ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ Τμήμα Δ΄ ΑΚΥΡΩΤΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
Με μέλη τους: Ειρήνη Γανωσέλη, Πρόεδρο Εφετών Δ.Δ., Ευαγγελία Ανδρέου και Ιωάννη Καλαμάρα, Εφέτες Διοικητικών Δικαστηρίων, συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 18 Ιανουαρίου 2007, με γραμματέα τη Γεωργία Ζυμοστρά, για να δικάσει την από 2 Φεβρουαρίου 2006, αίτηση της .........., κατοίκου Αγ.Ιωάννη Ρέντη Αττικής (οδός ............... αρ. ..), που παραστάθηκε με τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Πέτρο Αγγελάκη, τον
οποίο διόρισε με συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο έγγραφο,κατά του Υπουργού Εθνικής ΄Αμυνας, ο οποίος παραστάθηκε με τον Πάρεδρο του ΝΣΚ Γεώργιο Ανδρέου.
Κατά τη δημόσια συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
τον εισηγητή της υπόθεσης, Εφέτη Διοικητικών Δικαστηρίων, Ιωάννη Καλαμάρα, που διάβασε τη σχετική έκθεσή του, εξέθεσε τα ζητήματα που προκύπτουν και ανέπτυξε τη γνώμη του γι΄ αυτά, τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας, που ανέπτυξε και προφορικά τους λόγους ακύρωσης και ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση, καθώς και τον εκπρόσωπο του Υπουργού, που ζήτησε, αντίθετα, να απορριφθεί η αίτηση.
Μετά τη συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη και, αφού μελέτησε τη δικογραφία και τις σχετικές διατάξεις, αποφασίζει τα εξής:
1. Επειδή, για την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως καταβλήθηκε το το κατά νόμο παράβολο, όπως προκύπτει από τα ειδικά έντυπα παραβόλου του Δημοσίου 965064 και 1282485/06, σειράς Α΄.
2. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση ζητείται να ακυρωθούν α) ο από 25.7.2005 πίνακας ακαταλλήλων υποψηφίων που αποκλείονται από την συμμετοχή τους στις παραπέρα επιλογικές διαδικασίες, τον οποίο συνέταξε η επιτροπή ελέγχου των δικαιολογητικών υποψηφίων επαγγελματιών οπλιτών (ΕΠ.ΟΠ.), κατά το μέρος που περιελήφθη σε αυτόν η αιτούσα, υποψήφια για πρόσληψη ως επαγγελματίας οπλίτης στο διαγωνισμό που προκηρύχθηκε με τη Φ. 415.15/25/644619/12.5.2005 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, και β) οι Φ.415.15/104/646559/9.11.2005 και Φ.415.15/132/64711/ 2812/ 28.12.2005 αποφάσεις του διευθυντή στρατολογικού του Γ.Ε.Σ., με τις οποίες κλήθηκαν για κατάταξη οι επιτυχόντες (με την πρώτη) και επιλαχόντες (με τη δεύτερη) του διαγωνισμού αυτού, κατά το μέρος που παρελείφθη η αιτούσα, γ) κάθε άλλη συναφής πράξη ή παράλειψη της διοικήσεως.
