ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 4ης Φεβρουαρίου 1988
Στην υπόθεση 157/86
που έχει ως αντικείμενο αίτηση του HighCourt της Ιρλανδίας προς το Δικαστήριο, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, με την οποία ζητείται, στο πλαίσιο της διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου μεταξύ MaryMurphyκαι λοιπών και AnBordTelecomEireann,
η έκδοση προδικαστικής απόφασης ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117 του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών (ΕΕ ειδ. έκδ. 05/02, σ . 42),
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ
συγκείμενο από τους G . Bosco, πρόεδρο τμήματος, προεδρεύοντα, O . Due και J . C . MoitinhodeAlmeida, προέδρους τμήματος, U . Everling, K . Bahlmann, Y . Galmot, Κ . Κακούρη, T . F . O' HigginsκαιF . Schockweiler, δικαστές, γενικός εισαγγελέας : C . O . Lenz, γραμματέας : D . Louterman, υπάλληλος διοικήσεως
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που κατέθεσαν :
- οι Murphy και λοιπές, εκπροσωπούμενες από τους δικηγόρους MaryRobinson, SC, και PaulButler, BL, επικουρούμενους από τους δικηγόρους CharlesB . W . Boyle & Son, solicitors,
- ηAnBordTelecomEireann, εκπροσωπούμενηαπότοδικηγόροE . G . Hall, CompanySolicitor, επικουρούμενοαπότοδικηγόροHughGeoghegan, SC, καιτοδικηγόροJamesO' Reilly, BL,
- η ιρλανδική κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον LouisJ . Dockery, Chief State Solicitor, καιτον J . Hamilton, BL,
- η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τον JulianCurrall, μέλος της νομικής της υπηρεσίας,
έχοντας υπόψη την έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση και κατόπιν της προφορικής διαδικασίας της 10ης Νοεμβρίου 1987,
αφού άκουσε το γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της ίδιας ημέρας,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
Σκεπτικό της απόφασης
1. Με Διάταξη της 4ης Μαρτίου 1986, που περιήλθε στο Δικαστήριο στις 30 Ιουνίου 1986, το HighCourt της Ιρλανδίας υπέβαλε, δυνάμει του άρθρου 177 της Συνθήκης ΕΟΚ, τρία προδικαστικά ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του άρθρου 119 της Συνθήκης ΕΟΚ και του άρθρου 1 της οδηγίας 75/117 του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών ( ΕΕ ειδ . έκδ . 05/002, σ . 42 ).
2. Τα ερωτήματα αυτά ανέκυψαν στο πλαίσιο διαδικασίας που κίνησαν οι MaryMurphy και 28 άλλες εργαζόμενες γυναίκες κατά του εργοδότη τους, της επιχειρήσεως AnBordTelecomEireann . Οι εν λόγω εργαζόμενες, που ανήκουν στην κατηγορία των εργατών εργοστασίου ("factoryworkers") και των οποίων η εργασία συνίσταται ιδίως στην αποσυναρμολόγηση, τον καθαρισμό, τη λίπανση και ανασυναρμολόγηση τηλεφωνικών συσκευών και λοιπού εξοπλισμού, αξιώνουν να τους καταβάλλεται ίση αμοιβή με την αμοιβή που εισπράττει ο άνδρας ειδικευμένος εργάτης που εργάζεται στο ίδιο εργοστάσιο ως αποθηκάριος ("storeslabourer") και του οποίου η εργασία συνίσταται στον καθαρισμό, τη συγκέντρωση και την παράδοση των συσκευών και των εξαρτημάτων τους και σε γενικότερα βοηθητικά καθήκοντα, ανάλογα με τις ανάγκες .
3. Από τη δικογραφία προκύπτει ότι ο EqualityOfficer, στον οποίο παραπέμφθηκε το αίτημα των εργαζομένων γυναικών σε πρώτο βαθμό, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει ο Anti-discrimination ( Pay ) Act του 1974, έκρινε ότι η εργασία που εκτελούσαν οι αναιρεσείουσες ήταν συνολικά ανώτερης αξίας από την εργασία που εκτελούσε ο εν λόγω άνδρας συνάδελφός τους και επομένως δεν αποτελούσε "όμοια εργασία" κατά την έννοια του προαναφερθέντος νόμου . Ο EqualityOfficer έκρινε κατόπιν αυτού ότι δεν μπορούσε, ήδη για το λόγο αυτό, να εισηγηθεί ότι οι αναιρεσείουσες δικαιούνταν την ίδια αμοιβή με τον άνδρα συνάδελφό τους και ότι δεν χρειαζόταν να λάβει θέση επί του ζητήματος αν η διαφορά αμοιβής ισοδυναμούσε με διάκριση λόγω φύλου .
