ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΙΣΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΦΥΛΩΝ

http://nomothesia.isotita.gr/
Εκτύπωση
Έτος
1999
Νόμος / διάταξη που αφορά
Άρθρο 36 ΚΠΣΣ
Αντικείμενο/ Βασικοί Ωφελούμενοι
Αγωνιστές Εθνικής Αντίστασης

 

Δικαίωμα πολεμικής συντάξεως από το δημόσιο ταμείο έχουν και τα μέλη της πατρικής οικογένειας αγάμου αγωνιστή της εθνικής αντίστασης, που σκοτώθηκε κατά την διάρκεια της υπηρεσίας του στην εθνική αντίσταση και εξ αιτίας της δράσεώς του σ` αυτήν. Κρίνεται ως αντίθετη προς την διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 και 2 του Συντάγματος η διάταξη του άρθρου 36 του κώδικα πολεμικών συντάξεων, καθ` όσον θέτει πρόσθετους δυσμενέστερους όρους για την συνταξιοδότηση αδελφού φονευθέντος αγωνιστή εθνικής αντιστάσεως, πέραν και επί πλέον των αντίστοιχων όρων που τίθενται από τον ίδιο νόμο για την συνταξιοδότηση της αδελφής αυτού.

Ελ.Σ. 650/1999 (Ολομέλεια) Πρόεδρος: ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΜΠΟΤΣΟΣ Εισηγητής: Γ. ΣΧΟΙΝΙΩΤΑΚΗΣ Γεν. Επίτροπος: Ν. ΚΟΚΚΙΝΑΤΟΣ Απόσπασμα : ..................................................... Επειδή, η κρινόμενη αίτηση, με την οποία ζητείται η αναίρεση της 1974/96 αποφάσεως του ΙΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, τηρήθηκε η νόμιμη προδικασία και δεν απαιτείται η καταβολή τελών συζητήσεως και παραβόλου, γιατί αφορά υπόθεση πολεμικής σύνταξης (άρθρ. 121 του Π.Δ. 1285/81), πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της. Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 9 περ. β` και 10 του Ν 1543/1985 και 36 παρ. 1 περ. β` του Π.Δ 1285/1981 (Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων) προκύπτει ότι, δικαίωμα πολεμικής σύνταξης από το δημόσιο ταμείο έχουν και τα μέλη της ιατρικής οικογένειας άγαμου αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Εθνική Αντίσταση και εξαιτίας της δράσης του σ` αυτή. Ειδικότερα όταν οι γονείς του άγαμου αγωνιστή δεν βρίσκονται στη ζωή, σύνταξη δικαιούνται οι άγαμες αδελφές και οι άγαμοι αδελφοί του, εφόσον κατά το χρόνο του θανάτου του αδελφού τους οι τελευταίοι (αδελφοί αυτού) ήταν ανήλικοι ή ενήλικοι αλλά ανίκανοι για την άσκηση οιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος. Οι μεταγενέστερα ενηλικιούμενοι άγαμοι αδελφοί αυτού δικαιούνται την εν λόγω σύνταξη εφόσον κατά το χρόνο της ενηλικίωσής τους ήταν ανίκανοι για την άσκηση οιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος και η ανικανότητα αυτή βεβαιώνεται με γνωμάτευση της Ανωτάτης του Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής, που αν είναι ομόφωνη και επαρκώς αιτιολογημένη δεσμεύει τα αποφασίζοντα ή δικαιοδοτούντα όργανα. Τουτέστιν για τη συνταξιοδότηση του αδελφού θεσπίζεται πρόσθετη προϋπόθεση, πέραν της αγαμίας που απαιτείται τόσο για την αδελφή όσο και για τον αδελφό του φονευθέντος αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στην Εθνική Αντίσταση και εξαιτίας της δράσης του σ` αυτή, απαιτείται δηλαδή όπως ο αιτούμενος τη συνταξιοδότησή του, εξ αυτής της αιτίας, αδελφός είναι ανίκανος προς άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος, κατά τον άνω κρίσιμο χρόνο. Εξάλλου, το ισχύον Σύνταγμα ορίζει στο μεν άρθρο 4 παρ. 1 και 2, ότι οι Ελληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και ότι οι Ελληνες και Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις, στο δε άρθρο 116 παρ. 1 και 2, ότι διατάξεις υφιστάμενες που είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παρ. 2 εξακολουθούν να ισχύουν ώσπου να καταργηθούν με νόμο, το αργότερο έως την 31η Δεκεμβρίου 1982 και ότι αποκλίσεις από τους ορισμούς της παρ. 2 του άρθρου 4 επιτρέπονται μόνο για σοβαρούς λόγους, στις περιπτώσεις που ορίζει ειδικά ο νόμος. Με την προεκτεθείσα διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 4 του Συντάγματος η οποία αποτελεί ειδικότερη εκδήλωση της κατά την παρ. 1 του ίδιου άρθρου γενικής αρχής της ισότητας στον τομέα της κοινωνικής θέσεως και της νομικής αντιμετωπίσεως των σχέσεων των δύο φύλων, αφενός μεν απαγορεύεται η δημιουργία άνισων καταστάσεων και η διαφοροποίηση του περιεχομένου των επί μέρους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των πολιτών, τόσο μεταξύ τους όσο και απέναντι της Πολιτείας, βάσει της διαφοράς του φύλου, αφετέρου δε επιβάλλεται η παροχή ίσων δυνατοτήτων και ευκαιριών στα δύο φύλα. Αποκλίσεις από την αρχή της ισότητας των δύο φύλων είναι θεμιτές μόνο εφόσον τίθενται ευθέως ή προβλέπονται συγκεκριμένως από ειδική διάταξη τυπικού νόμου και δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους, που αναφέρονται είτε στην ανάγκη μεγαλύτερης προστασίας της γυναίκας, ευρισκομένης σε συνθήκες και καταστάσεις εξαιρετικές, όπως στα θέματα μητρότητας, ανήλικων τέκνων, οικογένειας (άρθρ. 21 παρ. 1 Συντάγματος), είτε σε καθαρώς βιολογικές διαφορές που επιβάλλουν τη λήψη ιδιαίτερων μέτρων ή τη διάφορη μεταχείριση ενόψει του αντικειμένου της ρυθμιζόμενης σχέσεως, πάντοτε δε εντός των ακραίων ορίων, πέρα από τα οποία η ρύθμιση αυτή αντίκειται στο κοινό περί δικαίου αίσθημα. Τέλος, ως ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου νοείται και η ισότητα του νόμου ενώπιον των Ελλήνων. Ετσι, δεσμεύεται και ο νομοθέτης, ο οποίος κατά τη ρύθμιση ουσιωδώς όμοιων πραγμάτων, σχέσεων ή καταστάσεων και κατηγοριών προσώπων δεν δύναται να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας εν γένει διακρίσεις, αλλά να προβαίνει σε ισόνομη ρύθμιση των ομοίων, εκτός αν η διαφορετική τους ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη γιατί επιβάλλεται από λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται στον έλεγχο των δικαστηρίων (άρθρ. 93 παρ. 4 του Συντάγματος). Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η θέσπιση πρόσθετων όρων για τη συνταξιοδότηση του αδελφού φονευθέντος αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης πέρα από εκείνες που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση της αδελφής αντίκειται στην αρχή της ισότητας των δύο φύλων, που καθιερώνει το άρθρο 4 παρ. 2 του Συντάγματος, και είναι ανίσχυρη, διότι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ως θεμιτή απόκλιση κατά το άρθρο 116 παρ. 2 του Συντάγματος. Για τους ίδιους λόγους δεν μπορεί να θεωρηθεί ισχύουσα μετά την 1.1.1983 οποιαδήποτε προϋπάρχουσα διάταξη θεσπίζουσα παρόμοια αδικαιολόγητη διάκριση, Επομένως, η προπαρατεθείσα διάταξη της παρ. 1 περ. β` του άρθρου 36 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων (Π.Δ. 1285/1981) κατά το μέρος εκείνο που θεσπίζει πρόσθετες προϋποθέσεις για τη συνταξιοδότηση του αδελφού του φονευθέντος αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, υπό τις άνω συνθήκες, πέρα από εκείνες που απαιτούνται για τη συνταξιοδότηση της αδελφής, οι οποίες αναφέρονται στη συνδρομή πλέον της αγαμίας και ανικανότητας προς άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος, εισάγει ανεπίτρεπτη ανισότητα για τους αδελφούς, γεγονός που καθιστά αυτήν αντισυνταγματική και ως εκ τούτου ανεφάρμοστη. Ο νομοθέτης υποχρεούτο να συμμορφωθεί προς την άνω αρχή της ισότητας, όταν θέσπισε το Ν. 1543/1985, και έπρεπε, αντί της δια του άρθρου 10 του νόμου τούτου παραπομπής, στην κατά τ` ανωτέρω, αντισυνταγματική διάταξη, να προβεί σε σύμφωνη προς το Σύνταγμα ρύθμιση, γι` αυτό είναι ανεφάρμοστη η διάταξη του άρθρου 36 παρ. 1 περ. β` του Π.Δ. 1285/1981. Τη θέση της διατάξεως αυτής, που περιαιρείται ως αντίθετη προς τη συνταγματική αρχή της ισότητας των φύλων, καταλαμβάνει η απομένουσα ευνοϊκότερη ρύθμιση, που αφορά στη συνταξιοδότηση της αδελφής του φονευθέντος, κατά τ` ανωτέρω, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης, η οποία έτσι επεκτείνεται και υπέρ της κατηγορίας των αδελφών που έχουν υποβληθεί στο προαναφερόμενο δυσμενέστερο καθεστώς. Σ` αυτά πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι ο νομοθέτης, καθυστερημένα βέβαια, δηλαδή ύστερα από μια ολόκληρη οκταετία από τη λήξη της συνταγματικής υποχρεώσεως που είχε για την άρση των παραπάνω συνταξιοδοτικών ανισοτήτων μεταξύ αγάμων θηλέων και αγάμων αρρένων αδελφών, θεσμοθέτησε τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 6 του Ν. 19021 1990 (προστέθηκαν ως παρ. 3 του άρθρου 35 Π.Δ. 1285/1981) εναρμονισμένες προς την αρχή της συνταγματικής ισότητας, ορίζοντας ότι τα θήλεα τέκνα και οι άγαμες αδελφές, εφόσον έλκουν το συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα από γονείς ή αδελφούς που έπαθαν από πολεμικό ή άλλο γεγονός εξομοιούμενο προς αυτό, το οποίο επήλθε μετά την 1.1.1983, αποκτούν δικαίωμα σύνταξης με τους ίδιους όρους και προϋποθέσεις που αποκτούν το δικαίωμα αυτό και τα άρρενα τέκνα, δηλαδή εφαρμόζονται του λοιπού και για τα θήλεα οι δυσμενέστερες προϋποθέσεις των αρρένων. Η διάταξη όμως αυτή ουδόλως επηρεάζει το ανεφάρμοστο, λόγω αντισυνταγματικότητας, κατά τα αναλυτικώς παραπάνω εκτεθέντα, της παρ. 1 περ. β` του άρθρου 36 του Π.Δ. 1285/1981, ενόψει και του χρονικού περιορισμού που θέτει σε αναφορά με το πολεμικό γεγονός κατά το οποίο έπαθε ο φονευθείς αδελφός, από το θάνατο του οποίου έλκει το προς σύνταξη δικαίωμα ο αιτών. Η τροποποίηση δε αυτή δεν καταλαμβάνει και τις περιπτώσεις που ο φονευθείς αδελφός έπαθε από πολεμικό γεγονός το οποίο επήλθε προ της 1.1.1983, αλλά τουναντίον εμμέσως πλην σαφώς ο νομοθέτης ηθέλησε όπως οι άγαμες αδελφές που είχαν αναγνωρισθεί από μακρού χρόνου συνταξιούχοι του Δημοσίου, λόγω θανάτου του αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης αδελφού τους, προ της 1.1.1983, να μη θιγούν και να συνεχισθεί η καταβολή της συντάξεώς τους. Αντιθέτως, τα μέλη του Δικαστηρίου Απόστολος Μπότσος, Πρόεδρος, Γεώργιος Γεωργούλιας, Αντιπρόεδρος και Φώτιος Μπολόφης, Σύμβουλος, υποστήριξαν τα εξής: Από το συνδυασμό των προπαρατιθέμενων διατάξεων των άρθρων 4 και 116 του Συντάγματος, οι οποίες αφορούν, προδήλως, και στα μέτρα κοινωνικής προστασίας υπέρ των μελών της οικογένειας (πρβλ. και άρθρ. 21 Συντάγματος), συνάγεται ότι απαγορεύεται, κατ` αρχήν, η διαφοροποίηση του νομικού καθεστώτος των πολιτών με βάση τη διαφορετικότητα του φύλου και ότι αποκλίσεις από την αρχή αυτή επιτρέπονται μόνο εφόσον τίθενται ευθέως ή προβλέπονται συγκεκριμένα από ειδική διάταξη νόμου και δικαιολογούνται από αποχρώντες λόγους, κατά την έννοια δε των ίδιων διατάξεων, σε περίπτωση που διαπιστώνεται ότι εις βάρος των γυναικών έχουν αδιαμφισβήτητα δημιουργηθεί στην πράξη, λόγω κοινωνικών προκαταλήψεων ή άλλων εμποδίων, σχετικά με την ελεύθερη και ισότιμη με τους άνδρες πρόσβαση στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που είναι απαραίτητη για την άσκησή τους, τέτοιες διακρίσεις ώστε η απαρέγκλιτη εφαρμογή της αρχής της ισότητας να καταλήγει σε μια κατ` επίφαση μόνο ισότητα, ενώ πράγματι διαιωνίζει την υφιστάμενη άνιση κατάσταση, η λήψη από το νομοθέτη των αντίστοιχων υπέρ των γυναικών θετικών μέτρων, όσων είναι πρόσφορα και αναγκαία για ορισμένο χρονικό διάστημα, έως ότου παγιωθεί η πραγματική ισότητα, με την εξουδετέρωση των εμποδίων επαγγελματικής αποκατάστασης των γυναικών, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι μέσα στο πνεύμα της συνταγματικής αρχής της ισότητας. Δεν αντιβαίνει, συνεπώς, κατ` αρχήν στο Σύνταγμα η θέσπιση ευνοϊκών υπέρ των γυναικών μέτρων κοινωνικής προστασίας, στο βαθμό που τα μέτρα αυτά δικαιολογούνται από την εγγενή δυσχέρεια αυτών να αποκατασταθούν επαγγελματικά κατά την προ της 1.1.1983 χρονική περίοδο. Η διάταξη του άρθρου 36 παρ. 1 περ. β` του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων (Π.Δ. 1285/1981), στην οποία έχουν κωδικοποιηθεί οι διατάξεις των άρθρων 1 του Α.Ν. 2650/1940, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 του Ν. 1260/1942, σε συνδυασμό με το άρθρο 39 παρ. 1 του Β.Δ. της 31.10.1935, ορίζοντας ότι οι άγαμες και ορφανές από πατέρα ενήλικες αδελφές των άγαμων αδελφών που πέθαναν κατά την εμπόλεμη περίοδο 1940-1950 υπό τις αναφερόμενες στα άρθρα 24, 26 και 30 του ίδιου κώδικα συνθήκες δικαιούνται σύνταξη εις βάρος του Δημοσίου Ταμείου με όρους ευνοϊκότερους σε σχέση με τους άγαμους και ενήλικες αδελφούς (οι οποίοι πρέπει προσθέτως να είναι ανίκανοι για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος), εκκινεί από την παγιωμένη στην ελληνική κοινωνία αντίληψη, η οποία κρατούσε κατά το χρόνο της θέσπισής της, αλλά και για αρκετό χρόνο μεταγενέστερα, εν μέρει δε και υπό την ισχύ του νέου Συντάγματος (έτους 1975), ότι η άγαμη γυναίκα, λόγω κοινωνικών προκαταλήψεων και άλλων στερεότυπων ιδεών που αναφέρονται στη θέση και την αποστολή της γυναίκας, σε συνδυασμό προς υφιστάμενα νομικά και πραγματικά κωλύματα, δεν είχε ισότιμη με τους άνδρες δυνατότητα πρόσβασης στα διάφορα επαγγέλματα και στην εκπαίδευση που ήταν απαραίτητη για την άσκησή τους και ότι αυτή (άγαμη γυναίκα), και μετά την ενηλικίωσή της, εξακολουθεί να αποτελεί προστατευόμενο μέλος της πατρικής οικογένειας, πράγμα που δεν συμβαίνει, κατά κανόνα, με τους ενήλικες άνδρες παρά μόνο στην περίπτωση που αυτοί είναι ναι ανίκανοι για την άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος. Ενόψει τούτων, η θεσπιζόμενη με τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 1 περ. β` του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων ευνοϊκότερη για τις άγαμες αδελφές ρύθμιση, η οποία εφαρμόζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 περ. β` και 10 του Ν. 1543/1985, και για τις άγαμες αδελφές των άγαμων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης που σκοτώθηκαν ή κατέστησαν ανάπηροι κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους σ` αυτήν (από το τέλος των επιχειρήσεων του πολέμου 1940-1941 έως την απελευθέρωση κάθε περιοχής του Εθνικού χώρου κατ` άρθρ. 3 του Ν. 1285/1982) και εξαιτίας της σχετικής με αυτήν δράσης τους, που τελούν κάτω από παρόμοιες συνθήκες με τις άγαμες αδελφές των θυμάτων των πολέμων 1940-1950, για τις οποίες προνοεί το άρθρο 35 παρ. 1 περ. β` του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων, δεν αντιβαίνει στις προπαρατιθέμενες διατάξεις του άρθρου 4 του Συντάγματος, εφόσον συνάπτεται με γενεσιουργά του συνταξιοδοτικού δικαιώματος πολεμικά γεγονότα της χρονικής περιόδου 1941-1945, δηλαδή πολύ πριν από την 1.1.1983, δεδομένου ότι έκτοτε μόνο, σύμφωνα με το άρθρο 116 του Συντάγματος, αποκαθίσταται, τυπικά τουλάχιστον, η νομική ισότητα των δύο φύλων, χωρίς, όμως, η αποκατάσταση αυτής να είναι ικανή να εξαλείψει και τις επαχθείς συνέπειες της άνισης μεταχείρισης των γυναικών στον τομέα της επαγγελματικής αποκατάστασης κατά τη μακρά περίοδο που προηγήθηκε. Ακολούθως, ο λόγος αναιρέσεως της προσβαλλόμενης απόφασης, με τον οποίο υποστηρίζεται ότι οι προαναφερόμενες διατάξεις των άρθρων 9 παρ. 1 και 10 του Ν. 1543/1985 και 35 παρ. 1 περ. β` του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων, κατά το μέρος που θεσπίζουν ως προϋπόθεση συνταξιοδότησης των άγαμων αρρένων αδελφών των θανόντων αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης και ανικανότητα για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος εξαιτίας μη συνδρομής της οποίας απορρίφθηκε το αίτημα συνταξιοδότησης του αιτούντος, αντίκεινται στη συνταγματική αρχή της ισότη-τας των φύλων (άρθρ. 4 παρ. 2 του Συντάγματος) και είναι ανίσχυρες, θα έπρεπε να απορριφθεί, ως αβάσιμος. Εξάλλου, ο Σύμβουλος Χρήστος Χριστοφιλόπουλος είχε, ειδικότερα, την ακόλουθη γνώμη. Με την κατά παραπομπή, στο άρθρ. 36 του Κώδικα Πολεμικών Συντάξεων, νομοθέτηση το άρθρ0 10 του Ν. 1543/1985 εισάγει ουσιαστικώς ρύθμιση με βάση κριτήριο (το φύλο) ασύμβατο προς το Σύνταγμα. Ειδικότερα, για τη συνταξιοδότηση των άγαμων θηλέων αδελφών του παθόντος αρκεί η ιδιότητά τους αυτή, ενώ οι άγαμοι αδελφοί του συνταξιοδοτούνται μόνον εξαιρετικά, όταν δηλαδή είναι "ανίκανοι προς άσκησιν οιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος". Επέκταση, όμως, του ευνοϊκού μέτρου δεν είναι δυνατή, διότι αποτελεί νομοθέτηση, αφού δεν πρόκειται για αδικαιολόγητη εξαίρεση από έναν κανόνα, ώστε με τον παραμερισμό της εξαιρέσεως και μόνον, όπως ρητά, με αρνητική, αλλά και περιοριστική ταυτόχρονα διατύπωση, επιτάσσεται από το άρθρ. 93 παρ. 4 του Συντάγματος, να ανακύψει πλέον έδαφος εφαρμογής του κανόνα αυτού. Στην εξεταζόμενη περίπτωση ελλείπει οιοσδήποτε, σύγχρονος ή άλλος, κανόνας, στον οποίο θα μπορούσε να θεμελιωθεί, ως έννομο λόγο γενέσεώς της, η επιδιωκόμενη αξίωση. Ο τιθέμενος με βάση το ένα φύλο ευνοϊκός κανόνας δεν αποτελεί κανόνα και υπέρ του άλλου φύλου, ούτε εξαίρεση του φύλου αυτού από τον κανόνα σε σχέση με το ευνοούμενο φύλο. Τον σύμφωνο δε με το Σύνταγμα κανόνα, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, δεν θέτει το δικαστήριο, αλλά, κατά πλήρη ελευθερία, ο νομοθέτης. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για θετικό μέτρο υπέρ των γυναικών. Ανεξάρτητα δε από τη συμβατότητα των μέτρων τέτοιας μορφής με το Σύνταγμα και μάλιστα του συγκεκριμένου μέτρου υπέρ μιας κατηγορίας μόνον γυναικών (των αγάμων), το μέτρο αυτό δεν είναι, επομένως, επιτρεπτό, από τη φύση του πλέον, να επεκταθεί και στην αντίστοιχη κατηγορία των ανδρών. Πολύ περισσότερο όταν ο νομοθέτης έχει ήδη, με το άρθρ. 1 παρ. 2 επ. του ν. 1902/1990, εκδηλώσει ρητά τη βούλησή του υπέρ της εξομοιώσεως, από συνταξιοδοτική έποψη, των θηλέων τέκνων και αδελφών του αρχικού δικαιούχου με τα άρρενα τέκνα και όχι αντιστρόφως. Σημειώνεται, τέλος, ότι η παραπάνω συνταξιοδοτική ρύθμιση δεν συμβάλλει, ακόμη και ως θετικό μέτρο, στην ενεργό συμμετοχή των γυναικών στην κοινωνική ζωή, αλλά στην απομάκρυνσή τους από αυτή και αν δεν στρέφεται εναντίον του γάμου ως θεσμού, υποστηρίζει πάντως, στην αφηρημένη τουλάχιστον μορφή της, την αγαμία, αφού, στην ερευνώμενη περίπτωση, δεν τίθεται κανένα άλλο κριτήριο (ηλικίας, ικανότητας προς εργασία κ.λπ.), πλην της αγαμίας της αδελφής. Η αίτηση αναιρέσεως, επομένως, έπρεπε να απορριφθεί. Επειδή, στην προκείμενη υπόθεση, το Τμήμα που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, δέχθηκε, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικά περί πραγμάτων κρίση του, ότι ο αδελφός του αναιρεσείοντος Σ.Ν. αναγνωρίστηκε ως μέλος της Ε.Π.Ο.Ν από 28.2.1943 έως 30.10.1943 και ως μέλος του ΕΛ.ΑΣ από 31.10.1943 έως 6.1.1944, οπότε σκοτώθηκε σε μάχη που έγινε μεταξύ Γερμανών και δυνάμεων του ΕΛ.ΑΣ. στη γέφυρα του ποταμού Στρυμώνα. Περαιτέρω, το Τμήμα δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων, Β.Ν., γεννήθηκε το 1931 και ενηλικιώθηκε στις 31.12.1951, οπότε συμπλήρωσε το 20ό έτος της ηλικίας του (άρθρο 125 Π.Δ. 1285/1981, όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης 2001/1991 απόφασης της Ε.Ε.Π.Κ.Σ.). Κατά την 804/Α/4.5.1990 γνωμάτευση της Ανωτάτης του Στρατού Υγειονομικής Επιτροπής, που εκδόθηκε κατόπιν επανεξέτασης του αναιρεσείοντος, αυτός "κατά την 31.12.1951, δηλαδή κατά το χρόνο ενηλικιώσεώς του δεν ήταν ανίκανος για την άσκηση οποιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος γιατί από κανένα έγγραφο της αλληλογραφίας δεν φαίνεται ότι, αυτός κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα ήταν ασθενής". Εξάλλου, μετά τρία περίπου έτη κατετάγη στο Στρατό και υπηρέτησε επί εννεάμηνον περίπου ως "ικανός". Με τα δεδομένα αυτά στη συνέχεια το Τμήμα απέρριψε την ένδικη έφεση του αναιρεσείοντος, ως αβάσιμη, αφού έκρινε ότι για τη συνταξιοδότησή του δεν συνέτρεχε στο πρόσωπο του η απαιτούμενη από την παρ. 1 περ. β` του άρθρου 36 του Π.Δ. 1285/1981 αθροιστική προϋπόθεση της ανικανότητάς του προς άσκηση οιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος, κατά την ενηλικίωσή του (31.12.1951). Ετσι όμως, που έκρινε το ΙΙ Τμήμα, έσφαλε ως προς την ορθή ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερομένων διατάξεων και πρέπει η προσβαλλόμενη απόφαση να αναιρεθεί, κατά παραδοχή ως κατ` ουσία βάσιμου του σχετικού περί τούτου λόγου της κρινόμενης αιτήσεως αναιρέσεως. Του λόγου δε τούτου γενομένου δεκτού παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων αναιρέσεως. Μετά δε την παραδοχή του ως άνω λόγου αναιρέσεως πρέπει να κρατηθεί στο Δικαστήριο τούτο η υπόθεση, ως μη χρήζουσα περαιτέρω διερευνήσεως (άρθρ. 116 παρ. 1 Π.Δ. 1225/1981), να γίνει δεκτή η ένδικη έφεση, να εξαφανισθεί η 2001/1991 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) με την οποία απορρίφθηκε ένσταση του εκκαλούντος κατά της 24577/1990 πράξης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) με την αιτιολογία ότι στις 31.12.1951, ημερομηνία ενηλικίωσής του, δεν ήταν ανίκανος για την άσκηση οιουδήποτε βιοποριστικού επαγγέλματος. Ν` ακυρωθεί η 24577/1990 πράξη του Γ.Λ.Κ. και στη συνέχεια να γίνει δεκτή η από 20.6.1988 αίτηση του ανωτέρω προς τον σκοπό να κανονισθεί σ` αυτόν η αιτουμένη πολεμική σύνταξη, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα. Αντιθέτως κατά τη μειοψηφήσασα γνώμη των πιο πάνω αναφερομένων τριών (3) μελών του Δικαστηρίου, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως έπρεπε να απορριφθεί ως κατ` ουσία αβάσιμη, γιατί η προσβαλλόμενη απόφαση κατ` ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δέχθηκε ότι ο αναιρεσείων δεν δικαιούται συντάξεως ως αδελφός του ως άνω φονευθέντος αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης. Επίσης και κατά τη μειοψηφούσα γνώμη του Συμβούλου Χρήστου Χριστοφιλόπουλου έπρεπε ν` απορριφθεί η υπό κρίση αίτηση αναιρέσεως. Επειδή, κατ` ακολουθία των ανωτέρω ο εκκαλών δικαιούται, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 9 περ. β`, 10 και 11 του Ν. 1543/1985 και 36 παρ. 1 περ. β` του Π.Δ. 1285/1981, 88 παρ. 1 και 91 παρ. 2 του Π.Δ. 1285/1981, όπως οι τελευταίες αυτές αντικαταστάθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 1 παρ. 1 και 2 παρ. 3 του Ν. 1859/1989, αντιστοίχως, μηνιαία πολεμική σύνταξη ίση με τη σύνταξη η οποία αναλογεί σε ανάπηρο οπλίτη ο οποίος φέρει ανικανότητα 30%, δηλαδή ανέρχεται αναδρομικώς από τριετίας η οποία αρχίζει από την πρώτη του μηνός του αντίστοιχου προς αυτόν κατά τον οποίο εκδίδεται η παρούσα απόφαση (άρθρο 35 Ν. 1543/1985), σε συνδυασμό προς την παρ. 1 του άρθρου 115 του Π.Δ. 1285/1981, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 20 του Ν. 1489/1984) σε δραχμές 30.900, προσαυξημένη κατά το αναλογούν ποσό της αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής (Α.Τ.Α.), όπως νομίμως καθορίζεται, καθώς και το ποσό το οποίο αναλογεί από τις μετέπειτα χορηγηθείσες ποσοστιαίες αυξήσεις, αυξανόμενη από 1 Αυγούστου 1997, κατ` εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 9 του Ν. 2592/1998 και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 2 παρ. 1 του ιδίου νόμου με το οποίο αντικαταστάθηκε η παρ. 1 του άρθρου 88 του Π.Δ. 1285/1982 σε 67.500 δραχμές, πληρωτέα σ` αυτόν από το Δημόσιο Ταμείο, μαζί με την τυχόν προκύπτουσα από 1.8.1997 διαφορά της παρ. 10 του άρθρου 4 του Ν. 2592/1998. .................................................................