Αίτηση για την άρση αμφισβήτησης ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της διάταξης του άρ. 5 παρ. 1β΄ του Π.Δ. 166/2000 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων. Η αντίθεση των αποφάσεων ως προϋπόθεση του παραδεκτού της αιτήσεως ενώπιον του ΑΕΔ. Πότε δεν υπάρχει αντίθεση. Κρίση της ΟλΕλΣυν ότι η ευνοϊκές διατάξεις μόνο υπέρ των άγαμων θυγατέρων κι όχι και υπέρ των άγαμων γιών δεν είναι αντισυνταγματικές κι επομένως δεν γίνεται να επεκταθούν και σε αυτούς, οι οποίοι δεν δικαιούνται σύνταξη από μεταβίβαση, ανεξάρτητα αν είναι ικανοί ή όχι προς εργασία.
Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος)
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: …………….
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του Αρείου Πάγου, την 11η Μαΐου 2011, για να δικάσει την υπόθεση του:
ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ................., κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παρέστη μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Γεωργίου Κατρούγκαλου, (Α.Μ. 12908).
Ο αιτών με την από 18-1-2011 αίτησή του, ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, που κατέθεσε κατά νόμο στο Γραμματέα του, με αριθμό 1/20-1-2011, ζήτησε όσα αναφέρονται στo αιτητικό της.
Έπειτα ο Εισηγητής, Δημήτριος Μαζαράκης, Αρεοπαγίτης, ανέγνωσε την έκθεσή του.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τις προτάσεις του.
Μελέτησε τη δικογραφία Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
1. Επειδή, με την κρινόμενη από 18-1-2011 αίτηση, ο αιτών ................., ζητεί την άρση της αμφισβήτησης ως προς την ουσιαστική συνταγματικότητα της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 1 εδάφ. β΄ του Π.Δ. 166/2000 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων, η οποία έχει ανακύψει, κατά τον αιτούντα, από την έκδοση αντίθετων αποφάσεων και ειδικότερα της 1584/2010 (Ολ.) απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας και της 1824/2010 (Ολ.) απόφασης του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Εξάλλου, η από 26-1-2011 Πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου τούτου (Α.Ε.Δ.), με την οποία ορίστηκε δικάσιμος η 11η Μαΐου 2011 , προς συζήτηση της από 18- 1-2011 αίτησης του ..................... κατά της ανωτέρω απόφασης της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δημοσιεύτηκε, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 50 παρ. 1 του Ν. 345/1976 «περί κυρώσεως του Κώδικος περί του κατά το άρθρο 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου» και χάριν συντομίας ΚΑΕΔ, στις 31-3-2011 και στις 31-1-2011, αντίστοιχα, στα με αριθμό (4.889) 3.871 και 11.075, αντίστοιχα φύλλα των ημερήσιων εφημερίδων των Αθηνών, Ο ................. και ................. και κοινοποιήθηκε εμπρόθεσμα, με την επιμέλεια της Γραμματείας του Δικαστηρίου τούτου, είκοσι (20) ημέρες πριν από την δικάσιμο (άρθρο 50 παρ. 2 ΚΑΕΔ), αντίγραφο της αίτησης 1) προς τον Υπουργό της Δικαιοσύνης (άρθ. 49 παρ. 2 σε συνδ. με 50 παρ. 2 ΚΑΕΔ), 2) προς τον Υπουργό των Οικονομικών, ως εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, αντιδίκου του αιτούντος (άρθ. 49 παρ. 1 ΚΑΕΔ), 3) προς τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), 4) προς τον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, 5) προς τον Γενικό Επίτροπο επί της Διοικητικής Δικαιοσύνης, 6) προς τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθ. 50 παρ. 2 ΚΑΕΔ), 7) προς τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση, 8) προς τον αιτούντα κατ’ άρθρο 10 παρ. 2 ΚΑΕΔ και 9) προς τον αντίκλητο και πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος (βλ. τις από 24-2-2011, 2-3-2011 και 3-3-2011 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Α.Ε.Δ. Δημητρίου Κουριδάκη). Επομένως, εφόσον έγιναν οι νόμιμες δημοσιεύσεις και κοινοποιήσεις, το Δικαστήριο τούτο πρέπει να προχωρήσει στην συζήτηση της αίτησης (άρθρο 16 ΚΑΕΔ). Περαιτέρω, ο αιτών ως διάδικος στην δίκη, κατά την οποία εκδόθηκε η 1824/2010 (Ολ.) απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, έχει έννομο συμφέρον (άρθ. 48 παρ. 1 περ. β΄ ΚΑΕΔ), για να ασκήσει την κρινόμενη αίτηση (Α.Ε.Δ. 3/2006, 2/2003, 9/2003, 34/2001, 36/2000).
