7) Τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης 304 Π.Κ.
Από τη μελέτη του νομολογιακού υλικού συμπεραίνεται ότι οι περισσότερες υποθέσεις με δικαστικό ενδιαφέρον για το έγκλημα της τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης αφορούν ιατρούς οι οποίοι ενήργησαν σε ιδιωτικά θεραπευτήρια αμβλώσεις. Τα θύματα είναι νεαρές, στην πλειονότητά τους ανήλικες και κυρίως άγαμες, γυναίκες οι οποίες υπό την πίεση των κοινωνικών συνθηκών προσέφυγαν στην άμβλωση. Για αυτό αναδεικνύεται ανάγλυφα το ζήτημα της συναίνεσης της εγκύου στην άμβλωση δεδομένου ότι αυτό σε πολλές περιπτώσεις αποτελεί το κύριο ζήτημα της δικαστικής διερεύνησης.
Το νομολογιακό υλικό αρθρώνεται σε τέσσερις βασικούς άξονες:
α) Η συναίνεση της εγκύου. Η συναίνεση της εγκύου που απαιτείται ρητά από το άρθρο 304 του Π.Κ εκφράζει το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και την ελευθερία της βούλησης της γυναίκας να αποφασίζει για τον εαυτό της. Ο νομοθέτης τιμωρεί μόνον την ανεπίτρεπτη άμβλωση εκείνη δηλαδή που γίνεται εκτός των 12 εβδομάδων κύησης. Σε πολλές περιπτώσεις, βεβαίως, η συναίνεση είναι προϊόν της κοινωνικής απαξίας και ηθικών πιέσεων που ασκούνται στην έγκυο γυναίκα.
β) Η συναίνεση της ανήλικης εγκύου και πώς εξασφαλίζεται. Για τη διακοπή της εγκυμοσύνης απαιτείται σαφής και ισχυρή συναίνεση της εγκύου. Η συναίνεση αυτή στις περιπτώσεις των ανηλίκων εγκύων δίνεται από το γονέα ή κηδεμόνα της εγκύου σύμφωνα με το άρθρο 304 παρ. 5. Όμως, σε πολλές περιπτώσεις δε φαίνεται η ανήλικη έγκυος να συμφωνεί με τη «συναίνεση» των γονέων της για την τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης του εμβρύου που κυοφορεί. Ίσως, σε περιπτώσεις που η ανήλικη είναι ώριμη να αποφασίσει, θα πρέπει να λαμβάνεται σοβαρά υπόψη η άποψή της. Εξάλλου η θεωρία δέχεται ότι «σοβαρή είναι η συναίνεση που δίδεται από κάποιον έχοντας επίγνωση της πραγματικότητας και η συναίνεσή του ανταποκρίνεται στην αληθινή του βούληση» (Α. Συκιώτου, 2009, 170). Ενδεικτικό για τη συναίνεση της ανήλικης εγκύου και τον τρόπο με τον οποίο εκμαιεύεται ή ερμηνεύεται είναι το με αρ. 3481/1996 Βούλευμα ΣυμβΠλημμΑθήνας χαρακτηριστικό απόσπασμα του οποίου έχει ως εξής: «….Τελικώς αντιλήφθηκε κατά μήνα Ιανουάριο 1994 ότι είναι έγκυος. Το γεγονός πληροφορήθηκαν οι γονείς της ανήλικης, οι οποίοι προσπάθησαν να την πείσουν να διακόψει την εγκυμοσύνη της, αντιδρώντας στη σκέψη πιθανού γάμου της κόρης τους και να συνεχίσει τις σπουδές της. Απομάκρυναν την ανήλικη από τη Θήβα μεταφέροντάς την στην Αθήνα στο σπίτι της αδελφής του πατέρα της Π.Ε., συνεχίζοντας να συμβουλεύουν αυτήν να εγκαταλείψει τα σχέδια της περί γάμου και να διακόψει την εγκυμοσύνη της. Η ίδια ισχυρίζεται ότι την πίεζαν απειλώντας την ότι θα βάλουν τον Θ. φυλακή, αφού ήδη είχε ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για εκούσια απαγωγή. Τελικώς κατά τα τέλη Μαρτίου 1994 επισκέφτηκαν τον γυναικολόγο, α` κατηγορούμενο, ο οποίος αφού εξέτασε την ανήλικη διαπίστωσε την εγκυμοσύνη της και της συνέστησε να σκεφθεί τι θέλει να κάνει και μόλις αποφασίσει να του τηλεφωνήσει. Πράγματι μετά λίγες ημέρες η θεία της ανήλικης έκλεισε ραντεβού με τον γυναικολόγο και στις 