8) Ενδοοικογενειακή Βία.

Από τη μελέτη των εγγραφών για την ενδοοικογενειακή βία επελέγησαν το Βούλευμα του ΣυμβΠλημμΠρεβ 58/2000 που αφορούσε υπόθεση αιμομιξίας, η με αρ. 1196/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου σχετικά με την ενδοοικογενειακή προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας ανήλικης από τον πατέρα της, η διάταξη – απόφαση του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Σύρου με αρ. 16/2009 που αφορά απόφαση αφαίρεσης γονικής μέριμνας για σωματική και ψυχολογική κακοποίηση ανηλίκου τέκνου, το Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά με αρ. 94/2008 με το οποίο παραπέμφθηκε σύζυγος για σωματική βλάβη σε βάροςτης συζύγου η οποία ήταν δυνατόν να προκαλέσει στο θύμα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη. Επίσης στο υλικό καταγράφεται η Αναφορά του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης με αρ. 1/2009 με θέμα: «Παροχή οδηγιών προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελεία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης για τήρηση ειδικού αρχείου ενδοοικογενειακής βίας».

Το νομολογιακό υλικό για την ενδοοικογενειακή βία είναι πενιχρό διότι αφενός οι υποθέσεις της ενδοοικογενειακής βίας χαρακτηρίζονται από υψηλό αφανή αριθμό της εγκληματικότητας και αφετέρου επειδή ο ειδικός νόμος 3500/06 «Για την αντιμετώπιση της ενδοοικογνειακής βίας και άλλες διατάξεις» μετρά μία μόνον πενταετία εφαρμογής (εφαρμόστηκε μετά την 1/1/1007). Έως τώρα η ενδοοικεγενειακή βία μεταξύ των συζύγων διωκόταν με βάση τις γενικές διατάξεις του ποινικού δικαίου με αποτέλεσμα να μην εγγράφεται ξεχωριστά και ως εκ τούτου, να μην μπορεί να μετρηθεί. 