2. Επειδή, κατά το άρθρο 100 παρ. 1 περ. ε΄ του Συντάγματος και άρθρο 6 περ. ε΄ του ΚΑΕΔ στην δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου υπάγονται οι περιπτώσεις άρσης της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια των διατάξεων τυπικού νόμου, αν έχουν εκδοθεί γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις των Ανώτατων Δικαστηρίων. Εξάλλου, κατά το άρθρο 48 παρ. 1 του ν. 345/1976 (ΚΑΕΔ), το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, στην περίπτωση, που έχουν εκδοθεί αντίθετες αποφάσεις των Ανώτατων Δικαστηρίων για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια τυπικού νόμου, αίρει την αμφισβήτηση ύστερα από αίτηση του Υπουργού Δικαιοσύνης, του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ.λ.π. και παντός έχοντος έννομο συμφέρον. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, για να υπάρχει αντίθεση μεταξύ αποφάσεων των Ανώτατων Δικαστηρίων, σχετικά με την έννοια τυπικού νόμου, για την άρση της οποίας ιδρύεται δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, πρέπει οι αποφάσεις των δύο δικαστηρίων να αναφέρονται στο αυτό κρίσιμο νομικό ζήτημα βάσει των αυτών νομικών διατάξεων. Η αντίθεση πρέπει να προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των παραπάνω αποφάσεων αιτιολογίες τους. Όμως, δεν υπάρχει αντίθεση, με την ανωτέρω έννοια και, συνεπώς, δεν συντρέχει δικαιοδοσία του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, α) όταν τα ανώτατα δικαστήρια δεν ερμήνευσαν την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά διαφορετικές, έστω και αν αυτές έχουν την ίδια διατύπωση, β) όταν δεν ερμήνευσαν αποκλειστικά και μόνο την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, αλλά το ένα από αυτά την ερμήνευσε σε συνδυασμό και με άλλες διατάξεις, οπότε το επιλυθέν ζήτημα δεν είναι το ίδιο, αλλά διαφορετικό, γ) όταν το νομικό ζήτημα, που έλυσε το ένα δικαστήριο δεν ήταν αναγκαίο, για να λύσει το άλλο δικαστήριο το νομικό ζήτημα, που είχε αχθεί ενώπιόν του και δ) όταν, γενικά, η αντίθεση δεν προκύπτει από τις αναγκαίες για τη θεμελίωση του διατακτικού των αποφάσεων αιτιολογίες τους (Α.Ε.Δ. 3/2006, πρβλ. επίσης, Α.Ε.Δ. 5/2009, 32/2008, Α.Ε.Δ. 8/2003, 9/2003, 5/2002). Στην προκειμένη υπόθεση, ο αιτών ισχυρίζεται ότι Α΄) το Ελεγκτικό Συνέδριο με την 1824/2010 (Ολ.) απόφαση, έκρινε κατά την κρατήσασα αυτού άποψη, ότι το άρθρο 5 παρ. 1 εδάφ. β΄ του Π.Δ. 166/2000, σύμφωνα με το οποίο… «στα τέκνα υπαλλήλου ή συνταξιούχου του Δημοσίου παρέχεται σύνταξη, στα μεν κορίτσια, αν είναι άγαμα, στα δε αγόρια, αν είναι άγαμα μέχρι την συμπλήρωση του 18ου έτους ή και μετά το 18ο έτος, εφόσον είναι άγαμα και ανίκανα προς εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω…» δεν είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα και ότι δεν εισάγει αδικαιολόγητη εξαίρεση μεταξύ των φύλων από τον κανόνα της συνταξιοδότησης με βάση την αγαμία, αξιώνοντας για τους άγαμους γιους να είναι επί πλέον και ανίκανοι για εργασία κατά 50% και άνω. Β΄) Ότι, αντιθέτως, το ΣτΕ, με την 1584/2010 (Ολ.) απόφασή του έκρινε, (με αφορμή την κρίση περί συνταγματικότητας του άρθρου 62 παρ. 5 του Ν. 2676/1999, που αφορά την δυνατότητα χορήγησης στον επιζώντα σύζυγο επικουρικής σύνταξης για μια τριετία από τον θάνατο του συνταξιούχου ή του ασφαλισμένου υπαλλήλου του ΤΕΑΔΥ - Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων και ειδικότερα, ως προς τον χρόνο έναρξης της καταβολής της σύνταξης αυτής), ότι το άρθρο 5 παρ. 3 του Π.