Άρθρο 2 - Αρχές της καλής νομοθέτησης
1. Η ποιότητα των ρυθμίσεων διασφαλίζεται με την τήρηση των αρχών καλής νομοθέτησης, όπως είναι ιδίως:
α. Η αναγκαιότητα.
β. Η αναλογικότητα (καταλληλότητα, εύλογη σχέση μέσου και σκοπού με υιοθέτηση του λιγότερο επαχθούς μέτρου).
γ. Η απλότητα και η σαφήνεια του περιεχομένου των ρυθμίσεων.
δ. Η αποφυγή αποκλινουσών από την κατά περίπτωση γενική πολιτική ή αντιφατικών ρυθμίσεων.
ε. Η αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα με συνεκτίμηση τόσο των θεμελιούντων τη ρύθμιση των οικονομικών και άλλων στοιχείων, όσο και των συνεπειών της ρύθμισης.
στ. Η διαφάνεια.
ζ. Η επικουρικότητα και λογοδοσία με τον προσδιορισμό των αρμόδιων οργάνων εφαρμογής των ρυθμίσεων.
η. Η ασφάλεια δικαίου.
θ. Η προσβασιμότητα στις ρυθμίσεις και με ηλεκτρονικά μέσα.
ι. Η δυνατότητα υποβολής προτάσεων σχετικών με τις ρυθμίσεις κατά το στάδιο της κατάρτισης και της αξιολόγησης της εφαρμογής τους (ανοιχτή διαδικασία).
ια. Η ισότητα των φύλων.
ιβ. Η δημοκρατική νομιμοποίηση.
2. Οι αρχές της καλής νομοθέτησης εφαρμόζονται:
α. κατά την κατάρτιση και αξιολόγηση νόμων και κανονιστικών πράξεων,
β. κατά την απλούστευση, με την τροποποίηση ή κατάργηση διατάξεων, την αναμόρφωση και την κωδικοποίηση, καθώς και κατά την ενσωμάτωση του κοινοτικού δικαίου,
γ. κατά την κατάρτιση προτάσεων νόμου