Έτος
2009
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 5 παρ. 1 περ. β' ΠΔ 166/2000
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Άγαμα άρρενα ενήλικα τέκνα αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου

 

Πολιτικοί συνταξιούχοι. Η θέσπιση πρόσθετων όρων για τη συνταξιοδότηση του άγαμου άρρενος ενήλικου τέκνου αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου, πέραν από εκείνες που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση της άγαμης θυγατέρας αντίκειται στο σύνταγμα και οι διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β΄ του κώδικα πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων εισάγει ανεπίτρεπτη ανισότητα για τα άρρενα τέκνα πολιτικού συνταξιούχου. Αντίθετη μειοηφία. Απορρίπτεται η αναίρεση.

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Αριθμ. 3157/2009, Ολομελείας

Πρόεδρος: Γεώργιος - Σταύρος Κούρτης

Εισηγήτρια: Μαρία Αθανασοπούλου, Σύμβουλος

Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Αντώνιος Νικητάκης, Αντεπίτροπος Επικρατείας

III. Το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β` του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979, π.δ. 166/2000 και ήδη π.δ. 169/2007) ορίζει ότι: "Δικαίωμα σε σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο έχουν: α) ... β) Τα παιδιά του υπαλλήλου που πέθανε έχοντας τις παραπάνω προϋποθέσεις, καθώς και του συνταξιούχου ..., αν τα μεν κορίτσια είναι άγαμα, τα δε αγόρια μέχρι τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον είναι άγαμα, ή και μετά τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον είναι ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω. Η ανικανότητα τους στην περίπτωση αυτή κρίνεται κατά το χρόνο θανάτου του υπαλλήλου ή συνταξιούχου και βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Α.Σ.Υ. Επιτροπής. Αν η ανικανότητα των ενήλικων αγοριών επέλθει μετά το θάνατο του υπαλλήλου ή του συνταξιούχου το ανίκανο αγόρι δικαιούται σύνταξη από το Δημόσιο Ταμείο, αν δεν παίρνει ή δεν δικαιούται να πάρει σύνταξη από οποιονδήποτε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή το μηνιαίο εισόδημα του δεν υπερβαίνει το κάθε φορά κατώτατο όριο σύνταξης που καταβάλλει το Δημόσιο...".