Οι περισσότερες αποφάσεις και τα βουλεύματα των δικαστηρίων δεν αφορούν υποθέσεις ενδοοικογενειακής βίας μεταξύ των συζύγων ή συντρόφων οι οποίες θα είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για αυτή τη μελέτη.  Με αυτή την έννοια ενδιαφέρον παρουσιάζει  το Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιά με αρ. 94/2008 με το οποίο παραπέμφθηκε σύζυγος για σωματική βλάβη σε βάρος της συζύγου του, η οποία ήταν δυνατόν να προκαλέσει στο θύμα κίνδυνο για τη ζωή του ή βαριά σωματική βλάβη και το οποίο δέχθηκε ότι «…Το πρωί της 5.4.2007 η εγκαλούσα Κ.Σ. προσήλθε στο Αστυνομικό Τμήμα ... και υπέβαλε έγκληση κατά του κατηγορουμένου συζύγου της Π.Σ. αναφέροντας ότι την 3.4.2007 και περί ώρα 19:00, ενώ βρισκόταν μαζί στην οικία τους ... (επί της οδού ...), ξυλοκοπήθηκε αναίτια και άγρια από εκείνον. Ειδικότερα, η εγκαλούσα ανέφερε ότι ο σύζυγος της ήταν αλκοολικός και εμφάνιζε ψυχολογικά προβλήματα, με αποτέλεσμα να βιαιοπραγεί καθημερινά σε βάρος της θεωρώντας την υπαίτια για αυτά, τη δε 3.4.2007 της συμπεριφέρθηκε για τον ίδιο λόγο εξαιρετικά βίαια χτυπώντας τη με τα χέρια και τα πόδια του στο πρόσωπο και το σώμα της επανειλημμένα, για χρονικό διάστημα δύο ωρών. Εκ των χτυπημάτων που δέχθηκε, η εγκαλούσα υπέστη πολλαπλά κατάγματα ζυγωματικού συμπλέγματος αριστερά και εμφάνισε πολλαπλές εκχυμώσεις προσώπου, μώλωπες αριστεράς σιαγόνος, υπόσφαγμα και οίδημα αριστερού οφθαλμού, διπλωπία, και εκτεταμένες εκχυμώσεις αμφοτέρων μηρών. Στην από 22.7.2007 εξέταση της ανέφερε ότι κατά το ξυλοδαρμό της από τον κατηγορούμενο ήταν παρόντα τα τέκνα τους Χ. και Μ., ετών 18 και 12 αντίστοιχα, εξακολουθούσε δε και τότε να επιθυμεί την ποινική του δίωξη. Ο κατηγορούμενος εξεταζόμενος χωρίς όρκο την 22.7.2007, κατά την οποία (ημερομηνία) δήλωσε ως κατοικία την ίδια κατοικία με τη σύζυγο του, δέχθηκε ότι χτύπησε την τελευταία, αλλά ανέφερε ότι ωθήθηκε από την προηγούμενη συμπεριφορά της, διότι εκείνη "έπινε", εξύβρισε τότε αυτόν και τους συγγενείς του και του επιτέθηκε κρατώντας μαχαίρι. Πέραν αυτών, ο κατηγορούμενος δήλωσε μετανιωμένος για τις πράξεις του. Στην από 4.10.2007 ανακριτική κατάθεση της η εγκαλούσα παραδέχθηκε μόνο ότι εξύβρισε τον κατηγορούμενο την 3.4.2007 και ότι αντιμετώπιζε και η ίδια πρόβλημα αλκοολισμού, δήλωσε δε ότι η αιτία του ξυλοδαρμού της ήταν οι εκκλήσεις της προς εκείνον για να εργασθεί και για να μη στρέφει τα εννέα τέκνα τους εναντίον της. Εξάλλου, παρότι ανέφερε ότι ο σύζυγος της ήθελε να την "ξεμπερδέψει" όταν τη χτυπούσε, δήλωσε ότι δεν ήθελε να οδηγηθεί στη φυλακή. Στην από 4.10.2007 κατάθεση του ο υιός τους Χ.Σ. (συγκάτοικων με την εγκαλούσα) ανέφερε ότι και οι δύο γονείς του "έπιναν" και ότι η εγκαλούσα εμφάνιζε επιθετική συμπεριφορά απέναντι στον πατέρα του, όταν κατανάλωνε οινοπνευματώδη ποτά. Όμοια ήταν και η από 22.10.2007 κατάθεση του Κ.Σ., ετέρου υιού του κατηγορουμένου και της εγκαλούσας. Αυτός ανέφερε επίσης ότι από τον Ιούλιο του 2007 και μετά οι γονείς του συγκατοικούσαν ξανά και ότι από τον Απρίλιο του ιδίου έτους δεν είχαν ξανατσακωθεί. Τέλος, ο κατηγορούμενος στην ανακριτική του απολογία δήλωσε μετανοιωμένος και ομολόγησε ότι χτύπησε τη σύζυγο του προκληθείς από εκείνη.