4. Τα πορίσματα αυτά επικυρώθηκαν σε δεύτερο βαθμό από το LabourCourt, οι δε αναιρεσείουσες άσκησαν αναίρεση ενώπιον του HighCourt για παράβαση νόμου . Το εν λόγω δικαστήριο, ενώ επιβεβαίωσε την ερμηνεία του Anti-discrimination ( Pay ) Act στην οποία είχαν προβεί ο EqualityOfficer και το LabourCourt, έθεσε το ερώτημα αν συμβιβάζεται η εθνική νομοθεσία προς τις κοινοτικές διατάξεις περί ισότητας των αμοιβών . Κατόπιν αυτού το HighCourt ανέστειλε τη διαδικασία και υπέβαλε στο Δικαστήριο τα ακόλουθα ερωτήματα :
"1)Καλύπτει η αρχή του κοινοτικού δικαίου περί ίσης αμοιβής για όμοια εργασία και την αξίωση για ίση αμοιβή βάσει εργασίας ίσης αξίας σε περίπτωση κατά την οποία η εργασία του αξιούντος την ίση αμοιβή έχει εκτιμηθεί ως μεγαλύτερης αξίας από την εργασία του προσώπου με το οποίο ο αξιών την αμοιβή ζήτησε τη σύγκριση;
2)Αν η απάντηση στο ερώτημα 1 είναι καταφατική : "Εξαρτάται η απάντηση αυτή από τις διατάξεις του άρθρου 1 της οδηγίας του Συμβουλίου 75/117/ΕΟΚ, της 10ης Φεβρουαρίου 1975, περί προσεγγίσεως των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών;"
3)Αν ναι : "'Εχει το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας απευθείας εφαρμογή στα κράτη μέλη;"
5. Στην έκθεση για την επ' ακροατηρίου συζήτηση αναπτύσσονται διεξοδικώς τα πραγματικά περιστατικά της υποθέσεως στην κύρια δίκη, οι επίμαχες κοινοτικές διατάξεις καθώς και η εξέλιξη της διαδικασίας και οι παρατηρήσεις που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο . Τα στοιχεία αυτά της δικογραφίας δεν επαναλαμβάνονται πιο κάτω παρά μόνο καθόσον απαιτείται για να σχηματίσει κρίση το Δικαστήριο .
Επί του πρώτου ερωτήματος
6. Από τη σύγκριση των τριών προδικαστικών ερωτημάτων και τις εξηγήσεις που παρέχονται στο σκεπτικό της Διατάξεως παραπομπής φαίνεται ότι το πρώτο ερώτημα αφορά κατ' ουσία το ζήτημα αν το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει και την περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος, ο οποίος επικαλείται τη διάταξη αυτή προκειμένου να λάβει ίση αμοιβή κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, παρέχει εργασία ανώτερης αξίας από ό,τι το πρόσωπο που χρησιμοποιείται ως βάση συγκρίσεως .
7. Σύμφωνα με το άρθρο 119, πρώτη παράγραφος, της Συνθήκης, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εξασφαλίζουν και να διατηρούν "την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών για όμοια εργασία μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών". Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η οποία απαντά για πρώτη φορά στην απόφαση της 8ης Απριλίου 1976 ( Defrenne, 43/75, ECR . 1986, σ . 455), η διάταξη αυτή έχει απευθείας εφαρμογή, ειδικότερα στην περίπτωση ανισότητας αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών που παρέχουν όμοια εργασία στην ίδια επιχείρηση ή υπηρεσία, ιδιωτική ή δημόσια.
8. Η επιχείρηση AnBordTelecomEireann αμφισβητεί ότι η αρχή αυτή εφαρμόζεται στην περίπτωση κατά την οποία καταβάλλεται κατώτερη αμοιβή για εργασία ανώτερης αξίας . Προς στήριξη της απόψεώς της, ισχυρίζεται ότι ο όρος "όμοια εργασία" του άρθρου 119 της Συνθήκης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καλύπτει την ανόμοια εργασία, η δε αντίθετη ερμηνεία θα είχε ως συνέπεια να πρέπει να καταβάλλεται ίση αμοιβή για εργασία διαφορετικής αξίας .
