρο Σαρρή, βάσει δήλωσης άρθρου 133 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.,

κατά της ........ ............, κατοίκου Αθηνών (οδός............ αριθ. ..- ...), η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια δικηγόρο Αλίκη Μαυρογιάννη, βάσει δήλωσης άρθρου 133 παρ. 2 Κ.Δ.Δ.

Το Δικαστήριο, μελέτησε τη δικογραφία και σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο.

1. Επειδή, με την κρινόμενη έφεση διώκεται παραδεκτώς η εν μέρει εξαφάνιση της 4946/2008 αποφάσεως του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, δια της οποίας έγινε εν μέρει δεκτή αγωγή της εφεσιβλήτου και υποχρεώθηκε το εκκαλούν να καταβάλει σ` αυτήν το ποσό των 1.479,09 ευρώ, που αποτελεί προσαύξηση της συντάξεώς της, λόγω συζύγου, για το από 1-4-2000 έως 30-6-2002 χρονικό διάστημα, νομιμοτόκως, από της επιδόσεως της αγωγής.

2. Επειδή η εφεσίβλητη είχε, αρχικώς, ασκήσει κατά του εκκαλούντος την από 12-9-2003 αγωγή, ομού μετά λοιπών έξι ασφαλισμένων, υπό του πρωτοδίκου δε Δικαστηρίου εκρίθη, δια της 5155/2007 αποφάσεώς του, ότι αυτή δε συγκέντρωνε τις νόμιμες προϋποθέσεις ομοδικίας μετά των τριών πρώτων, προτασσομένων στο δικόγραφο της εν λόγω αγωγής, εναγουσών, διαταχθέντος, κατόπιν τούτου, του χωρισμού του δικογράφου ως προς αυτήν. Ήδη δε δια της κρινομένης εφέσεως προβάλλεται ότι εσφαλμένως το ως άνω Δικαστήριο διέταξε το χωρισμό του δικογράφου, ενώ, κατ` ορθήν εφαρμογήν των σχετικών διατάξεων, θα έπρεπε ν` απορρίψει αυτό ως απαράδεκτο. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός κρίνεται υπό του παρόντος Δικαστηρίου ότι απαραδέκτως προβάλλεται ενώπιόν του. Και τούτο διότι αντικείμενο της παρούσης δίκης είναι οι πλημμέλειες της προσβαλλομένης δια της εφέσεως 4946/2008 αποφάσεως του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, η οποία εξεδόθη επί της από 28-9-2007 αγωγής της εφεσιβλήτου και όχι οι τυχόν πλημμέλειες της εκδοθείσης επί της από 12-9-2003 αγωγής προαναφερομένης 5155/2007 αποφάσεως αυτού, ο έλεγχος των οποίων προϋποθέτει την άσκηση χωριστής εφέσεως κατ` αυτής.

3. Επειδή, υπό του φέροντος τον τίτλο «Διαδικασία απονομής συντάξεως» άρθρου 48 παρ. 1 του Π.Δ. 284/1974 «Περί τροποποιήσεως και ανασυντάξεως του Καταστατικού του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης» (Α` 101) ορίζεται ότι: «Προς άσκησιν του δικαιώματος εκ της αναπηρίας γήρατος και θανάτου δέον να υποβληθή εις το Ταμείον αίτησις,…».

4. Επειδή εκ της ως άνω διατάξεως προκύπτει ότι η προς απονομήν συντάξεως διαδικαστική προϋπόθεση της υποβολής σχετικής αιτήσεως καθορίζεται ρητώς μόνο για την περίπτωση της λήψεως αυτής. Ενόψει δε της ισχυούσης στο πεδίο του ασφαλιστικού δικαίου αρχής της στενής ερμηνείας των σχετικών με τη χορήγηση ασφαλιστικών παροχών διατάξεων (ουσιαστικών και διαδικαστικών), δεν είναι επιτρεπτή η αναλογική επέκταση της εφαρμογής της προαναφερομένης διατάξεως και ως προς τα επί μέρους κονδύλια, εκ των οποίων η σύνταξη αποτελείται. Κατόπιν τούτου και ενόψει του ότι, ούτε υπό των λοιπών ειδικών διατάξεων του ως άνω Π.Δ/τος ορίζεται ως προϋπόθεση για τη διεκδίκηση επί μέρους κονδυλίου της συντάξεως η υποβολή σχετικής αιτήσεως, αλλ` ούτε και υπό της γενικής διατάξεως του άρθρου 71 του Κ.Διοικ.Δ., υπό της οποίας προβλέπεται η άσκηση αγωγής κατά του Δημοσίου ή των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ. υπό των εχόντων χρηματικές αξιώσεις εξ εννόμων σχέσεων δημοσίου δικαίου, καθιερώνεται ένας τέτοιος όρος ως γενική προϋπόθεση παραδεκτής ασκήσεως αυτής, ο προβαλλόμενος δια της εφέσεως λόγος, περί του ότι εσφαλμένως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή της εφεσιβλήτου ως απαράδεκτη, ενόψει του ότι αυτή δεν υπέβαλε προς της αιτήσεως αυτής, σχετική αίτηση προς το εκκαλούν, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιµος.

