ΙΚΑ. Το ποσό της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνει ο ένας από τους συζύγους προσαυξάνεται, ανεξάρτητα από το φύλο του άλλου συζύγου, εφόσον αυτός δεν εργάζεται ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού, του Δημοσίου ή νπδδ. Η προσαύξηση αυτή αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή και καταβάλλεται προς ενίσχυση του εισοδήματος των συνταξιούχων. Η μη χορήγηση της προσαύξησης αυτής στους έγγαμους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α. των οποίων οι σύζυγοι δεν συγκεντρώνουν τις πιο πάνω προϋποθέσεις δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας. Η επίμαχη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 δεν αντίκειται στο άρθρο 21 παρ. 1 του Συντάγματος. Το δικάσαν δικαστήριο δέχθηκε ότι παρανόμως είχε διακοπεί η καταβολή της προσαυξήσεως και είχε διαταχθεί η επιστροφή του εισπραχθέντος ποσού, βάσει αντισυνταγματικής διάταξης. Η κρίση αυτή δεν είναι νόμιμη. Δεκτή η αναίρεση για παραβίαση ουσιαστικού δικαίου (Αναιρεί την υπ΄ αριθμ. 2395/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης)
Αριθμός 3587/2009
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Α΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 21 Σεπτεμβρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Γ. Ανεμογιάννης, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Α΄ Τμήματος, Σ. Μαρκάτης, Σ. Χρυσικοπούλου, Σύμβουλοι, Π. Μπραΐμη, Κ. Κονιδιτσιώτου, Πάρεδροι. Γραμματέας η Μ. Παπασαράντη, Γραμματέας του Α΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 7 Μαρτίου 2007 αίτηση:
του Ιδρύματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίου Ταμείου Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), το οποίο παρέστη με την Μ. Χαραμή, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους,
κατά του ........ ............., ο οποίος απεβίωσε.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 2395/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της εισηγήτριας, Παρέδρου Κ. Κονιδιτσιώτου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε την αντιπρόσωπο του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, η οποία ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, με την υπό κρίση αίτηση, η οποία νομίμως ασκείται χωρίς καταβολή παραβόλου (άρθρο 28 παρ. 4 του ν. 2579/1998, Α`31), ζητείται η αναίρεση της 2395/2006 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Ιδρύματος κατά της 24/2004 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Σερρών. Με την πρωτόδικη απόφαση είχε γίνει δεκτή προσφυγή του αναιρεσιβλήτου και είχε ακυρωθεί η 624/Σ.72/6.12.2001 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής (Τ.Δ.Ε.) του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Σερρών. Με την απόφαση αυτή της Τ.Δ.Ε. είχε γίνει εν μέρει μόνο δεκτή ένσταση του αναιρεσιβλήτου κατά της 25778/13.11.2000 αποφάσεως του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος, με την οποία διακόπηκε από 1.12.2000 η καταβολή της κατά την παρ. 3 του άρθρου 29 του α.ν.1846/1951 προσαυξήσεως λόγω οικογενειακών βαρών στη σύνταξή του και υποχρεώθηκε ο ανωτέρω να επιστρέψει εντόκως στο αναιρεσείον Ίδρυμα ποσό 1.481.178 δραχμών, που είχε λάβει κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1990 έως 30.11.2000 και αντιστοιχούσε στην εν λόγω προσαύξηση. Ειδικότερα, με την απόφαση αυτή της Τ.Δ.Ε. είχε ακυρωθεί η πιο πάνω απόφαση του Διευθυντή μόνο κατά το μέρος που όριζε την επιστροφή εντόκως του ανωτέρω ποσού.
2. Επειδή, με την 3814/2008 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της υποθέσεως κατά τη δικάσιμο της 24.11.2008 και ορίσθηκε νέα δικάσιμος, δεδομένου ότι κρίθηκαν άκυρες οι επιδόσεις της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως και των από 15.11.2007 και 4.4.2008 πράξεων του Προέδρου του Τμήματος προς το δικηγόρο του αναιρεσείοντος Ιδρύματος, ενώ δεν είχε παραστεί ο αναιρεσίβλητος, ούτε προέκυπτε ότι είχαν γίνει προς αυτόν οι προβλεπόμενες από το νόμο κοινοποιήσεις.
3. Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα στοιχεία της δικογραφίας, ο αναιρεσίβλητος απεβίωσε στις 16.10.2004 (βλ. την 91/Α`/2004 ληξιαρχική πράξη του Ληξιαρχείου του Δήμου Νιγρίτας Σερρών) και κατέλιπε ως μοναδικούς κληρονόμους του τη σύζυγό του..... και τα τέκνα του........ ............... και .......... ............. (βλ. το 650/18.1.2008 πιστοποιητικό εγγύτερων συγγενών του Δημάρχου Νιγρίτας, την από 3622/1999 δημόσια διαθήκη του αναιρεσιβλήτου ενώπιον της Συμβολαιογράφου Σερρών Βασιλικής Παρτάλα, καθώς και το 245/2008 πιστοποιητικό του Τμήματος Διαθηκών του Πρωτοδικείου Σερρών περί μη δημοσιεύσεως άλλης διαθήκης). Με τα δεδομένα αυτά, νομίμως συζητείται η υπόθεση παρά τη μη παράσταση των ανωτέρω αναιρεσιβλήτων, δεδομένου δε ότι, όπως προκύπτει από τις 2093-2101/16.2.2009 εκθέσεις επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Σερρών Αντώνιου Τσιαντά, αντίγραφα της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως καθώς και της ως άνω 3814/2008 αποφάσεως του Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση και ορίσθηκε νέα δικάσιμος, επιδόθηκαν νομίμως στους αναιρεσιβλήτους.
4. Επειδή, στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3 του άρθρου 29 του α.ν. 1846/1951 (Α΄ 179), όπως το εδάφιο αυτό αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 του άρθρου 5 του ν. 825/1978 (Α΄ 189), ορίζεται ότι «Το ποσόν της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος προσαυξάνεται δια την σύζυγον κατά το ποσόν ενός και ημίσεος του εκάστοτε ισχύοντος ημερομισθίου ανειδικεύτου εργάτου, εφ’ όσον δεν ασκεί επάγγελμά τι ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού ή ΝΠΔΔ ή του Δημοσίου . . .». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που ερμηνεύεται πλέον ενόψει τόσο των περί ισότητας των φύλων και προστασίας της οικογένειας συνταγματικών διατάξεων όσο και της μεταβολής των κοινωνικών συνθηκών από την άποψη της παροχής εργασίας κατά κανόνα και από τους δύο συζύγους και όχι μόνο από τον άνδρα, όπως συνέβαινε συνήθως το χρόνο κατά τον οποίο θεσπίσθηκε η διάταξη αυτή, το ποσό της συντάξεως λόγω αναπηρίας ή γήρατος που λαμβάνει ο ένας από τους συζύγους προσαυξάνεται, ανεξάρτητα από το φύλο του άλλου συζύγου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του νόμου, δηλαδή εφόσον ο σύζυγος του συνταξιούχου δεν εργάζεται ή δεν είναι συνταξιούχος ασφαλιστικού οργανισμού, του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Σ.τ.Ε. 1261/1994 επταμ., 2219/1997, 2466/1998). Η προσαύξηση αυτή της σύνταξης, που αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή, χορηγείται για την ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του Ι.Κ.Α. που είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη (βλ. τις πιο πάνω αποφάσεις), τέτοιοι δε θεωρούνται καταρχήν οι έγγαμοι συνταξιούχοι των οποίων ο σύζυγος δεν εργάζεται ή δεν λαμβάνει σύνταξη από το Δημόσιο, ν.π.δ.δ. ή ασφαλιστικό οργανισμό. Συνεπώς, των συνταξιούχων αυτών δικαιολογείται η προσαύξηση της σύνταξης με τη χορήγηση ποσού ίσου με ενάμισι ημερομίσθιο ανειδίκευτου εργάτη, όπως το ημερομίσθιο αυτό ισχύει κάθε φορά. Η μη χορήγηση δε της προσαύξησης αυτής στους έγγαμους συνταξιούχους του Ι.Κ.Α. των οποίων οι σύζυγοι δεν συγκεντρώνουν τις πιο πάνω προϋποθέσεις (δηλαδή εργάζονται ή είναι συνταξιούχοι και, κατά κοινή πείρα, οι απολαβές τους υπερβαίνουν το ποσό της πιο πάνω προσαύξησης) δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, αφού οι πιο πάνω κατηγορίες συνταξιούχων του Ι.Κ.Α. δεν τελούν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Εξάλλου, η επίμαχη διάταξη, με το πιο πάνω περιεχόμενο, δεν αντίκειται και στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος περί προστασίας της οικογένειας (Σ.τ.Ε. επταμ. 3005, 3006/2006, 1124/2007).
5. Επειδή, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη απόφαση, με την 7132/1981 απόφαση του Διευθυντή του Περιφερειακού Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Θεσσαλονίκης χορηγήθηκε στο δικαιοπάροχο των αναιρεσιβλήτων σύνταξη γήρατος με προσαύξηση λόγω συζύγου. Μετά τη διαπίστωση όμως ότι η σύζυγός του είχε συνταξιοδοτηθεί από τον Ο.Γ.Α. από τον Ιούλιο του έτους 1989, με την 25778/13.11.2000 απόφαση του Διευθυντή του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Σερρών διακόπηκε από 1.12.2000 η χορήγηση της ως άνω προσαύξησης της συντάξεως και διατάχθηκε η επιστροφή εντόκως της καταβληθείσας από 1.1.1990 έως 31.11.2000 προσαυξήσεως, συνολικού ποσού 1.481.178 δραχμών. Ο ανωτέρω ασφαλισμένος άσκησε ένσταση κατά της αποφάσεως αυτής του Διευθυντή, η οποία έγινε εν μέρει δεκτή με την 624/Σ.72/6.12.2001 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Σερρών. Συγκεκριμένα, η Τ.Δ.Ε. δέχθηκε τον ισχυρισμό του ασφαλισμένου ότι από άγνοια δεν ενημέρωσε το Ίδρυμα για τη συνταξιοδότηση της συζύγου του και ακύρωσε την απόφαση του Διευθυντή μόνο κατά το μέρος της που όριζε την καταβολή εντόκως του πιο πάνω ποσού. Κατά το μέρος της αποφάσεως αυτής της Τ.Δ.Ε., το οποίο ήταν βλαπτικό γι’ αυτόν, ο ασφαλισμένος άσκησε προσφυγή, η οποία έγινε δεκτή πρωτοδίκως. Το διοικητικό εφετείο, ενώπιον του οποίου το Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. άσκησε έφεση, έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 του Συντάγματος. Κατόπιν τούτου, το δικάσαν εφετείο δέχθηκε ότι παρανόμως με την ως άνω απόφαση της Τ.Δ.Ε. είχε διακοπεί η καταβολή της εν λόγω προσαυξήσεως και είχε διαταχθεί η επιστροφή του ως άνω ποσού των προσαυξήσεων. Με τις σκέψεις αυτές απορρίφθηκε η έφεση του Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ. και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση, η οποία είχε κρίνει ομοίως.
6. Επειδή, η πιο πάνω κρίση του διοικητικού εφετείου δεν είναι νόμιμη. Τούτο δε, διότι, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην τέταρτη σκέψη, η προβλεπόμενη από το άρθρο 29 παρ. 3 του α.ν. 1846/1951 προσαύξηση της συντάξεως λόγω συζύγου αποτελεί πρόσθετη ασφαλιστική παροχή, η οποία χορηγείται για ενίσχυση του οικογενειακού εισοδήματος των συνταξιούχων του Ι.Κ.Α. που είναι ασθενέστεροι από οικονομική άποψη, τέτοιοι δε θεωρούνται καταρχήν εκείνοι των οποίων ο σύζυγος δεν εργάζεται ή δεν συνταξιοδοτείται. Ως εκ τούτου, η επίμαχη διάταξη δεν αντίκειται στα άρθρα 4 και 21 παρ. 1 του Συντάγματος. Συνεπώς, είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος αναιρέσεως.
7. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, η δε υπόθεση, που χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό, πρέπει να παραπεμφθεί στο δικαστήριο που την εξέδωσε για νέα κρίση.
8. Επειδή, το Δικαστήριο εκτιμώντας τις περιστάσεις απαλλάσσει τους αναιρεσιβλήτους από τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσείοντος Ι.Κ.Α.-Ε.Τ.Α.Μ.
Διά ταύτα
Δέχεται την αίτηση.
Αναιρεί την 2395/2006 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Θεσσαλονίκης, στο οποίο και παραπέμπει την υπόθεση, σύμφωνα με το σκεπτικό.