Όπως κρίθηκε από την Ολομέλεια του Δικαστηρίου τούτου με την 642/2009 απόφαση της η οποία ερμήνευσε τις ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 1 περ. β` και δ` του ιδίου Κώδικα (π.δ. 1041/1979 και ήδη 166/2000) που αναφέρεται στους στρατιωτικούς συνταξιούχους σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 4 και 116 του ισχύοντος Συντάγματος "... η θέσπιση πρόσθετων όρων για τη συνταξιοδότηση του άγαμου άρρενος ενήλικου τέκνου αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου, πέρα από εκείνες που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση της άγαμης θυγατέρας αυτού αντίκειται στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων, που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος και είναι ανίσχυρη διότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως θεμιτή απόκλιση κατά το άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος. Για τους ίδιους λόγους δεν μπορεί να θεωρηθεί ισχύουσα μετά την 1.1.1983 οποιαδήποτε παρόμοια αδικαιολόγητη διάκριση" και ότι "οι διατάξεις του άρθρου 31 παρ. 1 περ. β` και δ` του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων ... κατά το μέρος εκείνο που θεσπίζουν πρόσθετες προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση του άρρενος άγαμου ενήλικου τέκνου αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου, πέρα από εκείνες που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση της άγαμης θυγατέρας αυτού, οι οποίες αναφέρονται εκτός από την συνδρομή της αγαμίας, το μεν στην ανικανότητα για εργασία κατά ποσοστό 50%, το δε στην υποχρεωτική φοίτηση σε ανώτερη ή ανώτατη σχολή, που πρέπει να αποδεικνύεται κάθε χρόνο και για όσο χρονικό διάστημα διαρκεί ο χρόνος φοίτησης στην Σχολή αυτή, ... εισάγουν ανεπίτρεπτη ανισότητα για τα άγαμα ενήλικα άρρενα τέκνα, γεγονός που καθιστά αυτές αντισυνταγματικές και ως εκ τούτου ανεφάρμοστες. Στην περίπτωση αυτή, εφαρμογή έχει η ευνοϊκότερη ρύθμιση που αφορά στη συνταξιοδότηση της άγαμης θυγατέρας αποβιώσαντος στρατιωτικού συνταξιούχου, η οποία πρέπει να επεκταθεί και στην κατηγορία των άγαμων αρρένων ενηλίκων τέκνων, οι οποίοι έχουν υποβληθεί στο ως άνω δυσμενέστερο καθεστώς για την συνταξιοδότηση τους. Άλλωστε η άνιση αυτή συνταξιοδοτική μεταχείριση μεταξύ αρρένων και θηλέων τέκνων δεν ήρθη ούτε με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 1902/1990 (που προστέθηκε ως παράγραφος 5 στο άρθρο 31 παρ. 1 περ. δ` του π.δ. 166/2000) ... αφού έτσι ο νομοθέτης εκδηλώνει σαφώς τη βούληση του να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται το υφιστάμενο ευνοϊκό συνταξιοδοτικό καθεστώς για τις θυγατέρες που έλκουν το δικαίωμα τους από γονέα που προσλήφθηκε στο Δημόσιο πριν από την 1.1.1983 και διατηρεί την υφιστάμενη αδικαιολόγητη διάκριση εις βάρος των αρρένων τέκνων που τελούν υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες, με συνέπεια το ευνοϊκό συνταξιοδοτικό καθεστώς που ισχύει για τις θυγατέρες να εφαρμόζεται και για τα άρρενα τέκνα που έλκουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα από γονέα που έχει προσληφθεί στο Δημόσιο μέχρι 31.12.1982 (βλ. Ολομ. Ελ. Συν. 1273/1996, 735/2002, 748/2002, 1609/2008)". Με βάση τα ανωτέρω κριθέντα η προπαρατεθείσα όμοια διάταξη της παραγράφου 1 περ. β` του άρθρου 5 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979, π.δ. 166/2000) που αναφέρεται στους πολιτικούς συνταξιούχους κατά το μέρος εκείνο που θεσπίζει πρόσθετες προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση του άρρενος τέκνου του αποβιώσαντος πολιτικού συνταξιούχου πέρα από εκείνες που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση της άγαμης θυγατέρας ιδίου συνταξιούχου, οι οποίες αναφέρονται στη συνδρομή πλέον της αγαμίας και της ανικανότητας για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος καθώς και να μη λαμβάνει σύνταξη από οποιονδήποτε άλλο φορέα κύριας ασφάλισης ή το μηνιαίο εισόδημα του να μην υπερβαίνει το ισχύον κάθε φορά κατώτατο όριο σύνταξης του Δημοσίου εισάγει κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη ανεπίτρεπτη ανισότητα για τα άρρενα τέκνα, γεγονός που καθιστά αυτήν αντισυνταγματική και ως εκ τούτου ανεφάρμοστη. Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Γεωργίου Βοϊλη, οι προαναφερθείσες διατάξεις του Συνταξιοδοτικού Κώδικα καθό μέρος θεσπίζουν ευνοϊκότερο συνταξιοδοτικό καθεστώς για τα άγαμα κορίτσια σε σχέση με τα άγαμα αγόρια δεν παραβιάζουν τη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών καθόσον η ευνοϊκότερη μεταχείριση των άγαμων κοριτσιών που έλκουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα από γονείς ή αδέλφια που προσλήφθηκαν στο Δημόσιο μέχρι 31.12.1982 (άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 1902/1990) ανάγεται στο παρελθόν και δικαιολογείται από το ισχύον τότε με βάση τις επικρατούσες αντιλήψεις και συνθήκες της εποχής εκείνης κοινωνικό και εργασιακό καθεστώς που δεν εξασφάλιζε ισότητα πρόσβασης ανδρών και γυναικών στα διάφορα επαγγέλματα και στους εργασιακούς χώρους, πράγμα που απετέλεσε και την αιτία ο κοινός νομοθέτης ως αντιστάθμισμα στη δυσμενέστερη κοινωνική - οικονομική θέση των άγαμων κοριτσιών να θεσπίσει για την εξασφάλιση του βιοπορισμού τους τη συνταξιοδότηση τους με ευνοϊκότερες προϋποθέσεις απόλυτα όμως δικαιολογημένες για εκείνη τη χρονική περίοδο τις οποίες βεβαίως με τη μεταβολή των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών δικαιολογημένα κατήργησε στη συνέχεια με βάση την προαναφερθείσα διάταξη εξομοιώνοντας ως προς τις προϋποθέσεις συνταξιοδότησης άγαμα αγόρια και κορίτσια και κατά συνέπεια η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως κατά παραδοχή του σχετικού λόγου αυτής έπρεπε να γίνει δεκτή και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Πλην όμως η γνώμη αυτή δεν κράτησε.