5. Επειδή υπό του άρθρου 71 παρ. 5 του ΚΔιοικΔ ορίζεται ότι: «Απαράδεκτη είναι η κατά τις παραγράφους 1 - 3 αγωγή και σε κάθε άλλη περίπτωση που, επίσης, για την ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης υπάρχει, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις, αρμόδιο να αποφανθεί όργανο της Διοίκησης….».

6. Επειδή δια του γράμματος της παρ. 2 τίθεται ως όρος του παραδεκτού της αγωγής η προηγούμενη (προ της ασκήσεως αυτής) υποβολή της αιτήσεως ικανοποιήσεως της σχετικής χρηματικής από έννομη σχέση δημοσίου δικαίου αξιώσεως ενώπιον του αρμοδίου ν` αποφανθεί σχετικώς οργάνου της Διοικήσεως. Ωστόσο, είναι προφανές ότι δια του όρου «αρμόδιο όργανο της Διοικήσεως» δε νοείται οποιοδήποτε όργανο αυτής. Και τούτο διότι, τόσο το Δημόσιο, όσο και τα λοιπά Ν.Π.Δ.Δ., διαθέτουν σε κάθε περίπτωση όργανα, προκειμένου αυτά ν` αποφαίνονται επί των υποβαλλομένων προς αυτά υπό των διοικουμένων αιτημάτων. Επομένως, αν υπό του νομοθέτου της ερμηνευομένης διατάξεως ως «αρμόδια όργανα της Διοικήσεως» νοούνταν τα ως άνω, αποφαινόμενα το πρώτον επί των υποβαλλομένων αιτήσεων, όργανα, ενόψει του ότι τέτοια, όπως προαναφέρθηκε, προβλέπονται σε κάθε περίπτωση και στο Δημόσιο και στα Ν.Π.Δ.Δ., δεν θ` αντιμετωπιζόταν, όπως εκ της διατυπώσεως της εν λόγω διατάξεως («και σε κάθε άλλη περίπτωση, που, επίσης, για την ικανοποίηση της σχετικής αξίωσης υπάρχει,…., αρμόδιο… όργανο….») με σαφήνεια προκύπτει, η ύπαρξή τους ως υποθετική. Για το λόγο αυτό ως «αρμόδια ν΄ αποφανθούν όργανα» νοούνται υπό του νομοθέτου μόνο τα ειδικώς κατεστημένα, προκειμένου ν` αποφαίνονται για δεύτερη φορά, κατ` ενδικοφανή διαδικασία, επί των αιτήσεων των διοικουμένων όργανα, τέτοιο δε όργανο δεν προβλέπεται εν προκειμένω υπό των διατάξεων του Καταστατικού του εκκαλούντος (Π.Δ. 284/1974). Κατόπιν τούτου, απορριπτέος, ως νόμω αβάσιμος, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός του εκκαλούντος, περί του ότι εσφαλμένως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν απέρριψε την αγωγή της εφεσιβλήτου ως απαράδεκτη, αφού, λόγω μη υποβολής προς της ασκήσεως αυτής σχετικής προς το Ταμείο αιτήσεως, παρεβιάσθη και η διάταξη του άρθρου 71 παρ. 5 του ΚΔιοικΔ. Όσον αφορά δε τα υπό του εκκαλούντος υποστηριζόμενα, περί του ότι η υποβολή αιτήσεως καθίσταται αναγκαία, λόγω της αδυναμίας αυτού ν` ανατρέχει κάθε φορά στους φακέλους δεκάδων χιλιάδων ασφαλισμένων, προκειμένου να βεβαιωθεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις χορηγήσεως της προσαυξήσεως κατά τον εκάστοτε κρίσιμο χρόνο, αυτό συνιστά ζήτημα, η αντιμετώπιση του οποίου εκφεύγει των ορίων της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

7. Επειδή, το Σύνταγμα ορίζει στο μεν άρθρο 4 ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου (παρ. 1) και ότι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις (παρ. 2), στο δε άρθρο 116 ότι οι υφιστάμενες διατάξεις, που είναι αντίθετες στο άρθρο 4 παρ. 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 1982 (παρ. 1) και ότι οι αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνον για σοβαρούς λόγους στις περιπτώσεις, που ορίζει ειδικά ο νόμος (παρ. 2).

