12) Σεξουαλική παρενόχληση στο χώρο εργασίας.

Ο Ν. 3896/ 2010 «Εναρμόνιση της κειμένης νομοθεσίας με την Οδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και άλλες συναφείς διατάξεις» προβλέπει ότι στο άρθρο 337 του Ποινικού Κώδικα προστίθεται παράγραφος 5 ως εξής: «Όποιος τελεί την πράξη της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού, εκμεταλλευόμενος την εργασιακή θέση του παθόντος ή τη θέση προσώπου που έχει ενταχθεί σε διαδικασία αναζήτησης θέσης εργασίας διώκεται κατ΄έγκληση και τιμωρείται με φυλάκιση από έξι (6) μήνες μέχρι τρία (3) έτη και με χρηματική ποινή τουλάχιστον χιλίων (1.000) ευρώ».

Συνεπώς, η «σεξουαλική παρενόχληση» ενσωματώθηκε στον Ποινικό Κώδικα στη νέα παράγραφο 5 του άρθρου 337 η οποία προστέθηκε με το Ν. 3896/2010. Για την τέλεση του εγκλήματος της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας απαιτείται να συντρέξουν οι εξής προϋποθέσεις:

α) ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις,

β) βάναυση προσβολή, δηλαδή με ιδιαίτερα αγενή τρόπο, της αξιοπρέπειας του θύματος στο επίπεδο της γενετήσιας ζωής του και

γ) εκμετάλλευση εκ μέρους του δράστη της εργασιακής θέσης του παθόντος ή της θέσης προσώπου που έχει ενταχθεί σε διαδικασία αναζήτησης θέσης εργασίας.

Η νέα ρύθμιση της σεξουαλικής παρενόχλησης με τη συμπερίληψη νέας παραγράφου 5 στο άρθρο 337 του Ποινικού Κώδικα εξακολουθεί να δημιουργεί προβληματισμό στα εξής σημεία ως προς την αντιμετώπιση του εγκλήματος της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας:

1. Δε ρυθμίζει τις συχνότερες μορφές σεξουαλικής παρενόχλησης όπως την πρόταση για ασελγείς χειρονομίες η οποία δεν υπάγεται στο αρ. 337 παρ. 5  Π.Κ

2. Δεν τιμωρεί τις ασελγείς πράξεις οι οποίες τελούνται με κατάχρηση εξουσίας είτε με τη  μορφή της υπηρεσιακής σχέσης εξάρτησης είτε της ανάγκης για εύρεση εργασίας και οι οποίες σήμερα υπάγονται στα άρθρα 347 (παρά φύση ασέλγεια μεταξύ ανδρών) και 343 ΠΚ (ασέλγεια με κατάχρηση εξουσίας στα πλαίσια δημοσιοϋπαλληλικής σχέσης)

3. Προϋποθέτει «βάναυση» προσβολή της αξιοπρέπειας του θύματος κριτήριο αόριστο και γενικό το οποίο παραπέμπει σε προσωπικές αξιολογήσεις.

Το νομολογιακό υλικό για το έγκλημα της σεξουαλικής παρενόχλησης στο χώρο εργασίας αποτελείται από τρεις ουσιαστικά αποφάσεις. Συγκεκριμένα τη με αρ. 844/2001 απόφαση του Αρείου Πάγου που αφορά μετατροπή της κατηγορίας από σεξουαλική παρενόχληση σε εξύβριση διότι δεν αιτιολογήθηκε το «βάναυσο» της συμπεριφοράς του κατηγορουμένου που απαιτείται από το νόμο, τη με αρ. ΑΠ 20/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου που αφορά καταδίκη για προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας για ασελγείς χειρονομίες μεταξύ ανδρών που βρίσκονται στο στρατό και τη με αρ. 1546/2011 απόφαση του Αρείου Πάγου που αφορά προσβολή γενετήσιας αξιοπρέπειας ανδρός που τελέσθηκε με την αποστολή γραπτών μηνυμάτων στο κινητό τηλέφωνο.

Εν κατακλείδι, από τη μελέτη του νομολογιακού υλικού προκύπτει ότι η γυναίκα εμφανίζεται στις αποφάσεις και τα βουλεύματα των ποινικών μας δικαστηρίων περισσότερο ως θύμα και λιγότερο ως δράστης. Ως εκ τούτου, υπάρχει ανάγκη ενημέρωσης των εφαρμοστών του δικαίου αφενός σε θέματα ισότητας αφετέρου σε ζητήματα θυματολογίας και ειδικότερα θυματοποίησης γυναικών.

Προτείνεται, λοιπόν, να εμπλουτιστεί το πρόγραμμα σπουδών τόσο των Νομικών μας Σχολών όσο και της Εθνικής Σχολής Δικαστών με μαθήματα θυματολογίας γυναικών και έμφυλης εγκληματικότητας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από την ανάγνωση του νομολογιακού υλικού συμπεραίνεται ότι υπάρχουν διατάξεις του Ποινικού Κώδικα οι οποίες θα πρέπει άμεσα να καταργηθούν διότι έχουν ήδη καταργηθεί στην εφαρμογή τους. Για παράδειγμα, το έγκλημα της απατηλής επίτευξης συνουσίας που προβλέπεται στο αρ. 341 του Ποινικού μας Κώδικα αποτελεί μία ξεπερασμένη διάταξη η οποία πλέον δεν εφαρμόζεται. Στην αναζήτηση του νομολογιακού υλικού προέκυψαν δύο εγγραφές για το έγκλημα της απατηλής επίτευξης συνουσίας. Συγκεκριμένα το με αρ. 89/1951 Βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πατρών και η νεότερη μεν απόφαση του Αρείου Πάγου 334/1979 που ήδη μετρά τριάντα χρόνια από την έκδοσή της. Αναδεικνύεται ανάγλυφα ότι πλέον το άρθρο 341 του Ποινικού μας Δικαίου απλά κοσμεί τον Ποινικό μας Κώδικα χωρίς να έχει καμία απολύτως χρηστικότητα.

Εκτός όμως από τις διατάξεις οι οποίες πλέον δεν έχουν καμία εφαρμογή, υπάρχουν και διατάξεις οι οποίες θα πρέπει να αναμορφωθούν προκειμένου να ανταποκρίνονται στη νέα κοινωνική πραγματικότητα. Από το νομολογιακό υλικό προέκυψε ότι το έγκλημα της εκμετάλλευσης της πόρνης βαυκαλίζει ακόμη την έννοια του ανδρισμού εκκινώντας από την παραδοχή ότι ο ανδρισμός θίγεται εφόσον συντηρείται από τα πορνικά κέρδη.

Δεν θα πρέπει να παραγνωριστεί ότι ήδη έχει συντελεστεί μία μεγάλη αλλαγή του νομικού μας πλαισίου που αφορά εγκλήματα με έμφυλη σημαντικότητα. Για παράδειγμα, το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τα εγκλήματα της ενδοοικογενειακής βίας (Ν. 3500/06), αλλά και της σωματεμπορίας έχει αλλάξει την τελευταία δεκαετία (Ν. 3064/2002). Ως εκ τούτου, το νομολογιακό υλικό δεν είναι πλούσιο με βάση το νέο αυτό νομικό πλαίσιο έτσι ώστε να εκτιμηθούν οι μετατοπίσεις που, ενδεχομένως, έχουν συντελεστεί σε επίπεδο συλλογικού ασυνειδήτου. Όμως, η αλλαγή αυτή του νομικού πλαισίου έχει μία σημαντική συμβολική διάσταση η αξία της οποίας ήδη είναι κεφαλαιώδους σημασίας. Γιατί από τη μελέτη των δικαστικών αποφάσεων αναδεικνύεται με ανησυχητικό τρόπο η ευάλωτη θέση των γυναικών θυμάτων βίας. Οι περισσότερες αποφάσεις που αφορούν τα σοβαρότερα εγκλήματα, όπως το βιασμό και τη σωματεμπορία, δείχνουν ότι αυτά συρρέουν είτε μεταξύ τους είτε με άλλα εγκλήματα ιδιαίτερης ποινικής σοβαρότητας. Πολλές είναι οι ακραίες συμπεριφορές σε βάρος των γυναικών και πολλές φορές το αποτέλεσμα αυτών έχει μοιραία αποτελέσματα για τα θύματα. Οι ανθρωποκτονίες των γυναικών είναι συχνά το αποτέλεσμα των εγκλημάτων του βιασμού, της σωματεμπορίας και της ενδοοικογενειακής βίας.

Ως εκ τούτου, για τις περιπτώσεις αυτών των εγκλημάτων, ιδιαίτερα δε για τα εγκλήματα της σωματεμπορίας και της ενδοοικογενειακής βίας, που ρυθμίζονται από σύγχρονες νομικές διατάξεις, θα ήταν χρήσιμο να δημιουργηθούν δομές ή παρατηρητήρια παρακολούθησης της πορείας των υποθέσεων, προκειμένου να υπάρχει ανατροφοδότηση για την ορθή και αποτελεσματική εφαρμογή του νομικού μας πλαισίου.


[1] Ιδιαίτερα θα πρέπει να υπογραμμιστούν τα σημεία της απόφασης που αφορούν την δημοσιοποίηση του συμβάντος της ενδοοικογενειακής βίας. Είναι γνωστό θεωρητικά ότι τα θύματα ενδοοικογενειακής σπάνια καταγγέλουν τα βίαια περιστατικά που τους συμβαίνουν για αυτό και δεν προσφεύγουν στις αρμόδιες υπηρεσίες (Ιατρεία, Ιατροδικαστική υπηρεσία) λόγω του μεγάλου συναισθηματικού δεσμού τους με το δράστη. Ως  εκ τούτου η αιτιολογία της απόφασης στην ουσία αποτελεί τη φαινομενολογία του περιστατικού της ενδοοικογενειακής βίας που θα μπορούσε και θα έπρεπε να θεμελιώσει τη βαριά σωματική βλάβη. Αντιθέτως, αυτή η επιχειρηματολογία του θύματος αξιοποιήθηκε για τη θελεμελίωση των ελαφρυντικών λόων του κατηγορουμένου –δράστη.