30-3- 94 προσήλθε η ανήλικη στο μαιευτήριο, χωρίς να δηλώσει οτι αρνείται να υποστεί την επέμβαση και με τη φανερή συναίνεσή της έγινε θεραπευτική απόξεση, εντός της προβλεπομένης προθεσμίας των 12 εβδομάδων και με τους επιβαλλόμενους ιατρικούς κανόνες. Εκ των υστέρων η ανήλικη παραπονείται ότι η συναίνεση αυτή δεν ήταν προιον της ελεύθερης βούλησής της, αλλά επήλθε κατόπιν πιέσεων του πατέρα της και του συγγενικού της περιβάλλοντος και του φόβου που προξενήθηκε σ` αυτήν από τις απειλές κατά του Θ. Ακόμη και στην περίπτωση που οι ισχυρισμοί της ανήλικης είναι αληθείς, δεν βεβαιώνεται από κάποιο στοιχείο, ούτε από την ίδια, ότι τους ενδοιασμούς της αυτούς εκδήλωσε στον γυναικολόγο, ο οποίος προέβη στην άμβλωση, έχοντας την συναίνεση της ανήλικης και του πατέρα της, β` κατηγορουμένου. Εξ άλλου η συμπεριφορά του πατέρα, προερχομένη από το πατρικό του ενδιαφέρον και την ελπίδα ενός καλύτερου μέλλοντος για το παιδί του, δεν κρίνεται ότι ενείχε δόλο βίαιης και απειλητικής εκμαίευσης της συναίνεσης της ανήλικης, γεγονός που και αν ακόμη συνέβη δεν υπέπεσε στην αντίληψη του μαιευτήρα γυναικολόγου, ο οποίος δικαιαλογημένα εξέλαβε την συναίνεση τόσο της ανήλικης όσο και του πατέρα της ως σοβαρή και αβίαστη.
γ) Η άμβλωση για λόγους ευγονικής. Τελευταία και μετά την ανάπτυξη της ευγονικής συχνές είναι οι υποθέσεις που απασχολούν τα δικαστήρια για τεχνητές διακοπές κυήσεων για λόγους ευγονικής. Με την με αρ. 1845/2006 απόφαση του ο Άρειος Πάγος καταδίκασε μαιευτήρα – γυναικολόγο ο οποίος, διέκοψε ανεπίτρεπτα την εγκυμοσύνη της εγκύου, δεύτερης κατηγορουμένης, με τη συναίνεση της, η οποία είχε συμπληρώσει δέκα έξι εβδομάδες κυήσεως, αν και δεν υπήρχαν ενδείξεις σοβαρής ανωμαλίας του εμβρύου, που επάγονται τη γέννηση παθολογικού νεογνού, ούτε υπήρχε αναπότρεπτος κίνδυνος για τη ζωή τής ανωτέρω εγκύου ή κίνδυνος σοβαρής και διαρκούς βλάβης της σωματικής ή ψυχικής υγείας της, η δε εγκυμοσύνη δεν ήταν αποτέλεσμα βιασμού ή άλλης παράνομης πράξης.
Αντίστοιχου περιεχομένου είναι και οι αποφάσεις με αρ. 226/2009 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Χανίων και 544/2006 του Εφετείου Λάρισας που κρίνουν την αστική ευθύνη των ιατρών για την αποζημίωση των θυμάτων.
δ) Η τήρηση των ιατρικών κανόνων για τη διασφάλιση της υγείας των εγκύων που υποβάλλονται σε τεχνητή διακοπή της εγκυμοσύνης.Ο νόμος δεν ορίζει τα μέσα της άμβλωσης, αλλά αυτά θα πρέπει να είναι τα ενδεδειγμένα για κάθε περίπτωση και να μη θέτουν σε κίνδυνο την υγεία της εγκύου. Για παράδειγμα, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Καβάλας με τη με αρ. 15/2002 απόφασή του καταδίκασε ιατρό για ανεπίτρεπτη διακοπή της εγκυμοσύνης, η οποία συνέβη στο ιδιωτικό του ιατρείο χωρίς τα κατάλληλα μέσα και όχι σε οργανωμένη νοσηλευτική μονάδα και χωρίς να προηγηθούν οι αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις με αποτέλεσμα την πρόκληση θανάτου της εγκύου. Ομοίως καταδίκασε τον αναισθησιολόγο για άμεση συνδρομή. Για την προστασία της εγκύου στις περιπτώσεις της τεχνητής διακοπής της εγκυμοσύνης χρειάζεται να θεσμοθετηθεί η κάλυψη του κόστους της νόμιμης διακοπής της εγκυμοσύνης από τα Ασφαλιστικά ταμεία που δεν προβλέπται σήμερα.