3. Επειδή, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 5 του π.δ. 292/01 (Α΄ 204), όπως η παράγραφος αυτή αναριθμήθηκε με το άρθρο 1 παρ. 3 του π.δ. 65/2005 (Α΄ 100/27.4.2005), που έχει εκδοθεί κατά νομοθετική εξουσιοδότηση του άρθρου 3 παρ. 2 του ν. 2936/2001 (Α΄ 166) και τις διατάξεις των παραγράφων 11, 14 δ, ε και 15 α,β, της Φ. 415.15/25/644619/12.5.2005 απόφασης του Υπουργού Εθνικής Αμύνης, με την οποία προκηρύχθηκε ο ανωτέρω διαγωνισμός και καθορίσθηκε η διαδικασία της διενέργειας αυτού, ο ανωτέρω διαγωνισμός αποτελεί σύνθετη διοικητική ενέργεια, η οποία ολοκληρώνεται με την κύρωση από τον αρχηγό του οικείου Γενικού Επιτελείου των τελικών πινάκων επιτυχόντων - επιλαχόντων που συντάσσονται από την οικεία επιτροπή επιλογής υποψηφίων. Οι μετά την πράξη κύρωσης των πινάκων επιτυχόντων -επιλαχόντων εκδιδόμενες αποφάσεις περί κλήσεως για κατάταξη των επιτυχόντων ή, ενδεχομένως, αν υπάρχουν κενές θέσεις, και των επιλαχόντων, από τις οικείες διευθύνσεις στρατολογίας και κοινών σωμάτων, που προβλέπονται από το άρθρο 4 παρ. 1 του π.δ. 292/2001, καθώς και οι πίνακες ονομασίας των κατατασσόμενων που συντάσσονται στη συνέχεια, μετά την ορκωμοσία αυτών, από τις οικείες διευθύνσεις των κλάδων και των κοινών σωμάτων, καθώς και η πράξη κύρωσης των πινάκων ονομασίας (διορισμού) των ορκισθέντων, του αρχηγού του οικείου Γενικού Επιτελείου, που προβλέπονται από το άρθρο 4 παρ. 2 του π.δ. 292/2001, δεν αποτελούν μέρος της σύνθετης διοικητικής ενέργειας του διαγωνισμού, αλλά πράξεις μεταγενέστερες, εκτός της σύνθετης διοικητικής ενέργειας, οι οποίες, εάν είναι εκτελεστές, είναι προσβλητές αυτοτελώς με αίτηση ακυρώσεως (πρβλ. ΣΕ 1111/05 σκ. 4).
4. Επειδή, μετά την έκδοση της πρώτης προσβαλλόμενης πράξης (27.7.2005) και πριν από την άσκηση της αιτήσεως ακυρώσεως (3.2.2006) εκδόθηκε από την οικεία επιτροπή επιλογής ο από 2.11.2005 τελικός πίνακας επιτυχόντων - επιλαχόντων ΕΠ.ΟΠ., ο οποίος κυρώθηκε με την ταυτόχρονη πράξη του αρχηγού του ΓΕΣ. Η τελευταία αυτή πράξη, με την οποία τελειώθηκε η σύνθετη διοικητική ενέργεια του διαγωνισμού, πρέπει να θεωρηθεί συμπροσβαλλόμενη και η μόνη παραδεκτώς προσβαλλόμενη, δεδομένου ότι, μετά την έκδοσή της, ενσωματώθηκε σε αυτή και απέβαλε τον εκτελεστό χαρακτήρα της η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη (πίνακας ακαταλλήλων υποψηφίων του διαγωνισμού), η οποία απαραδέκτως προσβάλλεται αυτοτελώς με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως. Πλημμέλειες όμως και της πράξεως αυτής εξετάζονται κατά την έρευνα του κύρους της τελικής πράξεως (κύρωσης των πινάκων) και οδηγούν στην ακύρωση της τελικής πράξεως (ΣτΕ 3609/1985, 1111/05 κ. ά. ). Εξάλλου, οι μετά την πράξη κύρωσης των πινάκων επιτυχόντων -επιλαχόντων εκδοθείσες και προσβαλλόμενες Φ.415.15/104/646559/9.11.2005 και Φ.415.15/132/64711/ 2812/ 28.12.2005 αποφάσεις του διευθυντή στρατολογικού του Γ.Ε.Σ., με τις οποίες κλήθηκαν για κατάταξη οι επιτυχόντες (με την πρώτη) και επιλαχόντες (με τη δεύτερη) του διαγωνισμού αυτού και οι οποίες αποτελούν πράξεις εκτός της σύνθετης διοικητικής ενέργειας του διαγωνισμού, στερούμενες εκτελεστότητας, ως πράξεις εκτελέσεως (υλοποιήσεως) των πινάκων επιτυχόντων -επιλαχόντων και ως προπαρασκευαστικές πράξεις της έτι μεταγενέστερης απόφασης ονομασίας (διορισμού) των καλουμένων προς κατάταξη, απαραδέκτως προσβάλλονται με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως.