8. Επειδή η προεκτεθείσα παράγραφος 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της αρχής της ισότητος (παρ. 1 του ίδιου άρθρου), δεσμεύουσα, πέραν της Διοικήσεως και τον κοινό νομοθέτη, όπως ήδη προ πολλού έχει κριθεί υπό της νομολογίας (βλ. Α.Π. 31/1936 Θεμ. ΜΖ` σ. 500, ΣτΕ 2175/1947 Θεμ. ΝΘ` σ. 97 κ.α.). Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται στον κοινό νομοθέτη η τήρηση της αναλογικής ισότητος, η οποία επιτυγχάνεται δια της ομοίας ρυθμίσεως των ομοίων περιπτώσεων και δια της ανομοίας των ανομοίων, κατά το μέτρο, μάλιστα, της ανομοιότητος αυτών. Η διαπίστωση δε των προαναφερομένων χαρακτηριστικών (της ομοιότητος ή ανομοιότητος των υπό ρύθμιση περιπτώσεων) πρέπει να συναρτάται οπωσδήποτε με το αντικείμενο της σκοπουμένης ρυθμίσεως. Έτσι, όταν επιχειρείται υπό του κοινού νομοθέτου η ρύθμιση αναγομένων στα δύο φύλα (άνδρες και γυναίκες) ζητημάτων, οι βιολογικές διαφορές αυτών δε συνιστούν δικαιολογητικό λόγο διαφορετικής αντιμετωπίσεώς τους υπ` αυτού, αν αυτές δεν ασκούν επιρροή στα υπό ρύθμιση ζητήματα. Σε περίπτωση, επομένως, κατά την οποία ο νομοθέτης χωρήσει σε διαφορετική αντιμετώπιση των δύο φύλων, χωρίς η ενέργειά του αυτή, ούτε να εδράζεται στις βιολογικές διαφορές τους, ούτε να εξηγείται εκ της συνδρομής άλλων, σοβαρών λόγων, συντελείται υπ` αυτού ευθεία παραβίαση του άρθρου 4 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 2978, 2435/1997, 1261/1994, 4117/1983, Α.Π. 15/1997, Ολομ., 3/1995, Ολομ., 7/1993, Ολομ. 31/1993, Ολομ., Ελ.Σ. 1273/1996, Ολομ., Δ.Ε.Κ., απόφαση 17-4-1997 επί της υποθέσεως C- 147/95, μεταξύ Δ.Ε.Η. και Ε. Εβρενόπουλου, Ε.Δ.Δ.Α., απόφαση της 21-2-97 επί της υποθέσεως Van Raalte v. The Netherlands). Στην ως άνω δε περίπτωση, θα πρέπει τα δικαστήρια, κατ` ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, ορίζοντος ότι: «Τα δικαστήρια υποχρεώνουν να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα», να επεκτείνουν την υπέρ του ενός μόνο φύλου ευνοϊκή ρύθμιση και στο άλλο φύλο. Η κατά την έννοια δε της ως άνω επεκτατικής ή διορθωτικής ισότητος χορήγηση της παροχής και στο άλλο φύλο δε συνιστά παραβίαση του άρθρου 26 του Συντάγματος, περί της διακρίσεως των λειτουργών και ως εκ τούτου, ανεπίτρεπτη υπεισέλευση της δικαστικής λειτουργίας σε έργα της νομοθετικής. Και τούτο για τους εξής λόγους: Κατ` αρχάς, εκ του προαναφερομένου άρθρου 93 παρ. 4 του Σ. προκύπτει ότι τα δικαστήρια οφείλουν να εξετάζουν αν οι εφαρμοζόμενοι υπ` αυτών κοινοί νόμοι συμφωνούν ή συγκρούονται με τις διατάξεις του Συντάγματος. Στη δεύτερη περίπτωση, σύμφωνα με την εκ του γράμματος της ως άνω διατάξεως ρητή επιταγή, πρέπει αυτά ν` απέχουν από την εφαρμογή του αντισυνταγματικού κανόνος. Ωστόσο, αν τα δικαστήρια περιορίζονταν αποκλειστικώς στη γραμματική ερμηνεία του ως άνω κανόνος, αυτό, ειδικώς στην περίπτωση του άρθρου 4 του Συντάγματος, θα οδηγούσε στο ανέλεγκτο των κατά παράβαση αυτού ρυθμίσεων του νομοθέτου. Και τούτο διότι στην περίπτωση, ειδικότερα, της υπό του νομοθέτου ανομοίας ρυθμίσεως ομοίων περιπτώσεων, η κατά γράμμα εφαρμογή του κανόνος του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος θα επέβαλε την υπό των δικαστηρίων μη εφαρμογή του νόμου, δια του οποίου, δια της ανομοίας ρυθμίσεως παρεβιάσθη το άρθρο 4 του Συντάγματος. Όμως, με δεδομένο, ότι, αφ` ενός μεν, δεν έχει θεσμοθετηθεί στην ημεδαπή έννομη τάξη η λαϊκή αγωγή, αφ` ετέρου δε, δεν έχει παρασχεθεί και στη Διοίκηση η δυνατότης ελέγχου της συνταγματικότητος των νόμων, μια τέτοια ενέργεια των δικαστηρίων θα είχε ως αποτέλεσμα τη διαιώνιση της παραβιάσεως του άρθρου 4 του Συντάγματος. Και τούτο διότι οι μόνοι, οι οποίοι θα είχαν έννομο συμφέρον να προσφύγουν στα δικαστήρια, είναι, εξ αιτίας των προαναφερομένων λόγων, οι καταλειφθέντες εκτός του ρυθμιστικού πλαισίου της ευνοϊκής διατάξεως διοικούμενοι. Όπως δε είναι ευνόητο, η κατά γράμμα εφαρμογή του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, θα είχε ως αναγκαίο αποτέλεσμα την απόρριψη της προσφυγής τους, πράγμα το οποίο δεν θα θεράπευε, αλλ` αντιθέτως, θα παρέτεινε την παραβίαση του άρθρου 4 του Συντάγματος. Επειδή δε κάτι τέτοιο προφανώς ήταν εκτός των προθέσεων του συνταγματικού νομοθέτου, είναι εν προκειμένω επιβεβλημένη η δια διασταλτικής ερμηνείας επέκταση του γράμματος του ως άνω άρθρου, ώστε στην περίπτωση παραβιάσεως υπό του κοινού νομοθέτου του άρθρου 4 του Συντάγματος δι` ανομοίας ρυθμίσεως ομοίων περιπτώσεων, τα δικαστήρια να έχουν την υποχρέωση όχι να μην εφαρμόζουν την αντισυνταγματική διάταξη, αλλ` αντιθέτως, να επεκτείνουν την εφαρμογή της και στις εκτός της ευνοϊκής ρυθμίσεως όμοιες περιπτώσεις.