IV. Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη απόφαση δέχθηκε ανελέγκτως τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ότι ο αναιρεσίβλητος, ενήλικο άγαμο τέκνο του αποβιώσαντος στις 25.8.1989 πολιτικού συνταξιούχου (πρώην δασκάλου) Θ.Τ., ζήτησε από την αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, επικαλούμενος την ανικανότητα του ("σχιζοφρενική διαταραχή υπό φαρμακευτική αγωγή") για άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50%, να κανονισθεί σ` αυτόν κατά μεταβίβαση σύνταξη, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β` του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Με την 14455/27.8.1999 πράξη του Προϊσταμένου της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απορρίφθηκε η αίτηση του αυτή, με την αιτιολογία ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του οι προϋποθέσεις που τάσσονται από τις ανωτέρω διατάξεις για τη συνταξιοδότηση του, εφόσον το συνολικό ετήσιο εισόδημα του (από ακίνητα και μισθωτές υπηρεσίες) το έτος 1996, κατά το οποίο έγινε η επαγωγή του συνταξιοδοτικού του δικαιώματος - αφού, σύμφωνα με τις 613/13.5.1996 και 2808/9.10.1996 γνωματεύσεις της Α.Σ.Υ.Ε., η ανικανότητα του για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% δεν συνέτρεχε κατά το χρόνο θανάτου του πατρός του, αλλά επήλθε μεταγενεστέρως το έτος 1996 - υπερέβαινε το κατά το ετήσιο κατώτατο όριο σύνταξης του Δημοσίου. Κατά της απορριπτικής αυτής πράξης άσκησε την από 1.8.2000 ένσταση του ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων, η οποία απορρίφθηκε, με την 988/2001 απόφαση της, με την ίδια ως άνω αιτιολογία. Έφεση δε του ιδίου κατά της τελευταίας αυτής απόφασης έγινε δεκτή με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση με την οποία το δίκασαν Τμήμα έκανε δεκτό ότι η Επιτροπή Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων έσφαλε με την άνω απόφαση της ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β` και 4 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, αφού με τη διάταξη αυτή αποκλείονται αδικαιολόγητα και, συνεπώς, κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας των δύο φύλων τα ενήλικα άρρενα τέκνα από την ευνοϊκή συνταξιοδοτική ρύθμιση που ισχύει για τις άγαμες θυγατέρες, που έλκουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα από γονέα που έχει προσληφθεί στο Δημόσιο μέχρι 31.12.1982 και για τη συνταξιοδότηση των οποίων απαιτείται ως μόνη προϋπόθεση η αγαμία, ρύθμιση η οποία προς αποκατάσταση της ισότητας επεκτείνεται και στα άρρενα τέκνα. Έτσι που έκρινε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, σύμφωνα και με όσα προεκτέθηκαν, κατά την κρατήσασα άποψη ορθά τις προαναφερόμενες διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε και, συνεπώς, ο μοναδικός λόγος της αιτήσεως αναιρέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονταν τα αντίθετα και ειδικότερα ότι η διάκριση των δύο φύλων εν προκειμένω δικαιολογείται διότι είναι θετικό μέτρο υπέρ των γυναικών και δεν μπορεί να επεκταθεί και στην περίπτωση των ανδρών λόγω της φύσης του, αφού συντρέχουν στο πρόσωπο της γυναίκας σοβαροί κοινωνικοί, επαγγελματικοί και βιολογικοί λόγοι, προστασίας δηλαδή της μητρότητας και της οικογένειας, που την εμποδίζουν τόσο στην άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος όσο και στην εξεύρεση εργασίας, γεγονός που αποδεικνύει και το εις βάρος των γυναικών ποσοστό ανεργίας, προϋποθέσεις που αφορούν έγγαμη γυναίκα και όχι, όπως στην προκείμενη υπόθεση, άγαμη, είναι αβάσιμος και απορριπτέος. Κατά τη γνώμη, όμως, του Συμβούλου Γεωργίου Βοϊλη είναι βάσιμα τα υποστηριζόμενα από το Ελληνικό Δημόσιο και πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και να αναιρεθεί η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Η γνώμη αυτή δεν κράτησε. Κατ` ακολουθία των ανωτέρω η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη.