ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ Τμήμα Δ
Με μέλη τους: Γεώργιο Φαλτσέτο Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Ευαγγελία Ανδρέου και Ιωάννη Καλαμάρα, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων, συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 7 Φεβρουαρίου 2008, με γραμματέα τη Γεωργία Ζυμοστρά, για να δικάσει την από 19.7.2007 αίτηση ακύρωσης της ..... ...... ....., κατοίκου .......... Κορινθίας, η οποία παραστάθηκε με τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Πέτρο Αγγελάκη, τον οποίο έχει διορίσει με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο κατά των Υπουργών: 1) Δημόσιας Τάξης και 2) Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων οι οποίοι παραστάθηκαν με τον Πάρεδρο του ΝΣΚ Περικλή Αγγέλου
Κατά τη δημόσια συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε: την εισηγήτρια της υπόθεσης, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, Ευαγγελία Ανδρέου, που διάβασε τη σχετική έκθεσή της, εξέθεσε τα ζητήματα που προκύπτουν και ανέπτυξε τη γνώμη της γι΄ αυτά, τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας, που ανέπτυξε και προφορικά τους λόγους ακύρωσης και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, καθώς και τον εκπρόσωπο των Υπουργών, που ζήτησε αντίθετα, να απορριφθεί η αίτηση.
Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και, αφού μελέτησε τη
δικογραφία και τις σχετικές διατάξεις, αποφασίζει τα εξής:
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως ακυρώσεως καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει από τα 2820178 και 3866284/2007 Σειρά Α` ειδικά έντυπα παραβόλου του Δημοσίου.
2. Επειδή, με την ανωτέρω αίτηση όπως αυτή αναπτύσσεται περαιτέρω με το κατατεθέν υπόμνημα ζητείται παραδεκτώς η ακύρωση α) της αρνήσεως της Διοικήσεως να επιτρέψει τη συμμετοχή της αιτούσης στο διαγωνισμό επιλογής σπουδαστών για τη σχολή αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας, όπως η άρνηση αυτή εκδηλώθηκε με την υπ` αριθ. Πρωτ. 6000/2/677-α`/12-6-2007 πράξη του Αστυνομικού Τμήματος Βραχατίου Κορινθίας, με την οποία επεστράφησαν στην αιτούσα τα δικαιολογητικά συμμετοχής της στο διαγωνισμό αυτό, επειδή δεν είχε το απαιτούμενο ανάστημα (1,70 μ.) και αποκλείσθηκε από τις προκαταρκτικές εξετάσεις και την εισαγωγή της στη σχολή για το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008, β) της υπ` αριθ. 253.4/94769/Β6/31-8-2007 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με την οποία κυρώνονται οι πίνακες των εισαγομένων και επιλαχόντων (Σύστημα Ενιαίου Απολυτηρίου) σε ποσοστό 90%, με εξετάσεις στις Σχολές της Ελληνικής Αστυνομίας για το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008 κατά παράλειψη της αιτούσης και γ) της υπ` αριθμ. 6000/2/1930-ρο/25-9-2007 απόφασης του Υπουργού Δημόσιας Τάξης, με βάση την οποία καλούνται για φοίτηση στις Σχολές της Ελληνικής Αστυνομίας επιτυχόντες και επιλαχόντες υποψήφιοι Γενικής Σειράς και των Ειδικών Κατηγοριών του ν. 1481/1984 για το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008 κατά παράλειψη της αιτούσης.
3. Επειδή, στο άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, 3.... ». Εξάλλου, στην παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρηση της με το Ψήφισμα της 6-4-2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι: «Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών». Η παράγραφος αυτή, πριν από την αναθεώρηση της, όριζε ότι: «Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος». Επίσης, η παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το παραπάνω Ψήφισμα, ορίζει τα εξής: «1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Εξάλλου, η Οδηγία 76/207/ΕΟΚ «Περί της εφαρμογής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας» (Ε. Ε. αριθ. Ν.39/40 της 14.2.1976), ορίζει, μεταξύ άλλων, στην παρ. 1 του άρθρου 2 ότι: «... η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα...» και στην παρ. 1 του άρθρου 3 ότι «η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, όσον αφορά τους όρους, συμπεριλαμβανομένων και των κριτηρίων επιλογής, προσβάσεως σε απασχολήσεις, σε θέσεις εργασίας, ανεξάρτητα από τομέα ή κλάδο δραστηριότητος και για όλες τις βαθμίδες της επαγγελματικής ιεραρχίας». Τέλος, στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2 της ίδιας οδηγίας ορίζεται ότι «η παρούσα Οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα Κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις επαγγελματικές δραστηριότητες, και, ενδεχομένως, την εκπαίδευση που απαιτείται για την πρόσβαση σ` αυτές, εφόσον λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεως τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας» (παρ. 2) και ότι : «η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και την μητρότητα» (παρ. 3).
4. Επειδή η ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος θεσπίζει, μεταξύ άλλων, και την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα, καθώς και στην εκπαίδευση, που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών. Για την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής αυτής, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση της με το Ψήφισμα της 6-4-2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως αυτή ισχύει μετά την αναθεώρηση της με το παραπάνω Ψήφισμα, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, υποχρεώνει το νομοθέτη, κοινό ή κανονιστικό, αλλά και τα λοιπά όργανα του Κράτους, όταν διαπιστώνουν, ότι σε βάρος ενός φύλου έχουν αναμφισβήτητα δημιουργηθεί στην πράξη τέτοιες διακρίσεις, ώστε η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής της ισότητας, κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών, να καταλήγει σε μία κατ` επίφαση μόνο ισότητα, ενώ ουσιαστικά παγιώνει και διαιωνίζει μια υφιστάμενη άνιση κατάσταση υπέρ του ενός φύλου, να θεσπίζουν υπέρ του υποαντιπροσπευομένου φύλου και ιδίως των γυναικών θετικά μέτρα, που είναι πρόσφορα και αναγκαία για ορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να μειώνονται οι ανισότητες, μέχρις ότου εγκαθιδρυθεί μια πραγματική ισότητα μεταξύ των δύο φύλων στη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και στην εκπαίδευση, που είναι αναγκαία για την πρόσβαση σ` αυτή. Εξάλλου, από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση της, συνάγεται, ότι ο συντακτικός νομοθέτης, με σκοπό την αποκατάσταση μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, θέλησε να θεσπίσει ρητώς τη δυνατότητα λήψεως θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών και γενικότερα να καταστήσει ακόμη ευνοϊκότερο, σε σχέση με το διασφαλιζόμενο από το αναθεωρηθέν Σύνταγμα, το νομικό καθεστώς προστασίας τους και προσβάσεως τους στα διάφορα επαγγέλματα και συνεπώς αυστηρότερες τις προϋποθέσεις αποκλίσεων από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Περαιτέρω, όμως, ο συντακτικός νομοθέτης, όπως συνάγεται από την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, δεν απαγόρευσε απολύτως σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη συνδρομή συγκεκριμένων και σοβαρών (αποχρώντων) λόγων, που ανάγονται στη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, οποιαδήποτε απόκλιση από την πιο πάνω αρχή της ισότητας των φύλων. Μια απόλυτη απαγόρευση θα έπρεπε να ορίζεται ρητά ή τουλάχιστον να συνάγεται σαφώς από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις, δεδομένου άλλωστε ότι δικαιολογημένες αποκλίσεις δεν απαγορεύονται κατ` αρχήν, ούτε από τις προεκτεθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Ενόψει των ανωτέρω, αποκλίσεις από την ως άνω αρχή, πέρα από την περίπτωση των θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών, είναι κατ` εξαίρεση συνταγματικά θεμιτές, μόνον εφόσον προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει σαφώς από το νόμο αυτό ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι οι αποκλίσεις αυτές θεσπίσθηκαν με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τελικώς στα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν οι εισαγόμενες αποκλίσεις δικαιολογούνται πλήρως από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της εργασίας και αν είναι απολύτως αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (ΣτΕ.Ολ. 1986/2005).
5. Επειδή, εξάλλου, στο άρθρο 2 παρ. 1 περιπτ. στ` του π.δ. 4/1995 «Προσόντα ιδιωτών υποψηφίων αξιωματικών και αστυφυλάκων» (Α` 1), όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση της με την παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 90/2003 (Α`82), οριζόταν ότι οι ιδιώτες υποψήφιοι για τις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων της Αστυνομικής Ακαδημίας πρέπει να έχουν ανάστημα τουλάχιστον 1,70μ. οι άνδρες και 1,65μ. οι γυναίκες, χωρίς υποδήματα και στηθική περίμετρο οι άνδρες τουλάχιστον 0,83μ. Ύστερα δε από την αντικατάσταση της με την παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 90/2003, η περίπτωση στ` έχει ως εξής : «Να έχουν ανάστημα (άνδρες και γυναίκες) τουλάχιστο 1,70μ. χωρίς υποδήματα». Τα αυτά ορίζει και ο όρος II 6 της απόφασης 6000/2/1930- νδ/10-5-2007 του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. με την οποία προκηρύχθηκε ο κρίσιμος διαγωνισμός για την κατάταξη σπουδαστών στις Αστυνομικές Σχολές κατά το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008. Περαιτέρω στον όρο IV 3 της ίδιας προκήρυξης ορίζεται ότι ο υποψήφιος υποβάλλει τα δικαιολογητικά συμμετοχής στο διαγωνισμό στο αρμόδιο αστυνομικό τμήμα και ότι «3. ο Διοικητής του Αστυνομικού Τμήματος .....γ. μετράει το ανάστημα κάθε υποψηφίου και συντάσσει τη σχετική βεβαίωση πάνω στο έντυπο της αίτησης, δ. Επιστρέφει χωρίς άλλη διατύπωση τα δικαιολογητικά στους υποψηφίους που δεν έχουν το απαιτούμενο ανάστημα......Επισημαίνεται ότι το ανάστημα των υποψηφίων θα μετρηθεί τελικά και από την αθλητική επιτροπή και θα υπάρξουν κυρώσεις για όσους υπεύθυνους δεν βεβαιώσουν το ακριβές ανάστημα των υποψηφίων, πέραν των δυσμενών συνεπειών για τον υποψήφιο, που επιφέρει ενδεχόμενη πλημμέλεια, αφού τον αποκλείει από τη διαδικασία».
6. Επειδή, οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 1 περιπτ. στ` του π.δ. 4/1995, όπως η περ. στ` αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 1 του π.δ. 90/2003, και του αντίστοιχου όρου IΙ 6 της προαναφερόμενης προκήρυξης, που στηρίζεται σε αυτές, δεν είναι συμβατές με την προπαρατεθείσα συνταγματική αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Και τούτο, γιατί η καθιέρωση με αυτές του αυτού ελαχίστου αναστήματος για την εισαγωγή ανδρών και γυναικών στις Σχολές Αξιωματικών και Αστυφυλάκων στην Αστυνομική Ακαδημία, εξισώνει αυθαίρετα τους άνδρες και τις γυναίκες, παρά την ύπαρξη της υφιστάμενης μεταξύ τους βιολογικής διαφοράς σε σχέση με το ανάστημα, αφού, σύμφωνα με τις επιστημονικές ανθρωπολογικές μελέτες (βλ. Άρη Πουλιανού «Η προέλευση των Ελλήνων», Εκδ. Βιβλιοθήκης της Ανθρωπολογικής Εταιρίας Ελλάδος Αρ. 11, σελ.66), το μέσο ανάστημα για τον αντρικό πληθυσμό της Ελλάδος όλων των ηλικιών ανέρχεται σε 1,67 μ, ενώ για το γυναικείο σε 1,55 μ., χωρίς να προκύπτει σαφώς από τις συγκεκριμένες διατάξεις, ή άλλα στοιχεία, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι το συγκεκριμένο ελάχιστο ύψος αναστήματος είναι κριτήριο κατάλληλο, αναγκαίο και πρόσφορο για τον προσδιορισμό της καταλληλότητας των υποψηφίων ως αστυνομικών, δικαιολογούμενο πλήρως από τη φύση και τις συνθήκες ασκήσεως του αστυνομικού επαγγέλματος. Συνεπώς, οι διατάξεις αυτές που ορίζουν το αυτό ύψος αναστήματος για τους άνδρες και τις γυναίκες υποψήφιους σπουδαστές της Αστυνομικής Ακαδημίας είναι ανίσχυρες και ανεφάρμοστες. (πρβλ. ΔΕΑ 3357/2005, 761/2007 και ΣΕ 2096/2000 σκ. 7).
7. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία του φακέλου προκύπτουν τα εξής : Με την 6000/2/1930-νδ/10-5-2007 απόφαση του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την κατάταξη σπουδαστών στις Αστυνομικές Σχολές. Η αιτούσα υπέβαλε αίτηση για τη συμμετοχή της στις προκαταρκτικές εξετάσεις της Σχολής Αστυφυλάκων, πλην όμως της επεστράφησαν τα δικαιολογητικά που κατέθεσε, γιατί δεν είχε το απαιτούμενο ανάστημα 1,70 μ. με αποτέλεσμα να αποκλεισθεί από τις προκαταρκτικές εξετάσεις (είχε ανάστημα 1μ. 68 εκ.). Ο αποκλεισμός, όμως, της αιτούσης, λόγω ελλείψεως του συγκεκριμένου ύψους αναστήματος (1,70μ.) δεν είναι νόμιμος, δεδομένου ότι οι διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 του π.δ. 90/2003 που καθιέρωσαν το ύψος αυτό και του αντίστοιχου όρου της προκήρυξης, που στηρίζεται, σε αυτές, είναι σύμφωνα με τα προεκτιθέντα, αντισυνταγματικές και ανίσχυρες. Κατ` ακολουθίαν, η άρνηση της Διοικήσεως να επιτρέψει τη συμμετοχή της αιτούσας στο διαγωνισμό επιλογής σπουδαστών για τη Σχολή Αστυφυλάκων της Ελληνικής Αστυνομίας, για το ακαδημαϊκό έτος 2007-2008, όπως η άρνηση αυτή εκδηλώθηκε με την υπ` αριθ. Πρωτ. 6000/2/677-α/12-6-2007 βεβαίωση του Αστυνομικού Τμήματος Βραχατίου Κορινθίας, με την οποία βεβαιώνεται ότι της επεστράφησαν τα δικαιολογητικά, επειδή δεν είχε το απαιτούμενο ανάστημα, δεν είναι νόμιμη, όπως επίσης δεν είναι νόμιμες και η σε αυτή στηριζόμενες προσβαλλόμενες δεύτερη και τρίτη πράξεις, οι οποίες και πρέπει να ακυρωθούν κατά παραδοχή του σχετικού λόγου της αιτήσεως ακυρώσεως. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση, να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις και να αναπεμφθεί η υπόθεση στη Διοίκηση, προκειμένου να επανακρίνει την υπόθεση, χωρίς να λάβει υπόψη την αντισυνταγματική διάταξη περί του αναστήματος και, εφόσον συντρέχουν και οι λοιπές νόμιμες προϋποθέσεις, να προβεί σε κατάταξη της αιτούσης στη Σχολή Αστυφυλάκων.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται την αίτηση ακυρώσεως.
Ακυρώνει τις προσβαλλόμενες μ` αυτήν πράξεις, κατά το μέρος που αφορούν την αιτούσα.
Αναπέμπει την υπόθεση στη Διοίκηση για να ενεργήσει κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.