9. Επειδή, στο άρθρο 44 παρ. 8 του π.δ. 284/1974 «Περί τροποποιήσεως και ανασυντάξεως του Καταστατικού του Ταμείου Συντάξεων Προσωπικού Εφημερίδων Αθηνών και Θεσσαλονίκης» [Α΄101], όπως η παράγραφος αυτή είχε προστεθεί με το π.δ. 591/1979 [Α` 176], αντικαταστάθηκε αρχικά με το άρθρο 2 του π,δ. 1245/1945/1981 [Α` 307] και τροποποιήθηκε με το π.δ.384/1993 [Α` 163] , ορίζεται , μεταξύ άλλων, ότι το ποσό της σύνταξης λόγω γήρατος προσαυξάνεται κατά 8.000 δραχμές για τη σύζυγο ή το μη εργαζόμενο ή συνταξιοδοτούμενο σύζυγο. Στη συνέχεια, το ποσό αυτό αυξήθηκε στις 16.000 δρχ., από 1-7-1999 με το π.δ.114/1999 [Α` 115]. Εξάλλου, στο άρθρο 14 παρ. 3 του ίδιου π.δ. [ 284/1974] ορίζεται ότι : « ...Έκαστος ησφαλισμένος υποχρεούται όπως εντός προθεσμίας τριών μηνών από της υπαγωγής του εις την ασφάλιση του Ταμείου, υποβάλη τα κάτωθι δικαιολογητικά :α....β. προκειμένου περί εγγάμου πιστοποιητικό τελέσεως γάμου, πιστοποιητικό οικογενειακής καταστάσεως ...». Περαιτέρω, στο άρθρο 48 παρ. 2 ορίζεται ότι : «2. Επί αιτήσεως αναπηρίας ή γήρατος υποβάλλονται τα εξής δικαιολογητικά :α] ...στ] άπαντα τα τυχόν μη υποβληθέντα δικαιολογητικά του άρθρου 14 του παρόντος».

10. Επειδή, με βάση την πρώτη των ως άνω διατάξεων, χορηγείται προσαύξηση στον άνδρα ασφαλισμένο, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία η σύζυγός του εργάζεται ή συνταξιοδοτείται, ενώ δεν ισχύει το ίδιο και για τη γυναίκα ασφαλισμένη, όταν ο σύζυγος της τελευταίας εργάζεται ή συνταξιοδοτείται. Γίνεται, επομένως, εν προκειμένω υπό του νομοθέτου ανόμοια ρύθμιση ομοίων περιπτώσεων. Η κρίση δε, περί της ομοιότητος αυτών συναρτάται, σύμφωνα με τις προηγούμενες σκέψεις, με το αντικείμενο της προκειμένης ρυθμίσεως, στο οποίο ουδεμία επιρροή ασκεί η διαφορά του φύλου, Κατόπιν τούτου και ενόψει του ότι ουδείς αποχρών λόγος δημοσίου συμφέροντος υφίσταται, με βάση τον οποίο να δικαιολογείται η πλεονεκτική θέση, συντίθεται με την ως άνω ρύθμιση ο άνδρας συνταξιούχος του εκκαλούντος Ταμείου, σε σχέση με τη συνταξιούχο γυναίκα, η προαναφερομένη διάταξη του άρθρου 44 παρ. 8 του Π.Δ/τος 284/1974 παραβιάζει ευθέως το άρθρο 4 του Συντάγματος (πρβλ. και ΣτΕ 2978, 2435/97, 1261/94, 4117/83). Κατόπιν τούτου, προς αποκατάσταση της κριθείσης αρχής της ισότητος, είναι αναγκαία, σύμφωνα, επίσης, με τις ως άνω σκέψεις, όχι η μη εφαρμογή της διατάξεως αυτής, αλλά η επέκταση της εφαρμογής της και στις γυναίκες συνταξιούχους του εκκαλούντος Ταμείου, των οποίων οι σύζυγοι εργάζονται ή συνταξιοδοτούνται. Και τούτο διότι η κατά γράμμα εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος θα επέβαλε την απόρριψη του αιτήματος της εφεσιβλήτου, περί χορηγήσεως σ` αυτήν της επιμάχου προσαυξήσεως. Ενόψει, όμως, όπως προαναφέρθηκε, αφ` ενός μεν, της μη προβλέψεως στο δικαιϊκό μας σύστημα της λαϊκής αγωγής, ασκουμένης υπό οποιουδήποτε πολίτου, χάριν της διαφυλάξεως της συνταγματικότητος των νόμων, αφ` ετέρου δε, της αδυναμίας των αρμοδίων οργάνων του εκκαλούντος να ελέγξουν αυτά την αντισυνταγματικότητα της ως άνω ρυθμίσεως και ν` αρνηθούν για το λόγο αυτό την χορήγηση της επιμάχου προσαυξήσεως στους άνδρες συνταξιούχους, είναι προφανές ότι η κατά γράμμα εφαρμογή του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη άρση της ανωμαλίας αυτής, πράγμα, οπωσδήποτε, μη περιλαμβανόμενο στις προθέσεις του συνταγματικού νομοθέτου.

11. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η εφεσίβλητη, έγγαμη και με ενήλικο παιδί, είναι συνταξιούχος του εκκαλούντος Ταμείου, και δεν ελάμβανε την ένδικη προσαύξηση στη σύνταξή της, κατά το χρονικό διάστημα από 1-4-2000 έως 30-6-2002. Με αγωγή που άσκησε, ζήτησε να υποχρεωθεί το εκκαλούν, να της καταβάλει νομιμοτόκως, το ποσό των 1.502,57 ευρώ για την αποκατάσταση της ισόποσης ζημίας, λόγω του ότι κατά το πιο πάνω χρονικό διάστημα δεν προσαυξήθηκε, σχετικώς, η σύνταξή της. Και αυτό κατ` εφαρμογή της συνταγματικής αρχής της ίσης μεταχείρισης, καθόσον η διάταξη του άρθρου 44 παρ. 8 του Καταστατικού του Ταμείου, που προβλέπει την καταβολή της εν λόγω προσαύξησης στις γυναίκες συνταξιούχους, με την προϋπόθεση να μην εργάζεται ή να μην συνταξιοδοτείται ο σύζυγός τους, εισάγει ανεπίτρεπτη και αδικαιολόγητη διάκριση λόγω φύλου , η οποία είναι ανίσχυρη από 1-1-1983 και μετά, γιατί αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 παρ. 1 του Συντάγματος. Με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτή η αγωγή , σύμφωνα με όσα ειδικότερα έχουν προαναφερθεί. Με την κρινόμενη έφεση ζητείται η εξαφάνιση της αποφάσεως αυτής.