Δ. 1041/1979, που αφορά τις κύριες συντάξεις του Δημοσίου, κατά το μέρος, που απαιτεί για την λήψη σύνταξης θανάτου για τον χήρο σύζυγο δημοσίου υπαλλήλου ή συνταξιούχου, πρόσθετες προϋποθέσεις έναντι της χήρας συζύγου και ειδικότερα, ο χήρος σύζυγος να είναι άπορος και ανίκανος προς εργασία κατά ποσοστό 65% και άνω, εισάγει διάκριση μεταξύ των δύο φύλων και αντίκειται στο Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ. 2, άρθρο 22 παρ. 4 και άρθρο 1 παρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ). Γ΄) Ότι οι ανωτέρω διατάξεις, δηλ. το άρθρο 5 παρ. 1 β του Π.Δ. 166/2000 και το άρθρο 5 παρ. 3 του Π.Δ. 1041/1979 αποτελούν κωδικοποιητικά διατάγματα των μεταβολών της ίδιας αρχικής διάταξης τυπικού νόμου και ειδικότερα του άρθρου 5 του Α.Ν. 1854/1951 και ότι Δ΄) επειδή, τα ανώτατα ως άνω Δικαστήρια έχουν αποφανθεί αντιθέτως για την ίδια διάταξη τυπικού νόμου, πρέπει να αρθεί η αμφισβήτηση περί της ουσιαστικής συνταγματικότητας των ως άνω διατάξεων υπέρ της αντισυνταγματικότητας της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 1 εδάφ. β΄ του Π.Δ. 166/2000, όπως έχει κρίνει το ΣτΕ.
3. Επειδή, το άρθρο 5 παρ. 1 περ. 3 του Π.Δ. 166/2000 ορίζει, ότι δικαίωμα σύνταξης από το Δημόσιο Ταμείο έχουν, κατά την ακριβή του διατύπωση, ….«τα παιδιά του υπαλλήλου που πέθανε έχοντας τις παραπάνω προϋποθέσεις καθώς και του συνταξιούχου, είτε αυτά γεννήθηκαν σε γάμο των γονέων τους, είτε νομιμοποιήθηκαν, είτε είναι θετά, είτε αναγνωρίσθηκαν, είτε γεννήθηκαν χωρίς γάμο των γονέων τους, από μητέρα υπάλληλο ή συνταξιούχο από δική της υπηρεσία, τα μεν κορίτσια, αν είναι άγαμα, τα δε αγόρια μέχρι την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον είναι άγαμα ή και μετά την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας τους, εφόσον είναι άγαμα και ανίκανα για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω….». Εξάλλου, το άρθρο 5 παρ. 3 του Π.Δ. 1041/1979 ορίζει, κατ’ ακριβή διατύπωση, ότι «ο επιζών σύζυγος θήλεος δημοσίου υπαλλήλου ή συνταξιούχου δικαιούται συντάξεως εκ του Δημοσίου Ταμείου υπό τους όρους και τας προϋποθέσεις της περίπτωσης α΄ της παρ. 1 του παρόντος άρθρου και εφόσον, κατά τον χρόνο του θανάτου της συζύγου του ήτο άπορος και ανίκανος προς άσκησιν οιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος, κατά ποσοστόν άνω του 65% της τοιαύτης ανικανότητος αποδεικνυομένης δια γνωματεύσεως της ΑΣΥ Επιτροπής…». Ας σημειωθεί, ότι οι ανωτέρω διατάξεις των παραπάνω προεδρικών διαταγματών αποτελούν διαδοχική κωδικοποίηση του άρθρου 5 του ΑΝ 1854/1951 (πρβλ. Ελεγκτικό Συνέδριο 186/2006). Στην προκειμένη περίπτωση και όπως προκύπτει από την 1584/2010 απόφαση (Ολ.) του ΣτΕ που επικαλείται ο αιτών προκύπτουν τα εξής: Η ανωτέρω απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ εκδόθηκε επί της από 31-1-2003 αίτησης αναίρεσης του ..............., η οποία απευθυνόταν κατά του ΤΕΑΔΥ. Με την αίτηση αναίρεσης ο ανωτέρω ζητούσε την αναίρεση της 3557/2007 απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών. Η αίτηση αναίρεσης είχε παραπεμφθεί στην Ολομέλεια του ΣτΕ κατόπιν της 2563/2007 απόφασης του Α΄ Τμήματος του ΣτΕ, για να επιλυθεί το ζήτημα της συμφωνίας της διάταξης του άρθρου 62 παρ. 5 του Ν. 2676/1999 προς τα άρθρα 4 παρ. 2 και 22 παρ. 4 του Συντάγματος. Το ΣτΕ, με την ανωτέρω απόφασή του σε Ολομέλεια, ερμήνευσε τις εξής διατάξεις: Α) το άρθρο 8 του Ν.Δ. 95/1973 περί των Ταμείων Αρωγής Δημοσίων Υπαλλήλων, κατά το οποίο ορίζεται, ότι σε περίπτωση θανάτου συνταξιούχου ή ασφαλισμένου δικαιούνται σύνταξης τα μέλη της οικογένειάς του … α) η εν χηρεία τελούσα σύζυγος, β) τα άγαμα τέκνα…. Β) το άρθρο 8 παρ. 8 του Ν. 2335/1995, που ορίζει …..ότι ο επιζών σύζυγος δικαιούται το ίδιο ποσοστό σύνταξης, που παίρνει η χήρα σύζυγος, εφόσον πληροί τους όρους και τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 του Π.Δ. 1041/1979. Γ) το άρθρο 5 παρ. 3 του Π.Δ. 1041/1979, στο οποίο ορίζεται, ότι ο σύζυγος της γυναίκας δημοσίου υπαλλήλου ή συνταξιούχου, που ζει μετά τον θάνατό της, δικαιούται σύνταξη από το Δημόσιο ….αν κατά το χρόνο θανάτου της συζύγου του ήταν άπορος και ανίκανος προς άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος σε ποσοστό μεγαλύτερο του 65%. Δ) το άρθρο 62 του Ν. 2676/1999 στο οποίο ορίζεται ότι «1) ο επιζών σύζυγος δικαιούται σύνταξη για μια τριετία από την πρώτη του επομένου του θανάτου μήνα… 5) οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται στις περιπτώσεις, που ο θάνατος επέρχεται μετά την δημοσίευση του παρόντος νόμου. Εφαρμόζεται επίσης για τις περιπτώσεις, που ο θάνατος είχε ήδη επέλθει, εφόσον, κατά τις προϊσχύσασες διατάξεις, ο επιζών δεν δικαιούτο τη σύνταξη του θανόντος. Στην περίπτωση αυτή τα οικονομικά αποτελέσματα επέρχονται από την δημοσίευση του παρόντος (δηλ. εννοεί τον Ν. 2676/1999), εφόσον εκκρεμεί σχετική αίτηση, άλλως από τότε που υποβάλλεται η αίτηση. 6) Διατάξεις που ρυθμίζουν διαφορετικά το θέμα αυτό καταργούνται…».
Επίσης η ανωτέρω απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ έκρινε, ότι προκειμένου περί επιζώντος χήρου συζύγου, συνταξιούχου του ΤΕΑΔΥ, οι προϋποθέσεις για την λήψη σύνταξης θανάτου μετά τον Ν. 2335/1995 είναι ίδιες με τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 3 του Π.Δ. 1041/1979, που αφορά τις κύριες συντάξεις του Δημοσίου και ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 του Π.Δ. 1041/1979 είναι αντίθετη προς την Συνταγματική Αρχή της Ισότητας μεταξύ των δύο φύλων (άρθρο 4 παρ. 2 Συντ/τος). Ακολούθως, το ΣτΕ (Ολ.) συμπέρανε ότι, όταν ο θάνατος της συνταξιούχου συζύγου συμβεί πριν τον Ν. 2676/1999 (η συνταγματικότητα του άρθρου 62, του οποίου ήταν το ερευνώμενο στην υπόθεση εκείνη ζήτημα), τότε δεν εφαρμόζεται ο νόμος αυτός, εάν η αίτηση του χήρου υποβληθεί μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού. Τέλος, η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε, ότι επί αιτήσεων, που υποβάλλονται μετά τον Ν. 2676/1999 για την συνταξιοδότηση του χήρου συζύγου εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 62 του Ν. 2676/1999 και ότι η ρύθμιση αυτή δεν προσκρούει σε κάποια συνταγματική διάταξη. Περαιτέρω και όσον αφορά το πραγματικό μέρος της υπόθεσης εκείνης, η Ολομέλεια του ΣτΕ δέχτηκε, ότι η σύζυγος του αναιρεσείοντος (πολιτική συνταξιούχος) αποβίωσε στις 24-6-1994, ότι ο αιτών - αναιρεσείων χήρος υπέβαλε στο Γενικό Λογιστήριο του Κράτους την από 29-5-1995 αίτησή του και ζήτησε την συνταξιοδότηση λόγω του θανάτου της συζύγου του, ότι η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με την 11532/1995 Πράξη της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την αιτιολογία, ότι ο χήρος δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 5 παρ. 3 του Π.Δ. 1041/1979, ότι ο χήρος σύζυγος άσκησε έφεση κατά της ως άνω απορριπτικής απόφασης, επί της οποίας εκδόθηκε η 9/1998 απόφαση του 2ου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία δέχθηκε την έφεση και απένειμε κύρια σύνταξη στον χήρο από 1-1-1995 με την αιτιολογία, ότι το άρθρο 5 παρ. 3 του Π.Δ. 1041/1979 είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα κατά το μέρος που απαιτεί πρόσθετες προϋποθέσεις για τον επιζώντα σύζυγο (χήρο) έναντι της χήρας συζύγου, ότι κατόπιν τούτου ο χήρος υπέβαλε προς το ΤΕΑΔΥ την από 30-3-1999 αίτηση, με την οποία ζητούσε να του μεταβιβαστεί από 1-1- 1995 η επικουρική σύνταξη της θανούσης συζύγου του, ότι η αίτηση αυτή (30-3-1999) έγινε εν μέρει δεκτή με την 2225/12-7-1999 απόφαση του Δ.Σ. του ΤΕΑΔΥ και του χορηγήθηκε επικουρική σύνταξη από 30-3-1999, δηλαδή από την υποβολή της αίτησής του για επικουρική σύνταξη, ότι ο χήρος άσκησε την με αριθ. πρωτ. 2807/22-9-1999 ένσταση κατά της ανωτέρω απόφασης του Δ.Σ. του ΤΕΑΔΥ, υποστηρίζοντας, ότι δικαιούται επικουρική σύνταξη από 1-1-1995, όπως δηλαδή και η κύρια σύνταξη, ότι η ένσταση αυτή απορρίφθηκε με την 30/3-11-1999 απόφαση του Δ.Σ. του ΤΕΑΔΥ με την αιτιολογία, ότι το Ταμείο καταβάλει σύνταξη, εάν ήταν εκκρεμής αίτηση του δικαιούχου, άλλως από την υποβολή της σχετικής αίτησης, ότι ο χήρος άσκησε προσφυγή κατά της ανωτέρω απόφασης (30/3-11-1999) υποστηρίζοντας, ότι το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα δεν στηριζόταν στο άρθρο 62 του Ν. 2676/1999, αλλά στο άρθρο 10 του Ν.Δ. 95/1973, οι διατάξεις του οποίου, κατά το μέρος που απέκλειαν το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα, είναι αντισυνταγματικές και ως εκ τούτου ανίσχυρες και ότι για τον λόγο αυτό είχε γεγενημένο δικαίωμα να λάβει επικουρική σύνταξη από την επομένη του θανάτου της συζύγου του, ότι η 4786/2001 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών απέρριψε την ανωτέρω προσφυγή, ότι ο χήρος άσκησε έφεση κατά της 4786/2001 απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η 3577/2002 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, (δηλ. η υπό αναίρεση), η οποία απέρριψε την έφεσή του και ότι ειδικότερα το Διοικητικό Εφετείο έκρινε, ότι ο χήρος είχε θεμελιώσει δικαίωμα για την λήψη επικουρικής σύνταξης από το θάνατο της συζύγου του, δηλαδή από 24-6-1994, διότι οι διατάξεις που απέκλειαν το δικαίωμά του απαιτώντας πρόσθετες προϋποθέσεις ήταν αντισυνταγματικές καθώς επίσης, ότι το ίδιο δικαίωμα θεμελίωσε και με τον Ν. 2676/1999, το οποίο όμως δεν άσκησε αμέσως μετά τον θάνατο, ούτε πριν την δημοσίευση του Ν. 2676/1999 και ότι συνεπώς, το δικαίωμά του για την καταβολή της επικουρικής σύνταξης αρχίζει από την υποβολή της αίτησής του, στις 30-3-1999. Κατόπιν αυτών η Ολομέλεια του ΣτΕ έκρινε, ότι η κρίση της αναιρεσιβαλλομένης απόφασης του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών (3577/2002) δεν ήταν ορθή, σύμφωνα με την ερμηνεία των αναφερόμενων στο σκεπτικό της διατάξεων. Συμπερασματικά το ΣτΕ σε Ολομέλεια, σύμφωνα με όσα είχε ερμηνεύσει, κατά τα αναλυτικά προεκτεθέντα, έκρινε ότι η διάταξη του άρθρου 62 του Ν. 2676/1999, κατά το οποίο η σύνταξη καταβάλλεται από την δημοσίευση του νόμου αυτού, άλλως από την υποβολή της αίτησης, δεν εφαρμοζόταν στην κρινόμενη ενώπιόν του υπόθεση, διότι ο θάνατος είχε μεν επέλθει πριν την δημοσίευση του Ν. 2676/1999, αλλά κατά το άρθρο 62 παρ. 5 του Ν. 2676/1999 ο επιζών σύζυγος δικαιούταν σύνταξη χηρείας, διότι οι προϊσχύουσες διατάξεις που περιόριζαν το συνταξιοδοτικό του δικαίωμα ήταν αντισυνταγματικές και ανίσχυρες και ότι συνακόλουθα ο χρόνος καταβολής της σύνταξης ανατρέχει κατά το άρθρο 10 παρ. 1 του Ν.Δ. 95/1973 στο χρόνο λήξης της καταβολής της σύνταξης στον αποβιώσαντα, ανεξαρτήτως της υποβολής της αίτησής του.
4. Επειδή, περαιτέρω, όπως προκύπτει από την 1824/2010 απόφαση (Ολ.) του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ο ήδη αιτών ................ είχε υποβάλει αίτηση προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους για Κανονισμό Σύνταξης από μεταβίβαση από το Δημόσιο Ταμείο, ως ενήλικος άγαμος γιος του θανόντος, στις 31-12-1998, πολιτικού συνταξιούχου ................ Με την 17715/10-5-2005 Πράξη της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους απορρίφθηκε η αίτηση, με την αιτιολογία, ότι ο αιτών δεν ήταν ανίκανος για εργασία κατά ποσοστό 50% και άνω. Ο αιτών υπέβαλε την από 30-3-2006 ένσταση ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων κατά της ως άνω 17715/10-5-2005 Πράξης, η οποία απορρίφθηκε, κατ’ αρχή σιγή και στην συνέχεια ρητά με την 1/2007 απόφαση της ανωτέρω Επιτροπής Ελέγχου. Ο αιτών άσκησε προσφυγή ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επί της οποίας εκδόθηκε η 1893/2007 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία δέχτηκε την έφεση και έκρινε, ότι το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β΄ του Π.Δ. 166/2000 είναι αντισυνταγματικό, διότι εισάγει ανεπίτρεπτη διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών. Κατόπιν τούτου, η ως άνω απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου, με την οποία είχε απορριφθεί σιωπηρά η ένσταση του αιτούντος, όπως και την στο μεταξύ εκδοθείσα απορριπτική 1/2007 ρητή απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου και, ακολούθως, ακύρωσε την 17715/10-5-2005 Πράξη της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και ανέπεμψε την υπόθεση στην 42η Δ/νση, για να κανονιστεί στον αιτούντα σύνταξη από μεταβίβαση κατά το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β του Π.Δ. 166/2000. Όμως, το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε εναντίον της ως άνω 1893/2007 απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου την από 18-6-2008 (αρ. κατ. 219/2008) αίτηση αναίρεσης, ισχυριζόμενο, ότι η συνταξιοδότηση της άγαμης κόρης συνιστά θετικό μέτρο υπέρ των γυναικών και ότι η πρόσθετη προϋπόθεση, που απαιτεί η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β του Π.