Παρότι εμφανίζει (ο κατηγορούμενος) ψυχικά και σωματικά προβλήματα (καταθλιπτική συνδρομή και κρίσεις επιληψίας) προερχόμενα από κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, που υπέστη σε τροχαίο ατύχημα προ 13ετίας, είναι και σήμερα ικανός να εργασθεί (βλ. την από 24.12.2007 αίτησή του για αντικατάσταση της προσωρινής του κρατήσεως με περιοριστικούς όρους). Ενόψει και αυτού του γεγονότος, αλλά και της ανυπαρξίας άλλων στοιχείων, που να καταδεικνύουν ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί τι έπραττε την 3.4.2007, μπορεί ασφαλώς να υποστηριχθεί βασίμως ότι γνώριζε και ήθελε να προκαλέσει στη σύζυγο του σωματικές κακώσεις. Εξάλλου, η σοβαρότητα και η πολλαπλότητα τους είναι τέτοια, που αποκλείει την πρόκληση τους από μία μόνο ή λίγες επιθετικές του κινήσεις. Ο κατηγορούμενος χτύπησε επανειλημμένα τη σύζυγο του. Παρά τη σοβαρότητα όμως των τραυμάτων της εγκαλούσας, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί η σωματική της βλάβη ως βαριά. Ειδικότερα,η ζωή της εγκαλούσας δεν κινδύνεψε, αφού μάλιστα η ίδια δεν θεώρησε αναγκαία την εισαγωγή της στο νοσοκομείο "Ευαγγελισμός" (βλ. το από 4.5.2007 ιατρικό πιστοποιητικό). Εξάλλου, το χρονικό διάστημα των (30) ημερών από την 16.4.2007, κατά το οποίο η παθούσα έπρεπε να απόσχει από τις ασχολίες της σύμφωνα με τον Ιατροδικαστή (βλ. την από 16.4.2007 ιατροδικαστική έκθεση), δηλαδή των (43) ημερών από την ημέρα του συμβάντος, δεν κρίνεται ιδιαίτερα μεγάλο (δεν συνιστά "πολύ χρόνο" κατά το άρθρο 310 παρ. 2 ΠΚ), διότι σε αυτή την περίπτωση η έννοια της βαριάς σωματικής βλάβης θα διευρυνόταν ανεπίτρεπτα (αφού ο χρόνος αυτός πρέπει να είναι ανάλογος σε σημασία με τον κίνδυνο ζωής, τη βαριά αρρώστια και το σοβαρό ακρωτηριασμό). Η εγκαλούσα ανέφερε μάλιστα στην από 26.10.2007 "υπεύθυνη" δήλωση της ότι εξακολουθούσε (και ήταν ικανή) να εργάζεται. Οι καλές σχέσεις της με τον κατηγορούμενο, όπως περιγράφονται σ` αυτή τη δήλωση της (κατόπιν της προφυλακίσεώς του βέβαια), την "εμποδίζουν" ουσιαστικώς να περιγράψει λεπτομερώς τις δυσκολίες, που ενδεχομένως της εμφανίσθηκαν στην καθημερινότητα της λόγω των τραυμάτων της.[1]

Για το λόγο αυτό, παρότι ο κατηγορούμενος επεδίωκε το αποτέλεσμα που προκάλεσε, δεν προξένησε βαριά σωματική βλάβη στη σύζυγό του. Ενήργησε όμως κατά τρόπο, που μπορούσε να προκαλέσει στην παθούσα κίνδυνο για βαριά σωματική της βλάβη, αφού τη χτύπησε επανειλημμένα και με σφοδρότητα σε ευπαθές σημείο του σώματος της. Συνακόλουθα, υπαρχουσών σοβαρών ενδείξεων ενοχής του για την πράξη αυτή, που προβλέπεται και τιμωρείται από τις διατάξεις των άρθρων 1,14,26, 27, 51, 53,61, 63,64,79, 308 παρ. 1α` ΠΚ, 1, παρ. 1,2α`, 2,6 παρ. 1,2α` Ν 3500/2006, στην οποία μπορεί επιτρεπτώς και πρέπει να μεταβληθεί η αρχική κατηγορία (ΑΠ 1485/2003 ΠοινΧρ 2004,425), πρέπει το Συμβούλιο σας να τον παραπέμψει στο ακροατήριο του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά για να δικασθεί (άρθρα 1β`, 5,112,119 παρ. 1, 309 παρ. 1ε`, 313 ΚΠΔ)».

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η με αρ. 1/2009 Αναφορά του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης με θέμα: «Παροχή οδηγιών προς τον Διευθύνοντα την Εισαγγελεία Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης για τήρηση ειδικού αρχείου Ενδοοικογενειακής βίας» για τις περιπτώσεις της ποινικής διαμεσολάβησης. Ειδικότερα επισημαίνεται η παραπομπή των δραστών στο Εθνικό Κέντρο Κοινωνικής Αλληλεγγύης (ΕΚΚΑ), η τήρηση ειδικού αρχείου και η επισύναψη στο φάκελο δικογραφίας που τηρείται στο Ειδικό Αρχείο του σχετικού πιστοποιητικού παρακολούθησης του θεραπευτικού - συμβουλευτικού προγράμματος.

Από την ανάγνωση του πενιχρού νομολογιακού υλικού που αφορά το έγκλημα της ενδοοικογενειακής βίας διαπιστώνεται ότι χρειάζεται να γίνουν ακόμη σημαντικά βήματα στην παρακολούθηση του φαινομένου και στην αξιολόγηση της εφαρμογής του ισχύοντος νομικού πλαισίου.