ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΙΙ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΕΠΙΒΟΛΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ
Άρθρο 8 - Υπεράσπιση των δικαιωμάτων
1. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι κάθε πρόσωπο, το οποίο θεωρεί ότι έχει ζημιωθεί λόγω της μη τήρησης της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ακόμη και εάν έχει λήξει η σχέση στο πλαίσιο της οποίας εικάζεται ότι σημειώθηκε η διάκριση, έχει πρόσβαση σε δικαστικές ή/και διοικητικές διαδικασίες, συμπεριλαμβανόμενων, όπου κρίνεται ενδεδειγμένο, διαδικασιών συμβιβασμού, με σκοπό την επιβολή της τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.
2. Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εθνική έννομη τάξη τους τα μέτρα που απαιτούνται για να εξασφαλίζεται η πραγματική και αποτελεσματική αποζημίωση ή αποκατάσταση, σύμφωνα με τον τρόπο που αυτά ορίζουν, όσον αφορά την απώλεια ή τη ζημία που υπέστη ένα πρόσωπο λόγω διακρίσεων κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, με τρόπο αποτρεπτικό και αναλογικό σε σχέση με την επελθούσα ζημία. Ο καθορισμός εκ των προτέρων ανώτατου ορίου δεν περιορίζει την εν λόγω αποζημίωση ή αποκατάσταση.
3. Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι ενώσεις, οργανώσεις ή άλλες νομικές οντότητες, οι οποίες έχουν, σύμφωνα με τα κριτήρια του εθνικού τους δικαίου, έννομο συμφέρον να μεριμνούν για την τήρηση των διατάξεων της παρούσας οδηγίας, μπορούν να κινήσουν, είτε εξ ονόματος του ενάγοντος είτε προς υποστήριξή του, και με την έγκρισή του, κάθε δικαστική ή/και διοικητική διαδικασία η οποία προβλέπεται για την επιβολή της τήρησης των υποχρεώσεων που απορρέουν από την παρούσα οδηγία.
4. Οι παράγραφοι 1 και 3 ισχύουν υπό την επιφύλαξη των εθνικών διατάξεων περί των προθεσμιών άσκησης αγωγής σε σχέση με την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Άρθρο 9 - Βάρος της απόδειξης
1. Τα κράτη μέλη λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα, σύμφωνα με το εθνικό δικαστικό τους σύστημα, προκειμένου να διασφαλίζουν ότι, όταν ένα πρόσωπο που θεωρεί εαυτό ζημιωθέν από τη μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης εκθέτει, ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης αρμόδιας αρχής, πραγματικά περιστατικά, από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης, εναπόκειται στον εναγόμενο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης.
2. Η παράγραφος 1 δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να θεσπίζουν ευνοϊκότερους για τους ενάγοντες κανόνες σχετικά με την απόδειξη.
3. Η παράγραφος 1 δεν ισχύει για τις ποινικές διαδικασίες.
4. Οι παράγραφοι 1, 2 και 3 ισχύουν επίσης για κάθε διαδικασία που κινείται σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3.
5. Τα κράτη μέλη δεν απαιτείται να εφαρμόζουν την παράγραφο 1 σε διαδικασίες κατά τις οποίες εναπόκειται στο δικαστήριο ή σε άλλη αρμόδια αρχή να διερευνήσει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης.
Άρθρο 10 - Προστασία έναντι αντιποίνων
Τα κράτη μέλη εισάγουν στην εθνική έννομη τάξη τους τα απαιτούμενα μέτρα προστασίας των προσώπων από τυχόν δυσμενή μεταχείριση ή δυσμενείς επιπτώσεις, ως αντίδραση σε καταγγελία ή δικαστική διαδικασία που αποσκοπεί στην επιβολή της συμμόρφωσης με την αρχή της ίσης μεταχείρισης.
Άρθρο 11 - Διάλογος με τους σχετικούς φορείς
Τα κράτη μέλη, προκειμένου να προαγάγουν την αρχή της ίσης μεταχείρισης, ενθαρρύνουν το διάλογο με τους σχετικούς φορείς, οι οποίοι έχουν, σύμφωνα με το εθνικό τους δίκαιο και πρακτική, έννομο συμφέρον να συμβάλλουν στην καταπολέμηση των διακρίσεων λόγω φύλου όσον αφορά την πρόσβαση σε αγαθά και υπηρεσίες και την παροχή αυτών.