5. Επειδή, στο άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζεται ότι : “1. Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. 2. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, 3.... ”. Εξάλλου, στην παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6-4-2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ορίζεται ότι: “Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων που υφίστανται στην πράξη, ιδίως σε βάρος των γυναικών”. Η παράγραφος αυτή, πριν από την αναθεώρησή της, όριζε ότι: “Αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος”. Επίσης η παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση της με το παραπάνω Ψήφισμα, ορίζει τα εξής: “1. Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους. Όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκησή τους. Τα δικαιώματα αυτά ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν. Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει να προβλέπονται είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από το νόμο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας”. Εξάλλου, η Οδηγία 76/207/ΕΟΚ “Περί της εφαρμογής της ίσης μεταχειρίσεως ανδρών και γυναικών, όσον αφορά την πρόσβαση στην απασχόληση, την επαγγελματική εκπαίδευση και προώθηση και τις συνθήκες εργασίας” (Ε. Ε. αριθ. Ν.39/40 της 14.2.1976), ορίζει , μεταξύ άλλων, στην παρ. 1 του άρθρου 2 ότι: “... η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο είτε άμεσα είτε έμμεσα...” και στην παρ. 1 του άρθρου 3 ότι “η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως συνεπάγεται την
απουσία κάθε διακρίσεως που βασίζεται στο φύλο, όσον αφορά τους όρους, συμπεριλαμβανομένων και των κριτηρίων επιλογής, προσβάσεως σε απασχολήσεις, σε θέσεις εργασίας, ανεξάρτητα από τομέα ή κλάδο δραστηριότητος, και για όλες τις βαθμίδες της επαγγελματικής ιεραρχίας”. Τέλος, στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 2 της ίδιας οδηγίας ορίζεται ότι “η παρούσα Οδηγία δεν θίγει την ευχέρεια που έχουν τα Κράτη μέλη να αποκλείουν από το πεδίο εφαρμογής της τις επαγγελματικές δραστηριότητες, και, ενδεχομένως, την εκπαίδευση που απαιτείται για την πρόσβαση σ` αυτές, εφόσον λόγω της φύσεως ή των συνθηκών ασκήσεώς τους, το φύλο συνιστά παράγοντα αποφασιστικής σημασίας” (παρ. 2) και ότι : “η παρούσα οδηγία δεν θίγει τις διατάξεις που αφορούν την προστασία της γυναίκας, ιδίως όσον αφορά την εγκυμοσύνη και την μητρότητα” ( παρ. 3).
6. Επειδή η ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος θεσπίζει, μεταξύ άλλων, και την αρχή της ισότητας των δύο φύλων κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα, καθώς και στην εκπαίδευση, που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών. Για την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική εφαρμογή της αρχής αυτής, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το Ψήφισμα της 6-4-2001 της Ζ` Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 25 του Συντάγματος, όπως αυτή ισχύει μετά την αναθεώρησή της με το παραπάνω Ψήφισμα, που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι όλα τα κρατικά όργανα υποχρεούνται να διασφαλίζουν την ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των ατομικών και των κοινωνικών δικαιωμάτων, υποχρεώνει το νομοθέτη, κοινό ή κανονιστικό, αλλά και τα λοιπά όργανα του Κράτους, όταν διαπιστώνουν, ότι σε βάρος ενός φύλου έχουν αναμφισβήτητα δημιουργηθεί στην πράξη τέτοιες διακρίσεις, ώστε η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής της ισότητας, κατά την πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι αναγκαία για την άσκηση των επαγγελμάτων αυτών, να καταλήγει σε μία κατ` επίφαση μόνο ισότητα, ενώ ουσιαστικά παγιώνει και διαιωνίζει μια υφιστάμενη άνιση κατάσταση υπέρ του ενός φύλου, να θεσπίζουν υπέρ του υποαντιπροσπευομένου φύλου και ιδίως των γυναικών θετικά μέτρα, που είναι πρόσφορα και αναγκαία, για ορισμένο χρονικό διάστημα, ώστε να μειώνονται οι ανισότητες, μέχρις ότου εγκαθιδρυθεί μια πραγματική ισότητα μεταξύ των δύο φύλων στη συγκεκριμένη επαγγελματική δραστηριότητα, καθώς και στην εκπαίδευση, που είναι αναγκαία για την πρόσβαση σ` αυτή. Εξάλλου, από τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 116 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρησή της, συνάγεται, ότι ο συντακτικός νομοθέτης, με σκοπό την αποκατάσταση μιας πραγματικής ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών, θέλησε να θεσπίσει ρητώς τη δυνατότητα λήψεως θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών και γενικότερα να καταστήσει ακόμη ευνοϊκότερο, σε σχέση με το διασφαλιζόμενο από το αναθεωρηθέν Σύνταγμα, το νομικό καθεστώς προστασίας τους και προσβάσεώς τους στα διάφορα επαγγέλματα και συνεπώς αυστηρότερες τις προϋποθέσεις αποκλίσεων από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων. Περαιτέρω, όμως, ο συντακτικός νομοθέτης, όπως συνάγεται από την πιο πάνω διάταξη, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των παρ. 1 και 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος, δεν απαγόρευσε απολύτως σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τη συνδρομή συγκεκριμένων και σοβαρών (αποχρώντων) λόγων, που ανάγονται στη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της συγκεκριμένης επαγγελματικής δραστηριότητας, οποιαδήποτε απόκλιση από την πιο πάνω αρχή της ισότητας των φύλων. Μια απόλυτη απαγόρευση θα έπρεπε να ορίζεται ρητά ή τουλάχιστον να συνάγεται σαφώς από τις οικείες συνταγματικές διατάξεις, δεδομένου, άλλωστε, ότι δικαιολογημένες αποκλίσεις δεν απαγορεύονται, κατ` αρχήν, ούτε από τις προεκτεθείσες διατάξεις του κοινοτικού δικαίου. Ενόψει των ανωτέρω, αποκλίσεις από την ως άνω αρχή, πέρα από την περίπτωση των θετικών μέτρων υπέρ των γυναικών, είναι κατ` εξαίρεση συνταγματικά θεμιτές, μόνον εφόσον προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου και προκύπτει σαφώς από το νόμο αυτό ή τις προπαρασκευαστικές εργασίες του, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι οι αποκλίσεις αυτές θεσπίσθηκαν με βάση συγκεκριμένα και πρόσφορα κριτήρια, τα οποία επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους πολίτες και τελικώς στα δικαστήρια να ελέγχουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, αν οι εισαγόμενες αποκλίσεις δικαιολογούνται πλήρως από τη φύση ή τις συνθήκες ασκήσεως της εργασίας και αν είναι απολύτως αναγκαίες και πρόσφορες για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (Σ.Ε Ολ. 1986/2005).
7. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 1 του Ν. 2936/2001 (Α΄166), όπως η παρ. 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του Ν. 3036/2002 ( Α΄171), ορίζεται ότι: “1. Για την αντιμετώπιση των αναγκών των Ενόπλων Δυνάμεων (Ε.Δ) σε κατώτερα στελέχη, προκειμένου να καλυφθούν θέσεις επιχειρησιακών και τεχνικών ειδικοτήτων, οι οποίες απαιτούν σημαντική εκπαίδευση και εξειδίκευση, κατατάσσονται και υπηρετούν ως Μόνιμοι Επαγγελματίες Οπλίτες (ΕΠ.ΟΠ) Έλληνες πολίτες. 2. Ως επαγγελματίες οπλίτες κατατάσσονται και υπηρετούν και γυναίκες σε ειδικότητες διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης των Κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων και στα κοινά σώματα των Ενόπλων Δυνάμεων . Οι γυναίκες από την κατάταξή τους υπηρετούν για διάστημα όχι μεγαλύτερο των δύο μηνών σε κέντρα νεοσύλλεκτων προς απόκτηση βασικής στρατιωτικής εκπαίδευσης”. Στο άρθρο 3 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι: “Η πρόσληψη επαγγελματιών οπλιτών γίνεται ύστερα από προκήρυξη πλήρωσης θέσεων από τον Υπουργό Εθνικής ΄Αμυνας μετά από εισήγηση του οικείου Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων. Με την προκήρυξη καθορίζονται οι ειδικότητες, τα υποβλητέα δικαιολογητικά, ο χρόνος υποβολής τους, ο τρόπος υγειονομικής εξέτασης των υποψηφίων, η συγκρότηση και λειτουργία των εξεταστικών επιτροπών, ο τρόπος κύρωσης των πινάκων επιτυχόντων και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια. 2. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας μετά από εισήγηση του Συμβουλίου Αρχηγών Γενικών Επιτελείων (Σ.Α.Γ.Ε), καθορίζονται τα κριτήρια και η διαδικασία επιλογής των υποψηφίων Επαγγελματιών Οπλιτών”. Τέλος, με τη Φ.415.15/25/644619/12-5-2005 απόφαση του
Υπουργού Εθνικής Άμυνας προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την κατάταξη 2.699 ανδρών και 71 ανδρών-γυναικών επαγγελματιών οπλιτών στα Όπλα - Σώματα του Στρατού Ξηράς για τις ειδικότητες του παραρτήματος "Α", όπου περιγράφονται οι ειδικότητες που κατανέμονται αποκλειστικά στους άνδρες και, αυτές που κατανέμονται σε άνδρες και γυναίκες.
8. Επειδή, στην εισηγητική έκθεση του προαναφερόμενου ν. 2936/2001 διαλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: “Η γεωπολιτική θέση της χώρας στο νέο διεθνές σύστημα του ανταγωνισμού, της ανασφάλειας και της παρατεταμένης ρευστότητας στην περιοχή, σε συνδυασμό με το οξύτατο δημογραφικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει, καθιστά πλέον επιτακτική την ανάγκη αναδιοργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων, η οποία θα αποτελέσει τη βάση της νέας αμυντικής στρατηγικής του 21ου αιώνα με τους παρακάτω στόχους: 1) Ένοπλες Δυνάμεις στον 21ο αιώνα με μεγαλύτερη κινητικότητα, μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα και μικρότερο ποσοτικό όγκο, όσον αφορά την αριθμητική διάσταση. 2) Ολοκληρωμένη επιχειρησιακή ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων, δηλαδή αντιμετώπιση οποιωνδήποτε κρίσεων σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο και στον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο, στον ελάχιστο δυνατό χρόνο.3)..4...)....Η εισαγωγή του θεσμού θα ενδυναμώσει τη μαχητική
ικανότητα των Ενόπλων Δυνάμεων και θα τους δώσει μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα, ταχύτητα και προσαρμοστικότητα στο δυναμικά μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, ενώ παράλληλα θα περιορίσει σημαντικά την εξάρτηση των Ενόπλων Δυνάμεων από την υποχρεωτική στρατολόγηση των νέων....Η καθιέρωση του θεσμού θα δώσει λύσεις και διεξόδους σε βασικές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων και της κοινωνίας όπως:1) Τη δραματική μείωση του αριθμού των στρατευσίμων.
2) Τις απαιτήσεις των προηγμένων οπλικών συστημάτων που διαθέτουν οι τρείς κλάδοι, καθόσον η διάρκεια παραμονής των εφέδρων και ο χρόνος εκπαίδευσης τους δεν επαρκεί για την πλήρη εξειδίκευσή τους. 3) Τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας για χιλιάδες νέους. 4) Την ικανοποίηση ενός πάγιου αιτήματος της νεολαίας για τη μείωση της θητείας....Προσαρμοσμένο στις απαιτήσεις της σύγχρονης εποχής, την εξυπηρέτηση των ατόμων που αφορά, αλλά και της εθνικής άμυνας, το νομοσχέδιο επιχειρεί να καλύψει, χωρίς ευνοιοκρατικές διατάξεις, τις ελλείψεις που υπάρχουν στις Ένοπλες Δυνάμεις σε εξειδικευμένο μόνιμο προσωπικό για το χειρισμό και τη συντήρηση των νέων υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων...Με το άρθρο 1 καθορίζεται ο σκοπός για τον οποίο καθιερώνεται ο νέος θεσμός και προσδιορίζεται ότι οι επαγγελματίες οπλίτες θα προέρχονται από άνδρες....για την κάλυψη επιχειρησιακών ειδικοτήτων, ενώ για τις θέσεις διοικητικής μέριμνας μπορούν να προσλαμβάνονται και γυναίκες”.
9. Επειδή, η προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 1 του ν. 2936/2001, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 του ν. 3036/2002, κατά το μέρος που προβλέπει την κατάταξη των γυναικών στις Ένοπλες Δυνάμεις ως ΕΠ.ΟΠ μόνο σε ειδικότητες διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης και στα κοινά σώματα των Ε.Δ., ενώ τις αποκλείει από τις θέσεις επιχειρησιακών και τεχνικών ειδικοτήτων, τις οποίες κατανέμει αποκειστικά στους άνδρες, θεσπίζει μεν περιορισμό στην πρόσβαση των γυναικών στις αντίστοιχες ειδικότητες, ο οποίος όμως δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, διότι η διάκριση αυτή σε βάρος των γυναικών προβλέπεται από ειδική διάταξη του ν. 2936/01 και προκύπτει σαφώς από τον νόμο αυτό και την εισηγητική του έκθεση, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ότι ο περιορισμός αυτός θεσπίσθηκε με βάση συγκεκριμένο και πρόσφορο κριτήριο, δηλαδή τη φύση της αποστολής των Ενόπλων Δυνάμεων, οι οποίες έχουν αναλάβει την άμυνα της χώρας και την αντιμετώπιση οποιωνδήποτε κρίσεων σε ολόκληρο τον Ελλαδικό χώρο και στον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο. Ειδικότερα, η εισαγωγή του θεσμού των ΕΠ.ΟΠ απέβλεψε, στην ενδυνάμωση της μαχητικής ικανότητας των Ε.Δ. και στην ικανοποίηση του πάγιου αιτήματος της νεολαίας για τη μείωση της στρατιωτικής θητείας, η οποία είναι υποχρεωτική μόνο για τους άνδρες ( αρθρ. 4 παρ. 6 του Συντάγματος και ν. 1763/1988), επιχειρεί δε να καλύψει τις ελλείψεις που υπάρχουν στις Ε.Δ. σε εξειδικευμένο μόνιμο προσωπικό για το χειρισμό και τη συντήρηση των νέων υπερσύγχρονων οπλικών συστημάτων. Επομένως, η απαίτηση του νόμου να στελεχώνονται μόνο από άνδρες οι επιχειρησιακές και τεχνικές ειδικότητες, δικαιολογείται από τη φύση και τις συνθήκες εκπαίδευσης και άσκησης των δραστηριοτήτων αυτών (κάτω από δυσμενείς τοπικές και χρονικές συνθήκες και σε εικοσιτετράωρη βάση), υπό καθεστώς έντασης και βίας, που απαιτούν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, προσωπικό που διαθέτει αυξημένο επίπεδο φυσικής και μυϊκής δύναμης, ιδιαίτερα σωματικά προσόντα, ταχύτητα, αντοχή, υψηλό βαθμό θάρρους και ψυχραιμίας, προσόντα στα οποία, κατά κοινή πείρα, υπερτερούν οι άνδρες έναντι των γυναικών, οι οποίες λόγω των βιολογικών τους διαφορών με τους άνδρες, σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης και τα διδάγματα της κοινής πείρας, δεν μπορούν να ασκούν με αποτελεσματικό τρόπο τις παραπάνω δραστηριότητες, που απαιτούν αυξημένα φυσικά και σωματικά προσόντα, γι΄ αυτό άλλωστε και δεν είναι υποχρεωτική η στράτευσή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 4 του Συντάγματος και τον εκτελεστικό νόμο 1763/1988. Εξάλλου, η διάκριση αυτή του νόμου, η οποία περιορίζεται μόνο στις προαναφερόμενες ειδικότητες, ενώ αντίθετα επιτρέπεται η συμμετοχή των γυναικών, χωρίς κανένα περιορισμό, στις ειδικότητες διοικητικής μέριμνας και υποστήριξης και στα κοινά σώματα των Ε.Δ., για την αποτελεσματική άσκηση των οποίων ο παράγοντας του φύλου δεν ασκεί ιδιαίτερη επιρροή, είναι αναγκαία και πρόσφορη, για την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού της ενδυνάμωσης της μαχητικής ικανότητας των Ε.Δ. Κατά συνέπεια, δεν είναι αντίθετη με τη συνταγματική αρχή της ισότητας η εν λόγω διάκριση σε βάρος των γυναικών.
10. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την αναφερόμενη Φ. 415.15/25/644619/12.5.2005 απόφαση του Υπουργού Εθνικής Αμύνης προκηρύχθηκε διαγωνισμός για την πρόσληψη επαγγελματιών οπλιτών στο Στρατό Ξηράς. Με την προκήρυξη αυτή καθορίσθηκαν και οι ειδικότητες που κατανέμονται αποκλειστικά στους άνδρες και αυτές που κατανέμονται σε άνδρες και γυναίκες. Η αιτούσα, με την αίτηση δήλωση που κατέθεσε με τα δικαιολογητικά της στο στρατολογικό γραφείο Ιωαννίνων, δήλωσε κατά σειρά τις εξής επιχειρησιακές -τεχνικές ειδικότητες α) τεχνικός γραφέας του Σώματος και β) επιτηρητής-επιθεωρητής αγωγού καυσίμων του Σώματος Εφοδιασμού Μεταφορών. Οι θέσεις που αντιστοιχούν στις ειδικότητες αυτές είχαν με την προκήρυξη κατανεμηθεί αποκλειστικά στους άνδρες υποψηφίους. Η επιτροπή ελέγχου δικαιολογητικών, με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη (από 27.5.2005 πίνακας ακαταλλήλων υποψηφίων), απέρριψε την αίτηση συμμετοχής της αιτούσας στο διαγωνισμό, με την αιτιολογία ότι δεν πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις της προκήρυξης, επειδή με την αίτησή της δήλωσε ειδικότητες για θέσεις, των οποίων δικαίωμα διεκδίκησης είχαν μόνο οι άνδρες. ΄Ετσι η αιτούσα αποκλείσθηκε από τις περαιτέρω διαδικασίες του διαγωνισμού (συνέντευξη, υγειονομικές έξετάσεις, αθλητικές και ψυχοτεχνικές δοκιμασίες) και δεν περιελήφθη στον τελικό από 2.11.2005 πίνακα επιτυχόντων και επιλαχόντων ΕΠ.ΟΠ. Τα μόρια που συγκέντρωσαν ο τελευταίος κληθείς για κατάταξη από τον πίνακα επιτυχόντων - επιλαχόντων ανδρών στις δηλωθείσες από την αιτούσα δύο ειδικότητες ανήλθαν σε 578 (τεχνικός γραφέας ΣΥΠ) και 580 (επιτηρητής -επιθεωρητής αγωγού καυσίμων ΣΕΜ). Στα μόρια αυτά περιλαμβάνεται και ο βαθμός της συνέντευξης που πήρε έκαστος υποψήφιος, μόρια που μπορούσαν κατά την προκήρυξη να ανέλθουν μέχρι τα 200. Με την κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως η αιτούσα προβάλλει ότι έπρεπε να καταταγεί ως επιτυχούσα στην πρώτη ειδικότητα που δήλωσε, άλλως στη δεύτερη, σύμφωνα με τα δικαιολογητικά της, δεδομένου ότι ως πτυχιούχος ΑΕΙ θα έπρεπε να μοριοδοτηθεί, σύμφωνα με την προκήρυξη, με 450 μόρια, ενώ από τη συνέντευξη, (από την οποία αποκλείσθηκε παρανόμως, λόγω του ότι η σχετική διάταξη της προκήρυξης που προορίζει τις θέσεις των ανωτέρω ειδικοτήτων μόνο για άνδρες, αποκλείοντας τις γυναίκες είναι αντισυνταγματική), θα μπορούσε να λάβει μέχρι και 200 μόρια.
11. Επειδή η αιτούσα έχει έννομο συμφέρον να προσβάλλει τον πίνακα κατάταξης επιτυχόντων - επιλαχόντων, κατά το μέρος που δεν περιελήφθη σε αυτόν, δεδομένου ότι από τον πίνακα αυτόν κλήθηκαν για κατάταξη στις ειδικότητες που δήλωσε υποψήφιοι με βαθμολογία 578 και 580, βαθμολογία την οποία η αιτούσα ως μοριοδοτούμενη με 450 μόρια, θα μπορούσε να υπερκεράσει, αν ελάμβανε κατά τη συνέντευξη 128 και 130 μονάδες αντίστοιχα (με ανώτατο όριο τις 200), από την οποία όμως συνέντευξη αποκλείσθηκε λόγω της κατ΄ αυτήν αντισυνταγματικής διατάξεως προορισμού των θέσεων για τις ειδικότητες αυτές μόνο για τους άνδρες, κατ΄ αποκλεισμό των γυναικών, λόγω του φύλου τους.
12. Επειδή ο αποκλεισμός της αιτούσης από τον κρίσιμο διαγωνισμό και την κατάταξή της στον πίνακα επιτυχόντων -επιλαχόντων που δήλωσαν την πρώτη και δεύτερη ειδικότητα, τις οποίες δήλωσε και εκείνη με την αίτησή της, στηρίζεται στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 1 του ν. 2936/2001, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 6 του ν. 2936/2002 και τον σχετικό όρο της προκήρυξης που καθόρισε ότι οι προκηρυχθείσες θέσεις για τις ανωτέρω ειδικότητες προορίζονται μόνο για άνδρες. Ο περιορισμός όμως αυτός που θέτουν οι ανωτέρω διατάξεις, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά σε προηγούμενη σκέψη, είναι συνταγματικά ανεκτός. Για το λόγο αυτό, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη η κρινόμενη αίτηση ακυρώσεως, αφού οι προκηρυχθείσες θέσεις για τις ανωτέρω ειδικότητες που δήλωσε η αιτούσα προορίζονταν αποκλειστικά για άνδρες υποψηφίους.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως.