ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 16 Ιανουαρίου 2009, με την εξής σύνθεση: Μ. Βροντάκης, Αντιπρόεδρος, Προεδρεύων, σε αναπλήρωση του Προέδρου του Τμήματος, που είχε κώλυμα, Ε. Γαλανού, Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Αγγ. Θεοφιλοπούλου, Δ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Αθ. Ράντος, Ε. Δανδουλάκη, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Αικ. Σακελλαροπούλου, Αικ. Χριστοφορίδου, Μ.-Ε. Κωνσταντινίδου, Γ. Ποταμιάς, Ε. Νίκα, Ε. Αντωνόπουλος, Ι. Ζόμπολας, Σ. Μαρκάτης, Β. Καμπίτση, Β. Γρατσίας, Αντ. Ντέμσιας, Φ. Ντζίμας, Σπ. Χρυσικοπούλου, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή, Μ. Σταματελάτου-Μπεριάτου, Σύμβουλοι, Α.- Μ. Παπαδημητρίου, Δ. Εμμανουηλίδης, Χ. Σιταρά, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος.
Για να δικάσει την από 2 Αυγούστου 2006 αίτηση:
του ....... ....... ....., κατοίκου ....... . Αττικής (...... ....), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Χρ. Παπαδόπουλο (Α.Μ. 9789), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,
κατά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων-Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Μισθωτών (Ι.Κ.Α. - Ε.Τ.Α.Μ.), που εδρεύει στην Αθήνα (Αγ. Κωνσταντίνου 8), το οποίο παρέστη με τον Π. Βαρελά, Νομικό Σύμβουλο του Κράτους.
Η πιο πάνω αίτηση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια του Δικαστηρίου, κατόπιν της υπ΄ αριθμ. 3100/2008 αποφάσεως του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προκειμένου να επιλύσει η Ολομέλεια το ζήτημα που αναφέρεται στην απόφαση.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον ίδρυμα επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ’ αριθ. 1887/2005 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της παραπεμπτικής αποφάσεως, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από την Εισηγητή, Σύμβουλο Ελ. Δανδουλάκη.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, και τον εκπρόσωπο του αναιρεσιβλήτου Ιδρύματος, που ζήτησε την απόρριψή της.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του δικαστηρίου και
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
Σκέφθηκε κατά το Νόμο
1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (2316588, 3029337/2006 ειδικά έντυπα παραβόλου).
2. Επειδή, η κρινόμενη αίτηση εισάγεται στην Ολομέλεια κατόπιν της 3100/2008 παραπεμπτικής αποφάσεως του Α΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας, προς επίλυση του εκτιθεμένου στην παραπεμπτική απόφαση ζητήματος.
3. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται η αναίρεση της 1887/2005 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία έγινε δεκτή έφεση του αναιρεσίβλητου κατά της 15733/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών. Με την τελευταία αυτή απόφαση είχε γίνει δεκτή προσφυγή του αναιρεσείοντος κατά της από 4-12-2002 αποφάσεως της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του Υποκαταστήματος Ι.Κ.Α. Δάφνης, απορριπτικής ενστάσεώς του κατά της από 1-2-2002 αποφάσεως του Διευθυντή του ίδιου Υποκαταστήματος, με την οποία είχε απορριφθεί αίτημα περί χορηγήσεως σε αυτόν μειωμένης συντάξεως λόγω γήρατος, κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 28 παρ. 3 περ. δ του αν. ν. 1846/1951, όπως ίσχυε.
4. Επειδή, στο άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις. . .». Εξάλλου στο άρθρο 28 παρ. 3 περ. δ΄ του Α.Ν. 1846/1951 (Α΄ 179), όπως έχει μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 5 του ν.δ. 4104/1960 και ακολούθως με την παρ. 1 του άρθρου 27 του ν. 1902/1990 (Α΄ 138), προβλέπεται ότι «Ασφαλισμένη μητέρα με ανήλικα παιδιά καθώς και ασφαλισμένη μητέρα με παιδιά οποιασδήποτε ηλικίας που είναι ανίκανα για κάθε βιοποριστική εργασία, η οποία συμπληρώνει το 50ο έτος της ηλικίας και 5.500 τουλάχιστον ημέρες εργασίας, δικαιούται σύνταξη γήρατος μειωμένη κατά 1/200 της πλήρους μηνιαίας σύνταξης για κάθε μήνα που λείπει από το 55ο έτος της ηλικίας της, το ποσό της οποίας δεν μπορεί να είναι μικρότερο από το κάθε φορά κατώτατο όριο συντάξεων. Το δικαίωμα θεμελιώνεται εφ΄ όσον η γυναίκα δεν είναι συνταξιούχος του Ι.Κ.Α., του Δημοσίου, ν.π.δ.δ. ή άλλου οργανισμού κύριας ασφάλισης».
5. Επειδή, κατά την πλειοψηφήσασα στο Δικαστήριο άποψη που διατύπωσαν οι Σύμβουλοι Γ. Παπαμεντζελόπουλος, Δημ. Πετρούλιας, Ν. Ρόζος, Α. Ράντος, Ε. Σαρπ, Γ. Παπαγεωργίου, Μ. Καραμανώφ, Α. Χριστοφορίδου, Μ. Κωνσταντινίδου, Β. Καμπίτση, Φ. Ντζίμας, Ηρ. Τσακόπουλος, Β. Καλαντζή και Μ. Σταματελάτου- Μπεριάτου υπέρ της οποίας ετάχθησαν και οι Πάρεδροι Α.- Μ. Παπαδημητρίου και Δ. Εμμανουηλίδης η εν λόγω διάταξη του άρθρου 28 παρ. 3 περ. δ΄ του Α.Ν. 1841/1951 όπως έχει μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990 προβλέπει, κατ΄ απόκλιση του γενικώς ισχύοντος για άνδρες και γυναίκες ασφαλισμένους του ΙΚΑ συστήματος ρυθμίσεως ως προς το όριο ηλικίας συνταξιοδοτήσεως, ότι, ειδικώς εκείνες οι γυναίκες ασφαλισμένες, που πληρούν τις εξαιρετικές προϋποθέσεις της εν λόγω διατάξεως, δικαιούνται πρόωρης συντάξεως γήρατος στο 50ο έτος της ηλικίας τους. Η διάταξη αυτή, με το προεκτεθέν περιεχόμενό της, παρίσταται ως εξαιρετική, με συνέπεια τυχόν κρίση περί αντιθέσεώς της προς το Σύνταγμα να οδηγεί αναγκαίως σε μη εφαρμογή της στην ειδική κατηγορία προσώπων, στην οποία αφορά, και όχι στην επέκταση της εφαρμογής της και σε άλλες γενικές ή ειδικές κατηγορίες προσώπων, τις οποίες ούτε κατά το γράμμα της ούτε κατά την έννοιά της διέπει. Επομένως, η προβολή της αντιθέσεώς της προς το Σύνταγμα από άρρενα εργαζόμενο, ο οποίος επιδιώκει, κατ΄ επίκληση της αντισυνταγματικότητος αυτής, σε επέκταση της εφαρμογής της και στον ίδιο, είναι αλυσιτελής, αφού δεν θα οδηγήσει στο επιδιωκόμενο από αυτόν αποτέλεσμα της επεκτατικής εφαρμογής. Κατά την άποψη που διατύπωσαν ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος Μ. Βροντάκης και οι Σύμβουλοι Ε. Γαλανού, Ελ. Δανδουλάκη, Γ. Ποταμιάς, Ε. Αντωνόπουλος, Γ. Ζόμπολας, Γ. Μαρκάτης, Β. Γρατσίας και Σπ. Χρυσικοπούλου η προαναφερθείσα ρύθμιση του άρθρου 28 παρ. 3 περ. δ, του Α.Ν. 1846/1951 όπως έχει μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990, θεσπίζει εξαιρετική ρύθμιση υπέρ των ασφαλισμένων γυναικών που είναι μητέρες ανήλικων παιδιών ή παιδιών οιασδήποτε ηλικίας που είναι ανίκανα προς βιοποριστική εργασία. Η εξαιρετική όμως αυτή ρύθμιση κατά το μέρος που θεσπίζεται μόνο υπέρ των ασφαλισμένων γυναικών συνιστά δυσμενή μεταχείριση για τον άνδρα ασφαλισμένο που τελεί υπό αντίστοιχες συνθήκες, συνιστά δηλαδή δυσμενή διάκριση επί τη βάσει του φύλου και ως εκ τούτου η ρύθμιση του νόμου ενόσω αυτή διατηρείται σε ισχύ, ως δικαιολογούμενη κατά την αντίληψη του νομοθέτη από κοινωνικούς λόγους, είναι κατά το μέρος αυτό αντίθετη προς τις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 2 και 116 περ. 2 (όπως είχε πριν από την αντικατάστασή της με το ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής) (πρβλ. Σ.τ.Ε. 3088/2007). Θα πρέπει λοιπόν προς άρση αυτής της μη σύμφωνης προς το Σύνταγμα διάκρισης να τύχει η διάταξη αυτή, επί συνδρομής των προϋποθέσεων που αυτή προβλέπει, επεκτατικής εφαρμογής και επί των ανδρών ασφαλισμένων, ώστε η θεσπιζόμενη με την διάταξη αυτή εξαιρετική ρύθμιση για την ασφαλισμένη μητέρα ανηλίκων παιδιών να μπορεί να εφαρμοσθεί με τις ίδιες προβλεπόμενες προϋποθέσεις και για τον ασφαλισμένο πατέρα ανηλίκων παιδιών. Ανεξαρτήτως δηλαδή του εάν, όπως διέλαβε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, ο πατέρας έχει και την αποκλειστική γονική μέριμνα των ανηλίκων τέκνων του, δεδομένου ότι τέτοια προϋπόθεση δεν τίθεται από το νόμο. Ο δε δικαστής κρίνει περί της συνταγματικότητας και συνακολούθως περί του κύρους διατάξεως νόμου–προκειμένου να την εφαρμόσει- όπως αυτή όντως έχει, χωρίς δηλαδή να διαθέτει την εξουσία να την μεταβάλει, με την προσθήκη αυτογνωνόμως μη προβλεπομένων σ΄ αυτήν προϋποθέσεων, ώστε να την καταστήσει συμβατή με το Σύνταγμα, αλλά με μορφή και περιεχόμενο ρυθμίσεως που όμως δεν θέλησε να προσδώσει σ΄ αυτήν ο νομοθέτης. Τέλος κατά την άποψη του διατύπωσαν οι Σύμβουλοι Α. Σακελλαροπούλου και Α. Ντέμσιας η επίμαχη διάταξη με το εκτεθέν περιεχόμενο, ως αντισυνταγματική και ανίσχυρη δεν μπορεί να εφαρμοσθεί για κανένα ασφαλισμένο ανεξαρτήτως φύλου.
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την αναιρεσιβαλλομένη απόφαση προκύπτουν τα εξής: Ο αναιρεσείων (υπάλληλος της ......... Τράπεζας της .......), ο οποίος γεννήθηκε το έτος 1951, έχει πραγματοποιήσει στην ασφάλιση του αναιρεσίβλητου Ιδρύματος, 7.592 ημέρες εργασίας και είναι πατέρας δύο ανηλίκων τέκνων, ενώ η σύζυγος του ως αναφέρει ο ίδιος εργάζεται ως υπάλληλος στην .... Τράπεζα της ......... Με την από 18-5-2001 αίτησή του προς το ΙΚΑ ζήτησε να χορηγηθεί σ΄ αυτόν μειωμένη σύνταξη γήρατος βάσει του άρθρου 28 παρ. 3 περ. του Α.Ν. 1846/1951, όπως έχει μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990. Το αίτημά του αυτό, όμως απορρίφθηκε αρχικώς με την 150/1-2-2002 απόφαση του Διευθυντή του Τοπικού Υποκαταστήματος ΙΚΑ Δάφνης και στη συνέχεια με την από 4-12-2002 απόφαση της Τοπικής Διοικητικής Επιτροπής του ίδιου Υποκαταστήματος, η οποία εκδόθηκε κατόπιν ενστάσεως του αναιρεσείοντος κατά της ανωτέρω αποφάσεως του Διευθυντή. Τούτο δε με την αιτιολογία ότι η προαναφερόμενη διάταξη του πιο πάνω άρθρου δεν εφαρμόζεται στις περιπτώσεις των ασφαλισμένων πατέρων, καθ΄ότι με τη διάταξη αυτή δεν θεσπίζεται προνομιακή μεταχείριση των ασφαλισμένων μητέρων που να έρχεται σε αντίθεση με τη συνταγματική αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Ακολούθως ο αναιρεσείων με προσφυγή ζήτησε την ακύρωση της πράξης αυτής υποστηρίζοντας ότι δικαιούται μειωμένης συντάξεως γήρατος, αφού με βάση τη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, η διάταξη της παρ. 3 περ. δ του άρθρου 28 του αν. ν. 1846/1951 όπως έχει μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990, εφαρμόζεται και στον ασφαλισμένο πατέρα με ανήλικα τέκνα. Η προσφυγή αυτή έγινε δεκτή από το Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών με την 15743/2003 οριστική απόφασή του. Κατά της αποφάσεως αυτής άσκησε έφεση το αναιρεσίβλητο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Το Διοικητικό Εφετείο Αθηνών αφού δέχθηκε α) ότι, βάσει της συνταγματικής αρχής της ισότητας η διάταξη της παρ. 3 περ. δ του άρθρου 28 του αν. ν. 1846/1951 όπως έχει μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990 εφαρμόζεται και για τον ασφαλισμένο στο Ίδρυμα πατέρα με ανήλικα τέκνα μόνον αν, εκτός των άλλων προβλεπομένων προϋποθέσεων, έχει και την αποκλειστική γονική μέριμνα των ανηλίκων παιδιών του και β) ότι ο αναιρεσείων κατά το χρόνο υποβολή της πιο πάνω αιτήσεώς του είχε τη γονική μέριμνα των ανηλίκων παιδιών του από κοινού με την εργαζόμενη όπως αυτός σύζυγό του, έκρινε ότι αυτός δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 28 παρ. 3 περ. δ του αν. ν. 1846/1951, όπως είχε μετά την αντικατάσταση με το άρθρο 27 παρ. 1 του ν. 1902/1990, και ως εκ τούτου δεν εδικαιούτο μειωμένης συντάξεως γήρατος επί τη βάσει της εν λόγω διατάξεως. Στη συνέχεια το διοικητικό εφετείο, αφού εξαφάνισε την πρωτόδικη απόφαση που έκρινε αντιθέτως, δίκασε την προσφυγή του αναιρεσείοντος και την απέρριψε. Η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως είναι σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά από την πλειοψηφούσασα άποψη αλλά και τη δεύτερη μειοψηφήσασα άποψη (των Συμβούλων Αικ. Σακελλαροπούλου και Α. Ντέμσια), που εκτίθενται στην προηγούμενη σκέψη, νόμιμη, αν και με διαφορετική αιτιολογία. Πρέπει συνεπώς να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι λόγοι αναιρέσεως με τους οποίους προβάλλονται τα αντίθετα καθώς και η κρινόμενη αίτηση στο σύνολό της. Κατά την πρώτη όμως μειοψηφήσασα άποψη που εκτίθεται στην προηγούμενη σκέψη, η κρίση αυτή της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως δεν είναι νόμιμη και θα έπρεπε αυτή να αναιρεθεί και να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση
7. Επειδή, κατόπιν αυτών η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Διά ταύτα
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.