Δ. 166/2000 για τους άγαμους γιους, δηλαδή και η ανικανότητα προς εργασία σε ποσοστό 50% και άνω, δεν συνιστά αδικαιολόγητη εξαίρεση από τον ως άνω κανόνα, ώστε με την εξάλειψή της, να εφαρμοστεί και για τον άγαμο γιο η συνταξιοδότηση, με μόνη προϋπόθεση την αγαμία. Επί της αίτησης αναίρεσης εκδόθηκε η 1824/2010 (Ολ.) απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία δέχτηκε την αίτηση αναίρεσης του Δημοσίου και, κατά πλειοψηφία, έκρινε, ότι το άρθρο 5 παρ. 1 περ. β του Π.Δ. 166/2000 δεν είναι αντισυνταγματικό. Κατόπιν αυτού, αναίρεσε την 1893/2007 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ανέπεμψε, κατ’ άρθρο 116 Π.Δ. 1225/1981, την υπόθεση για νέα έρευνα στο ως άνω τμήμα, για να διερευνηθεί το πραγματικό μέρος αυτής. Πιο συγκεκριμένα, οι απόψεις, που αναπτύχθηκαν στην απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι η εξής: Α) Κατά την κρατήσασα άποψη, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β του Π.Δ. 166/2000 θεσπίζει πράγματι πρόσθετες προϋποθέσεις για τους άγαμους γιους του θανόντος υπαλλήλου ή συνταξιούχου του Δημοσίου, αλλά το ευνοϊκότερο για τις κόρες καθεστώς συνταξιοδότησης, δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων, διότι αποτελεί εξαιρετική διάταξη, που αποσκοπεί στην προστασία των θυγατέρων, των οποίων οι γονείς είχαν προσληφθεί στο Δημόσιο πριν την 31-12-1982 και λόγω των επικρατουσών τότε κοινωνικών συνθηκών οι κόρες δεν είχαν ίση πρόσβαση σε επαγγελματική αποκατάσταση.
Επομένως, κατά την άποψη αυτή, που επικράτησε, η ανωτέρω διάταξη συνιστά θετικό μέτρο για την προώθηση της ισότητας των δύο φύλων και όχι διάκριση μεταξύ ανδρών και γυναικών. Β) Κατά την άποψη τεσσάρων μελών του Ανωτάτου ως άνω Δικαστηρίου 1) το ευνοϊκό καθεστώς που ισχύει για τις άγαμες κόρες δεν επιτρέπεται να επεκταθεί και στους άγαμους γιους, διότι τούτο θα συνιστούσε πράξη νομοθέτησης, την οποία έχει μόνον η Βουλή (άρθρο 26 παρ. 1 Συντ.) και όχι η δικαστική εξουσία, δεδομένου, ότι οι διατάξεις για την συνταξιοδότηση των γιων δεν συνιστούν αδικαιολόγητη εξαίρεση από γενικό κανόνα, τον οποίο υποχρεούνται να μην εφαρμόσουν τα Δικαστήρια (άρθρο 93 παρ. 4 Συντ.). Συνακόλουθα, τα Δικαστήρια δεν επιτρέπεται να ασχοληθούν με το ζήτημα αυτό, διότι άλλως, θα παρέμβουν στο έργο της νομοθετικής εξουσίας. Επίσης η ανωτέρω Β΄ άποψη δέχεται ότι η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β του Π.Δ. 166/2000 συνιστά αυθαίρετη και αδικαιολόγητη νομοθετική μεταχείριση των δύο φύλων, υπό την μορφή ευνοϊκών ρυθμίσεων υπέρ των γυναικών και συνεπώς αντίκειται στις συνταγματικές διατάξεις περί ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Γ) Τέλος, κατά την άποψη της Εισηγήτριας, με την οποία συντάχθηκαν ο Πρόεδρος, ο Αντιπρόεδρος και έξη Σύμβουλοι, η οποία όμως δεν επικράτησε, 1) η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β του Π.Δ. 166/2000 (Συνταξιοδοτικός Κώδικας), με την οποία απαιτούνται πρόσθετοι όροι συνταξιοδότησης για τους άγαμους γιους των θανόντων υπαλλήλων ή συνταξιούχων του Δημοσίου, οι οποίοι θεμελιώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μετά την 31-12- 1982, πέραν των όρων, που απαιτούνται για την συνταξιοδότηση των άγαμων θυγατέρων, που επίσης θεμελίωσαν συνταξιοδοτικό δικαίωμα μετά την 31-12-1982, εισάγει αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των δύο φύλων, ενώ δεν νοείται ως θετικό μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 116 παρ. 2 Συντ., ενόψει των σύγχρονων αντιλήψεων, καθόσον, σύμφωνα με τις οικονομικοκοινωνικές συνθήκες, που επικράτησαν στην ελληνική κοινωνία και οι άνδρες επωμίζονται εξίσου οικογενειακές και κοινωνικές υποχρεώσεις και βάρη. Συνεπώς, έχουν εκλείψει πλέον οι λόγοι γενικότερου δημόσιου συμφέροντος, που δικαιολογούσαν την ευνοϊκή ρύθμιση υπέρ των άγαμων θυγατέρων και συνακόλουθα η ανωτέρω διάταξη αντιβαίνει στην Αρχή της Ισότητας (άρθρο 4 παρ. 2 Συντ.). 