9. Το άρθρο 119 της Συνθήκης επιβάλλει, σύμφωνα με το γράμμα του, την εφαρμογή της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ εργαζομένων ανδρών και γυναικών μόνο στην περίπτωση όμοιας εργασίας ή, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, εργασίας ίσης αξίας και όχι στην περίπτωση εργασίας άνισης αξίας . Εντούτοις, εφόσον η αρχή αυτή απαγορεύει την καταβολή, λόγω φύλου, κατώτερης αμοιβής στους εργαζομένους ορισμένου φύλου που παρέχουν εργασία ίσης αξίας όπως οι εργαζόμενοι του αντίθετου φύλου, η διαφορά αυτή αμοιβής απαγορεύεται κατά μείζονα λόγο, όταν η κατηγορία των λιγότερο αμειβόμενων εργαζομένων παρέχει εργασία ανώτερης αξίας .
10. Η αντίθετη ερμηνεία θα κατέληγε στο να στερήσει την αρχή της ισότητας των αμοιβών από την πρακτική αποτελεσματικότητά της και να την καταστήσει άνευ περιεχομένου . 'Οπως ορθώς τόνισε η ιρλανδική κυβέρνηση, στην περίπτωση αυτή οι εργοδότες θα μπορούσαν εύκολα να καταστρατηγήσουν την αρχή αυτή, αναθέτοντας πρόσθετα ή δυσκολότερα καθήκοντα στους εργαζομένους ορισμένου φύλου, στους οποίους θα μπορούσαν εν συνεχεία να καταβάλλουν χαμηλότερη αμοιβή .
11. Εφόσον αποδεικνύεται ότι η διαφορά του επιπέδου της αμοιβής βασίζεται σε διάκριση λόγω φύλου, το άρθρο 119 της Συνθήκης έχει απευθείας εφαρμογή υπό την έννοια ότι οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι μπορούν να το επικαλεστούν ενώπιον δικαστηρίου προκειμένου να αξιώσουν ίση αμοιβή κατά την έννοια της διατάξεως αυτής και ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να το λάβουν υπόψη τους ως στοιχείο του κοινοτικού δικαίου . Το εθνικό δικαστήριο, εξαντλώντας τα περιθώρια εκτιμήσεως που του παρέχει το εθνικό του δίκαιο, οφείλει να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με τις επιταγές του κοινοτικού δικαίου και, εφόσον η σύμφωνη ερμηνεία δεν είναι δυνατή, να μην εφαρμόσει τους αντίθετους εθνικούς κανόνες .
12. Για τους λόγους αυτούς, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει και την περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος που το επικαλείται προκειμένου να επιτύχει να του καταβάλλεται ίση αμοιβή κατά την έννοια της διατάξεως αυτής παρέχει εργασία μεγαλύτερης αξίας από ό,τι το πρόσωπο που λαμβάνεται ως βάση συγκρίσεως .
Επί του δευτέρου και τρίτου ερωτήματος
13. Από τα προηγούμενα προκύπτει ότι η διαφορά ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου μπορεί να λυθεί στο πλαίσιο της ερμηνείας του άρθρου 119 της Συνθήκης και μόνο . Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι αναγκαίο να δοθεί απάντηση στο δεύτερο και τρίτο ερώτημα, τα οποία αφορούν την ερμηνεία της οδηγίας 75/117 του Συμβουλίου, της 10ης Φεβρουαρίου 1975 .
Απόφαση για τα δικαστικά έξοδα
Επί των δικαστικών εξόδων
14. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν η ιρλανδική κυβέρνηση και η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, δεν αποδίδονται. Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης το χαρακτήρα παρεμπίπτοντος, που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ' αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων .
Διατακτικό
Για τους λόγους αυτούς
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ,
κρίνοντας επί των ερωτημάτων που του υπέβαλε με Διάταξη της 4ης Μαρτίου 1986 το HighCourt της Ιρλανδίας, αποφαίνεται :
Το άρθρο 119 της Συνθήκης ΕΟΚ πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι καλύπτει και την περίπτωση κατά την οποία ο εργαζόμενος που το επικαλείται προκειμένου να επιτύχει να του καταβάλλεται ίση αμοιβή κατά την έννοια της διατάξεως αυτής παρέχει εργασία μεγαλύτερης αξίας από ό,τι το πρόσωπο που λαμβάνεται ως βάση συγκρίσεως.