12. Επειδή, προβάλλεται από το εκκαλούν ότι εσφαλμένα έγινε δεκτό με την προσβαλλόμενη απόφαση ότι η διάταξη του άρθρου 44 παρ. 8 του καταστατικού του Ταμείου αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, τούτο δε γιατί η επίμαχη προσαύξηση αποσκοπεί στη διευκόλυνση των συζύγων να αντιμετωπίσουν τα οικογενειακά βάρη και όχι στην αύξηση των αποδοχών τους. Όπως, όμως, αναλυτικώς προεξετέθη, δια της ως άνω διατάξεως παρεβιάσθη το άρθρο 4 του Συντάγματος και επομένως, ο προαναφερόμενος ισχυρισμός του εκκαλούντος πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιµος. Όσον αφορά δε το ως άνω επιχείρημα του εκκαλούντος, επί του οποίου αυτό επιχειρεί να στηρίξει τον ισχυρισμό του περί μη παραβιάσεως του άρθρου 4 του Συντάγματος, αυτό δε γίνεται δεκτό υπό του Δικαστηρίου. Και τούτο διότι δι` αυτού και υπό την εκδοχή, τουτέστιν, ότι η επίμαχη προσαύξηση συνιστά οικογενειακή και όχι προσωπική παροχή, δε μπορεί να εξηγηθεί γιατί κρίθηκε περισσότερο άξια προστασίας η οικογένεια του άνδρα συνταξιούχου, του οποίου η σύζυγος εργάζεται ή συνταξιοδοτείται και όχι και η οικογένεια της γυναίκας συνταξιούχου στην ίδια περίπτωση. Περαιτέρω, προβάλλεται υπό του εκκαλούντος ότι η επέκταση της εφαρμογής του άρθρου 44 παρ. 8 του Π.Δ/τος 284/1974 και στις γυναίκες συνταξιούχους συνιστά ανεπίτρεπτη επέμβαση της δικαστικής λειτουργίας σε έργα της νομοθετικής. Και ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, αφού, σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις και σκέψεις, ανεπίτρεπτη επέμβαση της δικαστικής λειτουργίας σε έργα της νομοθετικής συντελείται μόνο επί επεμβάσεων της πρώτης πέραν των υπό του άρθρου 93 παρ. 4 του Συντάγματος, προβλεπομένων, περίπτωση μη συντρέχουσα εν προκειμένω.

13. Επειδή, τέλος, με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι οι απαιτήσεις της εφεσιβλήτου για το από 1-4-2000 έως 30-6-2002 χρονικό διάστημα δεν είχαν υποκύψει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 ΑΚ, στο οποίο παραπέμπει, προς ανάλογη εφαρμογή, το άρθρο 54 παρ. 4 του ως άνω Καταστατικού του εκκαλούντος Ταμείου, εφόσον η αρχική αγωγή κατατέθηκε στο πρωτόδικο Δικαστήριο στις 12-9-2003. Με την έφεση προβάλλεται ότι οι παραπάνω απαιτήσεις υπόκεινται στη διετή παραγραφή του άρθρου 48 παρ. 3 του ν.δ. 496/1974 ή κατ` ανάλογο εφαρμογή, του άρθρου 90 του ν. 2362/1885 «Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών και άλλες διατάξεις». Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι με το π.δ. 437/1977, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 56 παρ. 2 του ν.δ. 496/1974, οι ασφαλιστικοί οργανισμοί, όπως το εκκαλούν, εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή του ν.δ. 496/1974, οπότε εφαρμόζονται επ` αυτών οι περί παραγραφής διατάξεις του άρθρου 250 Α.Κ., όπως ορθά κρίθηκε και με την εκκαλούμενη απόφαση.

Επειδή, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η έφεση. Δια ταύτα Απορρίπτει την έφεση.