2) Επίσης, η ανωτέρω Γ΄ άποψη δέχτηκε, ότι η ανωτέρω διάταξη έχει χαρακτήρα προνοιακό και δεν εισάγει αδικαιολόγητο προνόμιο σε περιορισμένη αριθμητικά κατηγορία πολιτών, ώστε να μην επεκταθεί και σε άλλες κατηγορίες, που βρίσκονται σε όμοια κατάσταση και ότι συνεπώς οι ευνοϊκές ρυθμίσεις πρέπει να επεκταθούν και στους άγαμους γιους, διότι τα Δικαστήρια υποχρεούνται, κατ’ άρθρο 93 παρ. 4 Συντ., να εφαρμόζουν την Αρχή της Ισότητας και κατ’ επέκταση να εφαρμόζουν το νόμο, που περιέχει την ευμενή ρύθμιση και υπέρ εκείνου σε βάρος του οποίου έγινε η δυσμενής διάκριση. Κατέληξε δε η ανωτέρω Γ΄ άποψη, ότι και οι άγαμοι γιοί δικαιούνται σύνταξη από μεταβίβαση, ανεξάρτητα αν είναι ικανοί ή όχι προς εργασία.
Επομένως, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν αναλυτικά ως προς το περιεχόμενο των ανωτέρω αποφάσεων των Ανωτάτων Δικαστηρίων, σε συνδυασμό με την νομική σκέψη, που έχει αναφερθεί στην αρχή της παρούσας απόφασης, η 1584/2000 απόφαση του ΣτΕ σε Ολομέλεια, κατ’ αρχή, δεν ερμήνευσε αποκλειστικά και μόνο την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 Π.Δ. 1041/1979, αλλά σε συνδυασμό με άλλες διατάξεις και ειδικότερα, με τα άρθρα 8 και 10 του Ν.Δ. 95/1973, με το άρθρο 8 παρ. 8 του Ν. 2335/1995 και με το άρθρο 62 του Ν. 2676/1999, ενώ το επιλυθέν ζήτημα από την Ολομέλεια του ΣτΕ ήταν η συνταγματικότητα του άρθρου 62 παρ. 5 του Ν. 2676/1999 ως προς τον χρόνο έναρξης καταβολής σύνταξης στον επιζώντα (χήρο) σύζυγο. Αντιθέτως, η 1824/2010 απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου σε Ολομέλεια ερμήνευσε την διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β του Π.Δ. 166/2000 και το επιλυθέν ζήτημα ήταν η συνταγματικότητα αυτής ως προς την δυνατότητα καταβολής σύνταξης στους άγαμους γιους συνταξιούχου υπαλλήλου του Δημοσίου. Συνεπώς, το νομικό ζήτημα που αντιμετωπίστηκε από τις ανωτέρω αποφάσεις των ανωτάτων Δικαστηρίων δεν ήταν ταυτόσημο. Σε κάθε δε περίπτωση η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 3 Π.Δ. 1041/1979 αφορά στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα του επιζώντος συζύγου (χήρου), ενώ η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 περ. β΄ του Π.Δ. 166/2000 αφορά στο συνταξιοδοτικό δικαίωμα των άγαμων τέκνων του αποβιώσαντος υπαλλήλου ή συνταξιούχου του Δημοσίου. Κατόπιν τούτου, εφόσον το επιλυθέν ζήτημα δεν είναι το ίδιο, αλλά διαφορετικό, δεν υπάρχει αντίθεση στην ερμηνεία των παραπάνω διατάξεων και συνακόλουθα, δεν συντρέχει δικαιοδοσία του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου. Επομένως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη και να επιβληθούν στον αιτούντα, που ηττάται, τα δικαστικά έξοδα της αυτεπάγγελτης διαδικασίας (άρθρο 22 παρ. 2 του ΚΑΕΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την αίτηση.